Μια καλοκαιρινή μέρα

Ξύπνημα πρωί – πολύ πρωί. Δροσούλα. Πριν από λίγο χάραξε.

Ανεμελιά. Χωρίς πρόγραμμα και σήμερα. Όλα δυνατά, όπως στα νειάτα.

Έπιασε να φυσάει λίγο. Αργότερα θα δυναμώσει. Άγια μελτέμια.

Φρούτα, γιαούρτι, καφές κρύος. Λιτά όλα.

Ρούχα ελάχιστα. Δεν χρειάζονται. Το περιττό ζαρώνει τους μήνες του καλοκαιριού.

Περπάτημα. Ποδήλατο. Ήρεμη οδήγηση, χωρίς φανάρια και κόρνες.

Παραλία. Μία. Όλες. Ψιλή άμμος πιο χρυσαφιά κι από τον ατόφιο χρυσό. Αλλού βότσαλα μεγάλα, μικρά – λεία και λαμπερά, σαν άστρα που έχασαν το δρόμο τους.

Ήλιος καυτός, ανελέητος που όλα τα πυρακτώνει: κορμιά, ψυχές, ζωντανά και πεθαμένα. Όλη η πλάση από κάτω του. Ουδέν καινόν. Δυνάστης Θεός.

Σκιές απατηλές πλάι σε σκόρπια αρμυρίκια. Το ελάχιστο γίνεται ποθούμενο.

Νερό γαλάζιο, πράσινο, βαθύ μπλε. Διαυγές, αιωρούμενο. Η κοιτίδα των πάντων.

Βουτάω με μια ανάσα. Κολυμπώ προς τα κάτω, κάτω… Αντέχω ακόμα! Κι άλλο κάτω. Στο βυθό μου. Ανοίγω μάτια. Αδρά περιγράμματα βράχων, ψαριών. Αφήνομαι. Ανεβαίνω χωρίς κόπο. Φως. Ανάσα βαθιά. Αναγέννηση – ή μήπως επιστροφή στο θάνατο;

Ρυάκια νερού επιστρέφουν στη γη καθώς τα πόδια πατάνε πάλι εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν. Όρθιος στέκομαι και κοιτώ προς τα πάνω. Άνθρωπος.

Δεν αντέχω τα ψηλά. Η γη με καλεί.

Ξαπλώνω. Το βλέμμα πεινασμένο. Καμπύλες, μέλη από αρχαίους Κούρους και Νύμφες ολόγυρα. Και Ξωτικά. Και Σειρήνες. Και ό,τι κουβανείς μες στη ψυχή σου.

Δέρμα μπρούτζινο. Κομμάτια ύφασμα για πρόφαση. Λαγνεία που καίγεται και απομένει η επιθυμία για ζωή. Καθαρή.

Οι μικροί ήρωες παντού γύρω. Φωνάζουν και ξυπνάνε και τους νεκρούς ακόμη. Ευτυχώς που υπάρχουν και αυτοί. Πρεσβευτές του Θείου.

Απομεσήμερο. Οι επιθυμίες ανηφορίζουν από τα λαγόνια στη γαστέρα.

Μυρωδιές από τσουκάλια με μυρωδικά της ανατολής. Πλάσματα της γης και της θάλασσας – δώρα των Θεών – πάνω στη θράκα. Η κνίσσα ανεβαίνει στον Ουρανό, ωσάν θυμίαμα. Ευωχία. Νυν και αεί – αλλά και ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ.

Ραστώνη. Ο Μορφέας μάς ξεναγεί στα παλάτια του αδελφού του. Πρόγευση ενός Χάλκινου ύπνου – αν είμαστε τυχεροί… Φωνές και γέλια από το δρόμο. Πάλι εδώ, αντιμέτωπος με το Φως.

Μήπως άκουσα και μουσικές; Από μυστικό Θίασο..; Αιωρούμαι.

Τηλέφωνο. Η Ζωή με τραβά πίσω. Απαιτεί την παρουσία μου. Που ισοδυναμεί με τον αγώνα μου. Νυν και αεί.

Δειλινό. Η νύχτα έρχεται να σκεπάσει το μόχθο της μέρας. Να φανερώσει το δικό της κόσμο. Το σώμα δέχεται τα λίγα παραπάνω ρούχα. Λινό, βαμβάκι. Προσωρινά θα είναι κι αυτά. Το πλακόστρωτο ανηφορίζει προς το κάστρο. Λευκοί τοίχοι, μπλε παράθυρα δεξιά-αριστερά μου. Από πάνω έρεβος με σκόρπια διαμαντάκια. Το φεγγάρι κρύβεται στη ντροπή του. Τελευταία στροφή. Η πόρτα ξύλινη, μανταλωμένη. Πόσο εύκολα πατήθηκε… ήταν αρκετά δυο υπόκωφα κτυπήματα , μετά ένα, μετά πάλι δυο. Ημίφως στον προθάλαμο. Κάτι αχνοφέγγει στο βάθος. Μυρίζει λεμονανθός και πάστρα. Εισέρχομαι σαν μύστης.

Λευκά σεντόνια στο κρεβάτι, αστράφτουν κάτω από το φεγγαρόφωτο που ξεπέρασε πια τις ντροπές του και ξεχύνεται στην κάμαρα μέσα από το ολάνοιχτο παράθυρο. Η τελετή είναι έτοιμη να αρχίσει. Το τυπικό ίδιο, από την αρχή του Κόσμου.

Ο Άντρας που θέλει να πάρει και η Γυναίκα που δεν μπορεί να μη δώσει.

Ένα κουβάρι σώματα και ψυχές. Λόγια ανείπωτα στο φως, γιατί η αλήθειά τους μεγεθύνεται τη μέρα και τυφλώνει. Ξανά και ξανά. Και μετά πάλι. Εργώδης ηδονή. Υπάρχει κι άλλη;

Λυτρωτικός σπασμός μας ελευθερώνει και τους δυο σπάζοντας το ενιαίο σύμπλεγμα. Λαχάνιασμα! Η καρδιά θα σπάσει! Αντέξαμε, ευτυχώς… Ικανοποίηση… Κορεσμός… Για πόσο;

“Τελικά ποιος είναι Καπετάνιος, 

ο Απόλλων ή ο Βάκχος;”

Και μόνο που ρωτώ, σοφός λογίζομαι. Σε τούτη δω τη γωνιά, οι ερωτήσεις είναι πιο βαριές από τις απαντήσεις. Έπαρση. Οι Θεοί ξαγρυπνούν. Σ’ αυτούς ανήκει η Σοφία.

Το φιλί του αποχωρισμού απαλύνεται από την υπόσχεση της αντάμωσης. Υπάρχει κάτι φθηνότερο από τις υποσχέσεις; Κι όμως εκείνη την ώρα, μου φαντάζει τόσο αληθινή αυτή μας η υπόσχεση, όσο κι ο Θάνατος. Και μάλλον είναι.

Νύχτα βαθιά. Η κατηφόρα με βγάζει στο γυαλό. Οκλαδόν στην άμμο με μάτια στραμμένα στο πέλαγο. Το νησί βουβό, προτού ξυπνήσει για τα καλά. Η Νύμφη της Ωγυγίας κοιμήθηκε. Η σχεδία δεν είναι έτοιμη ακόμη.

Ας είναι!

Εμείς φτιάχνουμε τη μοίρα μας με τα υλικά που μας χάρισε η γενιά μας.

Νυστάζω. Ο ύπνος έρχεται σαν κλέφτης. Σε λίγο ξημερώνει.

Θα σηκωθώ πρωί – πολύ πρωί. Θέλω να ζήσω κι άλλη μία καλοκαιρινή μέρα._

ΥΓ: Ακούμε το «Canadian Sunset», δανεισμένο από την ταινία Fading Gigolo (σκηνοθεσία Woody Allen, 2013).

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s