Περί αγάπης

‘Είπε ο καθένας μας ν’αγαπήσει, αλλά κανείς δεν αγαπούσε πρώτος’ 

Γιώργος Σαραντάρης

‘Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη
θέλει λαγού περπατησιά κι αητού γρηγοροσύνη’  

Δημοτικό τραγούδι Ανατολικού Αιγαίου

‘L’amour est à réinventer’,  

Une saison en enfer, Arthur Rimbaud

Ο Σίσυφος κατά την Ελληνική Μυθολογία ήταν ο πιο πανούργος των ανθρώπων· ‘κέρδιστον ἀνδρῶν’ τον χαρακτηρίζει ο Όμηρος. Αφού απεκάλυψε με περισσή ευφυΐα την κλοπή των βοδιών του από τον Αυτόλυκο, κοιμήθηκε με την Αντίκλεια, κόρη του Αυτόλυκου που επρόκειτο μετά από λίγο καιρό να παντρευτεί τον Λαέρτη, κατόπιν μάλιστα παρότρυνσης του ίδιου του πατέρα της, ο οποίος ήθελε ο εγγονός του να κληρονομήσει την εξυπνάδα του Σισύφου. Έτσι γεννήθηκε ο Οδυσσέας, καρπός της πρόσκαιρης αυτής συνεύρεσης, και όχι αληθινός γιος του Λαέρτη. Ο Σίσυφος πήγε τρείς φορές στον Άδη και τις τρείς τον ξεγέλασε και δραπέτευσε πίσω στην ζωή. Την πρώτη έπεισε με κολακείες την Περσεφόνη να τον αφήσει να φύγει από τον Κάτω Κόσμο. Την δεύτερη πάλεψε με τον Θάνατο, τον αλυσοέδεσε και του επέβαλε ως όρο να μην ξαναπάρει κανένα πλέον άνθρωπο από τη ζωή. Όταν η γη άρχισε να ‘λυγίζει’ πια από το βάρος τόσων ανθρώπων παρενέβησαν οι Θεοί και τον απελευθέρωσαν. Την τρίτη φορά παρεκάλεσε τη γυναίκα του όταν πεθάνει να μην τού αποδώσει τις πρέπουσες ταφικές τιμές και έτσι όταν πέρασε τον Αχέροντα και βρέθηκε στον κόσμο των νεκρών έπεισε τον Θάνατο να τον αφήσει να επιστρέψει για λίγο στη γη, προκειμένου να τιμωρήσει τη γυναίκα του για την δήθεν αδιαφορία της. Η τίσις για την ύβρη που διέπραξε ο Σίσυφος εναντίον των Θεών και των νόμων της φύσης, όταν ξαναβρέθηκε στον Άδη σε προβεβηκυία πλέον ηλικία, ήταν να σπρώχνει μια τεράστια πέτρα ως την κορυφή ενός λόφου · την στιγμή που ήταν έτοιμη να κυλίσει στην άλλη πλευρά του υψώματος, εκείνη πάντα γύριζε πίσω και ο Σίσυφος υπομονετικά και αέναα επέστρεφε στο ίδιο σημείο και συνέχιζε τον αγώνα του. Ο Σίσυφος, εκτός από πρότυπο ευφυΐας και πανουργίας, αποτελεί για τους Έλληνες και πρότυπο του ανθρώπου που αγαπάει με πάθος τη ζωή και μισεί τον θάνατο.

Ο Albert Camus σ’ένα δοκίμιό του πάνω στο ‘παράλογο’ του 1942 επιλέγει να δώσει τον τίτλο ‘Ο μύθος του Σισύφου’. Εκεί με αφορμή τον Σίσυφο αναπτύσει την ιδέα του ‘παράλογου’ ανθρώπου, δηλαδή του ανθρώπου που αποκτά συνείδηση της ζωής και της ύπαρξης του και αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι είναι εγκλωβισμένος σε μια σειρά συμβάσεων που καταδυναστεύουν τη ζωή του και στερούν την ελευθερία του. Μια σειρά συμβάσεων που αδυνατεί να κατανοήσει και γι’αυτό του φαίνονται ολοκληρωτικά παράλογες. Ο Camus αναρωτιέται για τις ανθρώπινες σχέσεις, την ηθική και τον θάνατο και περισσότερο ακόμη αναρωτιέται εάν κανείς αξίζει να ζεί αυτήν τη ζωή ή όχι. Την απάντηση θα την βρεί σ’έναν άλλο μύθο. Αυτόν του Δον Ζουάν. Για τον Camus ο Δον Ζουάν δεν είναι ένας γυναικοκατακτητής, ένας απλός συλλέκτης θηλυκών αλλά ένας άλλος Σίσυφος. Ένας εραστής της ζωής που ακόμα και όταν κρατάει το παγωμένο χέρι του αδριάντα του Διοικητή, που συμβολίζει τη θεϊκή οργή, αρνείται να μετανοήσει και η απάντησή του δεν είναι άλλη από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτό είναι ένα αληθινό ανθρώπινο πρότυπο για τον Camus. Δεν μετανιώνει, γιατί δεν πιστεύει στην τρέχουσα ηθική και γι’αυτό δεν νιώθει ένοχος. Δεν φοβάται την Κόλαση, γιατί δεν έχει αρκετή φαντασία για να τήν αναπαραστήσει. Δεν συλλέγει γυναίκες, γιατί ο συλλέκτης αρέσκεται να ζεί με αναμνήσεις, ενώ τον Δον Ζουάν τόν ενδιαφέρει μόνο το παρόν και όχι το παρελθόν. Σε κάθε γυναίκα που σαγηνεύει δίνεται εξ’ολοκλήρου, ψυχή τε και σώματι, απλώς ο έρωτάς τους κρατάει για λίγο. Αναρρωτιέται ο Camus: ‘γιατί μια αγάπη για να είναι αληθινή θα πρέπει να είναι αιώνια;’ (pourquoi foudrait-il aimer rarement pour aimer beaucoup?) .Ίσως γιατί σκεφτόμαστε ότι ο θάνατος είναι μια αντίφαση, ο ύστατος παραλογισμός, και γι’αυτό πιστεύουμε ότι ό,τι έχει αληθινή αξία θα πρέπει να είναι αιώνιο, να μην φθείρεται και να μην σβήνει. Με άλλα λόγια πιστεύουμε σε μια ‘ηθική της ποσότητας’. Ο Δον Ζουάν έχει αγνή ψυχή και γι’αυτό οι έρωτες του είναι αληθινοί. Σε αντίθεση με την εικόνα που καλλιεργήθηκε του διεστραμμένου αμετανόητου, που ούτε την τελευταία ώρα του δεν ζητεί συγχώρηση, ο Δον Ζουάν είναι ένας αυθεντικός άνθρωπος, γιατί νιώθει ότι φέρει ακέραιη την ευθύνη για τις πράξεις του, είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τις συνέπειες τους και μένει αξιοπρεπής και όρθιος μπροστά στον θάνατο έτοιμος να πιεί το πικρό ποτήρι. Είναι σχεδόν ηρωική η στάση του. Δεν μεταχειρίζεται τεχνάσματα δειλών, για να αποφύγει την μοίρα του. Αν υπάρχει Θεός όλα εξαρτώνται απ’Αυτόν και δεν είμαστε ελέυθεροι. Αν δεν υπάρχει όλα εξαρτώνται από εμάς, ακόμα και ο χρόνος και ο τρόπος του θανάτου μας. Ο Δον Ζουάν κατά κάποιο τρόπο επιλέγει τον θάνατό του κι έτσι γίνεται ‘Θεός’. Αλλά εν τω μεταξύ, πριν πεθάνει, έχει ζήσει την ζωή και έχει αγαπήσει και υμνήσει τον έρωτα μέχρις εσχάτων. Γι’αυτό ο Camus φαντάζεται τόσο τον Σίσυφο όσο και τον Δον Ζουάν ευτυχισμένους, παρά το αΐδιο μαρτύριο στην πρώτη και τον πρόωρο θάνατο στη δεύτερη περίπτωση.

Η ιστορία του Δον Ζουάν φέρνει στο προσκήνιο το ερώτημα περί ηθικής και περί αγάπης. Όλοι μιλούν για αγάπη. Πιστεύοντες σε κάποιο αξιακό σύστημα ή μη, θρησκευόμενοι και άθεοι, σχεδόν όλοι αποδέχονται την αγάπη ως ύψιστη αρετή και χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τον ‘καλό’ από τον ‘κακό’ άνθρωπο. Ο Kant υποστηρίζει ότι δεν θα υπήρχε καλό ή κακό εκτός εάν υπήρχε Θεός. Μπορεί κάποιος που δεν πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού να αγαπάει αληθινά και τί εννοεί λέγοντας αγάπη ένας που πιστεύει στο Θεό και τί ένας που δεν πιστεύει; Ο Bertrand Russell, ένας από τους πιο σημαντικούς αγνωστικιστές φιλοσόφους του 20ου αιώνα, υποστηρίζει ότι όχι μόνο είναι δυνατόν κάποιος να μην πιστεύει στο Θεό και να αγαπάει, αλλά πολύ περισσότερο, όποιος ασπάζεται τον Χριστιανισμό είναι αδύνατον να αγαπάει. Ο Russell αναγνωρίζει στο ηθικό του στερέωμα δύο μεγάλες αρετές: την ευφυΐα (intelligence), όχι την εγγενή καταλαβαίνω, αλλά αυτή που κατακτά κανείς μέσα από την γνώση, και την καλοσύνη (kindness). Οι θρησκείες εμποδίζουν την ανάπτυξη και των δύο. Εμποδίζουν τη γνώση με την πίστη τους στο δόγμα και την καλοσύνη με την πίστη τους στην αμαρτία και την αιώνια κόλαση. Ο Russell ειδικότερα καυτηριάζει την αντίθεση της Εκκλησίας στους τρόπους ελέγχου της μετάδοσης των αφροδισίων νοσημάτων καθώς και στις μεθόδους αντισύλληψης με κίνδυνο μια τέτοια στάση μακροπρόθεμα να οδηγήσει την ανθρωπότητα σε δυστυχία, πόλεμο και ανέχεια. Επίσης αναρωτιέται, πώς μπορεί κάποιος που αγαπάει να επιτρέπει ή να πιστεύει ότι αξίζει σε κάποιον που αμαρτάνει να βασανίζεται στο ‘αιώνιο πύρ’; Σύγχρονοι θεολόγοι και φιλόσοφοι έχουν προσπαθήσει να ερμηνεύσουν τις Χριστιανικές γραφές μ’έναν πιο ‘φιλελεύθερο’ τρόπο, μιλώντας για τον συμβολικό, και σε καμμιά περίπτωση κυριολεκτικό, χαρακτήρα της Κόλασης και ερμηνεύοντας την αμαρτία ως αστοχία (βασιζόμενη στην αρχαιοελληνική έννοια του όρου), δηλαδή την μη επίτευξη του στόχου που είναι η ένωση με το Θεό, παρά ως παράβαση του θείου νόμου που αναπόφευκτα θα επισείσει την τιμωρία. Παρ’όλα αυτά εάν κοιτάξει κανείς την υμνολογία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας της περιόδου επί παραδείγματι του Τριωδίου, που αποτελεί περίοδο όπου οι πιστοί προετοιμάζονται με νηστεία και μετάνοια για την περίοδο του Πάσχα και την Ανάσταση, θα διαπιστώσει ότι βρίθει ‘φρικτών’ εκφράσεων για την ‘φοβερά’ Κρίση και την Κόλαση. ‘Ἡ κοιλάς ἄπασα φοβερῷ βρύγματι τοῦ κλαυθμώνος πάντας βλέπουσα τοὺς ἀμαρτήσαντας ταῖς αἰωνιζούσαις κολάσεσι’, ‘ἡχούσι σάλπιγγες…οἱ ἀμαρτήσαντες τρέμουσιν, δεινῶς ὀλολύζοντες εἰς κόλασιν πεμπόμενοι’, ‘ὦ ποίος φόβος τότε…’, ‘γυμνοί και ὠς κατάκριτοι τῷ ἀδεκάστω Κριτή παρίστασθαι…καὶ πάντων τὰ κρυπτά φανερά παρίστανται ἐνώπιον Σοῦ, καὶ κόψονται καὶ κλαύσονται καὶ εἰς τὸ πὺρ τὸ αἰώνιον ἀπελεύσονται οἱ μηδέποτε μετανοήσαντες’. Ακόμη κι αν δεχτούμε την συμβολική ερμηνεία, η όλη ατμόσφαιρα δύσκολα εναρμονίζεται με το ‘ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν’…

Από την άλλη μεριά η αγάπη του Russell είναι νομίζω βαθιά διαφορετική από την αγάπη της Χριστιανικής πίστης. Η αγάπη του Russell συνίσταται σε αυτό που ακριβώς προσδιορίζει: στην καλοσύνη. Στο να επιδιώκει κανείς την ειρήνη και να καταδικάζει τη βία και τον πόλεμο, να σέβεται τον συνάνθρωπό του όσο διαφορετικός κι αν είναι, να βοηθά όσο μπορεί αυτούς που τον έχουν ανάγκη, να είναι ειλικρινής και να μην εξαπατά προς ίδιον συμφέρον, να αντιτίθεται στην αδικία και εκμετάλλευση, να έχει υπομονή και να μην οργίζεται, να σέβεται την ανθρώπινη ζωή ως υπέρτατη αξία αλλά και κάθε ζωντανή ύπαρξη γύρω του. Δεν διαφέρει ως προς αυτό σημαντικά από την περιγραφή του περιεχομένου της αγάπης από τον Απόστολο Παύλο στην περίφημη Προς Κορινθίους Α’ επιστολή (13, 1-13) και πιστεύω δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει ο Russell με τον Παύλο ως προς αυτό. Το μεγάλο όμως ερώτημα που γεννιέται είναι πώς μπορεί κανείς να εγκολπωθεί αυτήν την αγάπη. Γιατί κάποιοι έχουν καλοσύνη και κάποιοι άλλοι όχι; Είναι θέμα καταβολών και φύσης το να είναι κάποιοι καλοί και κάποιοι κακοί; Γεννιέται κανείς καλός ή κακός ή γίνεται; Είναι η καλοσύνη κι η αγάπη θέμα αρχών και διαπαιδαγώγησης από την οικογένεια και το σχολείο; Χρήζει ψυχολογικής/ψυχιατρικής ερμηνείας μια παραβατική και αντικοινωνική συμπεριφορά; Τα ερωτήματα μένουν μετέωρα στον Russell. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ένας εκ των φιλοσοφικότερων πατέρων της Εκκλησίας, τον 7ο μΧ αιώνα έρχεται να ‘αποκαλύψει’ την ουσία της Χριστιανικής αγάπης. Ξεκινάει με τον ορισμό: ‘’Αγάπη ἐστὶν διάθεσις ψυχῆς ἀγαθή, καθ’ ἣν οὐδέν τῶν ὄντων τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσεως προτιμά’. Αμέσως λοιπόν οριοθετεί την αρχή της αγάπης. Πρωτίστως πρέπει κανείς να αγαπήσει το Θεό, για την ακρίβεια να γνωρίσει τον Θεό, και να τον θέσει προτεραιότητα της ζωής του πριν από όλα τα υπόλοιπα όντα. Και είναι αδύνατον να γίνει αυτό εάν δεν παύσει να είναι κανείς προσηλωμένος στα επίγεια. Και πώς φτάνει κανείς στην αγάπη; Ο δρόμος είναι συγκεκριμένος: πρώτα χρειάζεται, γράφει ο Μάξιμος, πίστη στον Κύριο. Η πίστη γεννάει τον φόβο Θεού (που λίγο παρακάτω περιγράφεται ως φόβος της κολάσεως), ο φόβος Θεού γεννάει την εγκράτεια, η εγκράτεια γεννάει την υπομονή (για να αντέξει τις θλίψεις και την κακοπάθεια), η υπομονή γεννάει την ‘εἰς Θεόν ἐλπίδα’ και αυτή με τη σειρά της την ‘ἀπάθεια’ δηλαδή την απουσία παθών. Και τότε φτάνει κανείς στην αγάπη. Και ο ‘ἀγαπών τὸν Θεόν, οὐ δύναται μὴ καὶ πάντα ἄνθρωπον ὠς ἑαυτόν ἀγαπῆσαι’. Και επιπλέον, η αληθινή αγάπη είναι να μπορείς να αγαπάς όλους τους ανθρώπους εξίσου. Ο Μάξιμος συνεχίζει περιγράφοντας πέντε αιτίες αγάπης: την αγάπη για όλους εξίσου εξ’αιτίας της αγάπης προς τον Θεό, την αγάπη εξ’αιτίας της φύσεως (γονείς προς παιδιά και το αντίστροφο), εξ’αιτίας της ματαιοδοξίας (αγαπάμε όσους μας επαινούν), εξ’αιτίας της φιλαργυρίας (αγαπάμε από συμφέρον) και εξ’αιτίας της φιληδονίας. Η πρώτη μορφή είναι επαινετή, η δεύτερη μέση (δηλαδή όχι ιδανική αλλά αποδεκτή), ενώ οι υπόλοιπες τρείς είναι εκδηλώσεις πάθους. Ο Μάξιμος δείχνει μιαν οδό δύσκολη μεν, θεωρητικώς εφικτή δε για κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως καταβολών, παιδείας, νοητικού ή μορφωτικού επιπέδου. Η καλοσύνη του Russell προς τον συνάνθρωπο είναι διανοητική. Την κατακτάει κανείς με τη γνώση. Εξίσου διανοητική είναι και η αγάπη κάποιου που βρίσκει το ‘ἀγαπάτε ἀλλήλους’ της Καινής Διαθήκης μια πρόταση ηθική ή ενδιαφέρουσα ή ακόμη και γοητευτική. Η αγάπη του Μαξίμου προς τον πλησίον όμως προϋποθέτει κάτι περισσότερο: την άρνηση της φύσης μας και τη σύνδεση με το Θεό.

Τί είναι λοιπόν η αγάπη για την οποία όλοι μιλούμε; Είναι καλές προθέσεις και πράξεις, για να μπορούμε στοιχειωδώς να συνυπάρξουμε με τους άλλους ή ακόμη και άθλοι και κατορθώματα προκειμένου να κάνουμε τη ζωή των άλλων καλύτερη; Ή μήπως είναι μια ‘επαναστατική’ αυθυπέρβαση του εαυτού μας και της φύσης και απευθείας συνομιλία με το Θεό; Η γνώση διαλύει τις προκαταλήψεις και τη μισαλλοδοξία και μπορεί να οδηγήσει στα καλά έργα. Η γνώση όμως μπορεί επίσης να γιγαντώσει το Εγώ, να κάνει τον άνθρωπο να πιστέψει ότι δεν υπάρχουν όρια γι’αυτόν, ότι όλα του ανήκουν και τον περιμένουν να τα κατακτήσει. Και όταν το Εγώ παίρνει το πάνω χέρι, τότε μονώνει τον άνθρωπο και διαρηγνύει το δεσμό και τη σχέση με τους συνανθρώπους του. Και πώς μπορεί κανείς να αγαπά χωρίς να σχετίζεται αληθινά; Από την άλλη μεριά η χριστιανική αγάπη προϋποθέτει την ταπείνωση, τη νέκρωση του Εγώ, είναι δρόμος σκολιός και κατάκτηση ψυχική και όχι διανοητική. Σε κάθε περίπτωση όμως η απάντηση νομίζω εξαρτάται από τη στάση που ο καθένας μας επιλέγει απέναντι στο οντολογικό ερώτημα, το ερώτημα για την αιτία και το σκοπό της ύπαρξης. Με τον Russell λοιπόν ή με τον Μάξιμο; Με τον Θησέα ή τον Οιδίποδα; O André Gide στο τέλος του ‘Θησέα’ του, φαντάζεται μιαν αντιπαράσταση μεταξύ του βασιλιά της Θήβας και του γιού του Αιγέα, στη δύση της ζωής τους, όταν πια καλούνται να κάνουν τον απολογισμό. Ο Οιδίποδας είναι ο τυφλός βασιλιάς που κραυγάζει ‘ω σκότος, το φως μου’ (O obscurité, ma lumière!), ο άνθρωπος που έχασε το αισθητό φώς για να αξιωθεί του υπερβατικού φωτός που αυγάζει τον κόσμο των ψυχών, ο άνθρωπος που κοιτάει στον ουρανό και πλέον ελπίζει μόνο σε μια θεϊκή παρέμβαση προκειμένου να σωθεί ο ίδιος κι ο κόσμος. Και στον αντίποδα ο Θησέας, ο μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, ο άνθρωπος που ταπείνωσε το τρομερό θηρίο, που σήκωσε το αβάστακτο άχθος από την πόλη του και σαγήνευσε Φαίδρα και Αριάδνη, επιλέγει τελικά την ανθρωπότητα, τη γη με τις χαρές και τις λύπες της, τα κατορθώματα και τις πτώσεις και μολονότι θαυμάζει την υπεράνθρωπη σοφία του Οιδίποδα δεν διστάζει να ομολογήσει: ‘μένω παιδί αυτής της γης και πιστεύω πως ο άνθρωπος πρέπει να παίξει τα χαρτιά που βαστάει στο χέρι του όποια κι αν είναι αυτά…μου είναι γλυκό να σκέφτομαι ότι μετά από μένα, χάρη σε μένα, οι άνθρωποι θα λογίζονται πιο ευτυχισμένοι, καλύτεροι και πιο ελεύθεροι. Έπραξα το έργο μου για το καλό της ανθρωπότητας. Έζησα’.

Πηγές που ενέπνευσαν τον συγγραφέα αυτού του άρθρου:

‘Ο μύθος του Σισύφου’, Albert Camus, μετάφραση Ν. Καρακίτσου-Ντουζέ & Μ. Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδ. Καστανιώτη και ‘Le mythe de Sisyphe’, éditions Folio (2013)

‘Why I am not a Christian’, Bertrand Russell, Essays on religion and related subjects, 1927-1952, Routledge (2004)

‘Φιλοκαλία-Μάξιμος ο Ομολογητής’, τόμος 14, Κεφάλαια περί αγάπης, Πατερικές εκδόσεις ‘Γρηγόριος ο Παλαμάς’ (2006)

‘Thésée’ André Gide, 1946, éditions Folio (2011)

‘Μελέτες’ Ζήσιμος Λορεντζάτος, τόμος Β’, ‘O Θησέας του Αντρέ Ζιντ’, εκδ. Δόμος & Μουσείο Μπενάκη (2007)

‘Ελληνική Μυθολογία’, εποπτεία Ι. Κακριδή, Εκδοτική Αθηνών (1986).

Η εικόνα αναπαριστά ένα έργο του Banksy. Το ζωγράφισε έξω από ένα strip club στη Νέα Υόρκη το 2013 και τιτλοφορείται ‘Waiting in vain…at the door of the club’.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s