‘I have a dream that my four little children will one day live in a nation, where they will not be judged by the colour of their skin, but by the content of their character’
Martin Luther King Jr.
Chicago, 10 του Νοέμβρη:
Περπάτημα κατά μήκος της όχθης της λίμνης. Κρύο. 19ο Fahrenheit. Αυτό δεν μου λέει και πολλά, αλλά σύντομα συνειδητοποιώ ότι αυτή η θερμοκρασία ‘μεταφράζεται’ σε -7ο Κελσίου. Νιώθω τον παγωμένο αέρα να επιτίθεται βάναυσα στο πρόσωπό μου. Τώρα καταλαβαίνω γιατί τήν ονομάζουν Windy City. Από την μια μεριά η αχανής λίμνη. Δεν υπάρχει όριο, δεν υπάρχει ορίζοντας. Μόνο κάποια βαριά σύννεφα στο βάθος. Όπου κι αν κοιτάξει κανείς χάνει την αίσθηση του χώρου. Είναι λίμνη ή θάλασσα; Από την άλλη μεριά οι ουρανοξύστες να θυμίζουν ότι βρίσκεται κανείς σε μια ‘αυτοκρατορία’. Το μέγεθος πάντα υπέβαλλε και υποβάλλει. Κάθε αυτοκρατορία θεωρούσε ένδειξη πλούτου και δύναμης την ανέγερση μεγαλοπρεπών και εντυπωσιακών σε μέγεθος κτιρίων, για να ‘πείσει’ τον κόσμο για το μεγαλείο της γνώσης, της δύναμης και του πολιτισμού της. Όλοι, εκτός ίσως από τους Έλληνες… Πού πήγε άραγε αυτό το περίφημο ‘Μηδὲν ἄγαν’; Εδώ είναι όλα ἄγαν. Η παγωνιά με στρέφει προς το κέντρο της πόλης, μακριά από την όχθη. Βαδίζω τώρα δίπλα στο ποτάμι, λιλιπούτειος ανάμεσα στα τερατώδη κτίρια. Μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς τρείς φάσεις στην οικοδομική ανάπτυξη της πόλης σε κατακόρυφο άξονα. Οι παλαιότεροι ουρανοξύστες φτιαγμένοι από μπετόν και στολισμένοι με πυργίσκους, μυθικά πτηνά στις εισόδους τους, περίτεχνα ρολόγια, ανάγλυφες παραστάσεις κι επιγραφές. Οι μεταγενέστεροι φτιαγμένοι από μέταλλο, μονοκόμματοι, συμπαγείς, απρόσωποι και καταθλιπτικοί. Οι νεότεροι φταγμένοι από γυαλί, κομψοί, με καμπυλώσεις σαν ελκυστικές γυναίκες, αντανακλούν το λιγοστό φως της μέρας. Τα αισθητικά πρότυπα αλλάζουν από εποχή σε εποχή κι η πόλη γίνεται ένα αμάλγαμα τεχνικής, τεχνολογίας και τέχνης. Μια παράξενη αίσθηση οικειότητας νιώθει κανείς σ’αυτήν την πόλη. Αισθάνομαι ότι όλες αυτές τις εικόνες τις έχω ξαναδεί, τις έχω ξαναζήσει, κι ας είναι η παρθενική μου φορά. Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι η γενιά μας έχει τόσο πολύ ‘βομβαρδιστεί’ με παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικά προγράμματα από τη Νέα Γη, έχει εμποτιστεί τόσο βαθειά με την Αμερικανική κουλτούρα, που έχει κανείς την αίσθηση ότι έχει ζήσει εδώ για πάντα. Και ξάφνου εμπρός μου ένας ουρανοξύστης με μορφή όπλου και το όνομα του νυν προέδρου της χώρας με πηχυαία γράμματα στην πρόσοψή του. Η αλαζονεία κι η οίηση δεν έχουν όρια. Κι ένας τέτοιος άνθρωπος πρόεδρος αυτής της μεγάλης χώρας; Κάτι παράξενο πρέπει να συμβαίνει εδώ…
Chicago, 11 του Νοέμβρη:
Μετακινούμαι με το λεωφορείο προς το κέντρο της πόλης. Αμέσως συνειδητοποιεί κανείς ότι εδώ είναι μια χώρα μεταναστών. Οι λευκοί είμαστε μειοψηφία. Αφροαμερικανοί και Λατινοαμερικανοί οι περισσότεροι που αντικρίζει κανείς, τουλάχιστον στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Η διαφορετικότητα είναι ο πλούτος αυτής της χώρας, σκέφτομαι. Άνθρωποι που ήρθαν από όλα τα σημεία του ορίζοντα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή συνιστούν έναν πολύχρωμο καμβά. Φαίνεται να ζούν ‘αρμονικά’ και να μην ξενίζονται καθόλου με την ποικιλομορφία γύρω τους. Αναρωτιέμαι, όμως, μήπως η ‘αρμονική’ συμβίωση δεν είναι και τόσο αρμονική; Μήπως είναι επίπλαστη; Κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, βρήκαν τελικά σ’αυτήν τη χώρα αυτό που αναζητούσαν; Τί έγινε τελικά με το περίφημο ‘Αμερικανικό όνειρο’; Κι υπάρχει άραγε η αίσθηση του ‘έθνους’, της κοινής εθνικής συνείδησης; Ή τελικά αυτή δεν είναι και τόσο απαραίτητη, για να ‘προοδεύσει’ μια κοινωνία και μια χώρα; Κατεβαίνω και περπατώ πρός το κέντρο της πόλης. Περπατώ με το κεφάλι ψηλά, εντυπωσιασμένος από το μέγεθος των κτιρίων και την επιβλητικότητά τους. Ο ήλιος κρύβεται πίσω τους· δεν υπάρχει παρά μια μικρή σχισμή μεταξύ τους, όπου μπορεί κανείς να τον συναντήσει. Οι προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα, την μεγάλη γιορτή της Δύσης, έχουν αρχίσει. Τα πολυκαταστήματα ήδη στολισμένα, τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα κατάφορτα με στολίδια και οικείες μελωδίες ηχούν παντού. Όσο κι αν είναι εμπορευματοποιημένα τα Χριστούγεννα, είναι πάντοτε γλυκά. Μέχρι το μάτι σου να πέσει στις ‘διαφημίσεις’ των κοινωνικών συσσιτίων, που υπάρχουν σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο. Εκεί η γλυκύτητα των Χριστουγέννων συντρίβεται και ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό. Είναι ειλικρινώς δύσκολο να μη σκεφτεί κανείς πώς είναι δυνατόν η μεγαλύτερη σε πλούτο και ισχύ χώρα στον κόσμο, μια υπερδύναμη, μια αυτοκρατορία να μην μπορεί να θρέψει τους υπηκόους της; Όλα εδώ, ακόμη και τα πιο αυτονόητα, τίθενται υπό αμφισβήτηση. Το φαγητό, η υγεία, η παιδεία. Τίποτε δεν είναι δεδομένο. Το κράτος δεν τα εξασφαλίζει στους πολίτες του. Θα πρέπει να φροντίσουν αυτοί για όλα. Κι αν αδυνατούν οικονομικά, τότε η μόνη ελπίδα είναι η αλληλεγγύη από τον συνάνθρωπο. Ένα μεγάλο γιατί έχει σφηνωθεί στο μυαλό μου. Γιατί;
Chicago, 12 του Νοέμβρη:
Είναι Σαββατόβραδο. Η ώρα της αρένας. Άρτος και θεάματα. Επίσκεψη στο ‘ναό’ του μπάσκετ, στο γήπεδο της τοπικής, θρυλικής ομάδας, των Ταύρων του Chicago. Το πρώτο πράγμα που συναντάει το βλέμμα μου είναι το Spirit· το τεράστιο χάλκινο άγαλμα του μεγάλου αθλητή, του ηγέτη, του ανθρώπου που άλλαξε την μοίρα της ομάδας, που έδωσε χαρά σε τόσους ανθρώπους και άφησε ενεούς πολλούς ανά την υφήλιο με τα απίστευτα επιτεύγματά του. Τί ομορφιά είχαν οι κινήσεις του στον αέρα, ένας ιπτάμενος χορευτής, όλος μια αρμονία, ένας συνδυασμός ταχύτητας, αλτικότητας, χάρης, ευφυίας και ρώμης, ένας ‘καλλιτέχνης’ με μια μπάλα καρφωμένη στο ένα του χέρι, σαν προέκταση του εαυτού του. Τα κατορθώματά του πολλά, πάρα πολλά, απαριθμούνται στον βωμό που στέκεται το άγαλμα, για να πείθουν και τον πιο δύσπιστο για το πόσο μοναδικός υπήρξε αυτός ο αθλητής. Η Δύση χρειάζεται αποδείξεις, αλλά δεν υπάρχει κι αμφιβολία ότι οι Αμερικανοί ξέρουν να τιμούν τους πραγματικά μεγάλους. Δεν ξέρω εάν είναι η νοσταλγία της παιδικής μου ηλικίας, η τρυφερή ανάμνηση μιας εποχής χωρίς έγνοιες και το γεγονός ότι μεγάλωσα βλέποντάς τον να κατακτά την μια κορυφή μετά την άλλη, αλλά…ακόμη τον θαυμάζω.
Η ατμόσφαιρα λίγο πριν τον επικείμενο αγώνα των Ταύρων πανηγυρική. Όλοι φαίνονται χαρούμενοι, με μια γλυκιά αδημονία να παρακολουθήσουν την ομάδα τους να αγωνίζεται στο στίβο. Η εβδομάδα πέρασε. Ήταν δύσκολη, πολλές οι ώρες δουλειάς, αμείλικτες οι φροντίδες της καθημερινότητας, σκληρός ο αγώνας για επιβίωση σε μιαν ανταγωνιστική κοινωνία, ζοφερή η πραγματικότητα που παρουσιάζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σαρκοβόρα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τώρα έχουν ανάγκη για λίγη χαρά. Να αφεθούν χωρίς να σκέπτονται. Απλώς να αφεθούν. Και το θέαμα τούς βοηθάει να μην σκέπτονται… Η αρένα γεμίζει με κόσμο κι ο αγώνας σε λίγο θα αρχίσει. Είναι όλα ένα show, μια σκηνοθεσία, ένα ‘ψέμα’. Μουσική, ιαχές, ταύροι μαινόμενοι να ανακλώνται μέσα στο γήπεδο, ‘φλόγες’ να βγαίνουν από παντού, η φωνή του παρουσιαστή να καλεί τον κόσμο να πάρει μέρος στη μάχη. Μια ‘πολεμική’ ατμόσφαιρα που παρασύρει και τον πιο αδιάφορο θεατή. Ένα πεδίο μάχης· σε λίγο οι μονομάχοι θα βρίσκονται στην αρένα. Οι Ρωμαίοι είναι εδώ οι πρώτοι διδάξαντες. Πρέπει η μάζα να χαλαρώσει, να πάψει να σκέπτεται, πρέπει οι μονομάχοι να απευθυνθούν στα πλέον βασικά της ένστικτα. Ο αγώνας αρχίζει και μας παρασέρνει στον καταιγιστικό του ρυθμό. Στα διαλείμματα πάντοτε κάτι συμβαίνει. Κάποιο event. Μαζορέτες ή παιδάκια να χορεύουν στο γήπεδο, παιδαριώδεις διαγωνισμοί, ακροβάτες να κάνουν πιρουέτες στον αέρα πριν ‘καρφώσουν’ την μπάλα στο καλάθι, φανέλες των Ταύρων να πέφτουν από την οροφή του γηπέδου και άνθρωποι κάθε ηλικίας να προσπαθούν ‘λαίμαργα’ να τις πιάσουν. Μια οχληρή ανοησία. Κι όλα αυτά αδιάλειπτα, συνεχόμενα, χωρίς ανάσα. Δεν υπάρχει ούτε δευτερόλεπτο για τον θεατή να χαλαρώσει. Εδώ είναι show και πρέπει να ζήσει κανείς την κάθε στιγμή του. Δεν αργεί να έρθει η ώρα που όλη αυτή η υπερβολή κουράζει, αλλά τότε… υπάρχει ο αγώνας. Το βασικό ‘προϊόν’ είναι υψηλής ποιότητας. Αυτοί οι ‘υπερφυσικοί’ αθλητές, που ‘μαγεύουν’ με τις ικανότητες και το ταλέντο τους. Οι Ταύροι τελικώς θα νικήσουν στο τελευταίο δευτερόλεπτο. Ο ενθουσιασμός στο γήπεδο φθάνει στο απόγειό του. Όλοι αποχωρούν μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Μια γλυκιά ευφορία αποτυπώνεται στα πρόσωπά τους. Ήταν μια ωραία βραδιά. Τί περισσότερο θα μπορούσε να ζητήσει κανείς για το Σαββατόβραδό του…
Chicago, 13 του Νοέμβρη:
Σήμερα ανέβηκα στο Willis Tower, στο ψηλότερο κτίριο της πόλης. Από ψηλά πάντοτε έχεις μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Οι ψηφίδες του μωσαϊκού ενώνονται. Δεν υπάρχουν πουθενά βουνά ή λόφοι. Κανένα ύψωμα. Όσο μπορεί να δεί το μάτι, μια απέραντη επίπεδη έκταση απλώνεται παντού μέσα στη γλίσχρα ομίχλη. Μακρείς δρόμοι διασχίζουν τη γη, παράλληλοι, σαν χαρακιές στο σώμα της, χωρίς τέλος. Μακριές φωτισμένες γραμμές μες στο λυκόφως που σιμώνει. ‘…σαν μια σειρά κεράκια αναμμένα…’. Κι άλλοι δρόμοι, φιδωτοί αυτοί, να διαπλέκονται μεταξύ τους σε πολυεπίπεδους κόμβους. Απ’ αυτό το ύψος μπορεί κανείς να διακρίνει και το Route 66, τον αχανή, τον ιστορικό, τον δρόμο της μεγάλης εξόδου προς τη γη της επαγγελίας, την οδική αρτηρία, που ξεκινάει από εδώ και καταλήγει στη Santa Monica, στην Καλιφόρνια, διασχίζοντας όλη την ήπειρο κατά πλάτος. Από την άλλη μεριά, το ποτάμι, σκοτεινό σαν γαγάτης, κυλάει μαιανδρικά ανάμεσα στους ουρανοξύστες, ζωτικής σημασίας, σαν το νερό που ποτίζει και θρέφει τις ρίζες τεράστιων δένδρων, μέχρι να εκβάλλει λυτρωτικά στην απεραντοσύνη της λίμνης. Κι η διαδρομή του μακριά, από τα βάθη του Αμερικανικού νότου, από το Mississippi και τον κόλπο του Μεξικού, μέχρι εδώ πάνω στο βορρά της μεγάλης αυτής χώρας και τις παρυφές του παγωμένου Καναδά. Κι εδώ ψηλά είναι που συνειδητοποιεί κανείς την έλλειψη του Θεού. Σκέφτομαι πόσο διαφορετική είναι η Αμερική από την Ευρώπη. Στην Ευρώπη όπου κι αν ταξιδέψει κανείς, από το πιο μικρό χωριό και πολίχνη έως την μεγαλύτερη πρωτεύουσα θα διαπιστώσει ότι κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη και ζωή των οικισμών έχει ένας ναός, μια εκκλησία, που όχι σπάνια αποτελεί το πιο επιβλητικό κτίριο και το σημαντικότερο αξιοθέατο. Όσο κι αν έχει διαστρεβλωθεί η έννοια του Θεού σε Δύση κι Ανατολή, φαίνεται να είναι παρούσα, τουλάχιστον ως σύμβολο. Εδώ στη Νέα Γη δεν έχουν ανάγκη το Θεό και γι’ αυτό τον εξοβέλισαν. Πουθενά, όσο κι αν προσπαθήσω, δεν μπορώ να διακρίνω μιαν εκκλησία. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλές και διαφορετικών δογμάτων, όμως καμμιά εμφανής. Εδώ κυρίαρχος είναι ο άνθρωπος και τα τεχνολογικά του επιτεύγματα. Εδώ στα 442 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της γης σκέφτομαι την Ακρόπολη. Σκέφτομαι πως μια πόλη-κράτος, στην ακμή της πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος της, στον κολοφώνα της δόξας της, ανάλογη ίσως σε δύναμη με μια σύγχρονη ‘αυτοκρατορία’, επιλέγει στο πιο περίοπτο σημείο της να κατασκευάσει έναν ναό στη θεά-προστάτιδα της. Όχι κρεμαστούς κήπους ή φάρους, μαυσωλεία ή πυραμίδες, πύργους ή ουρανοξύστες, αλλά μιαν εκκλησία. Κι αυτό, δίχως άλλο, δείχνει τον προσανατολισμό του πολιτισμού της. Όσο παντοδύναμος κι αν αισθάνεται ο άνθρωπος, συνειδητοποιεί τα όρια του, συνειδητοποιεί ότι υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να κατακτήσει, να κατανοήσει, να ελέγξει. Υπάρχει κάτι πέρα και πάνω από αυτόν, κάτι που έρχεται να σκιάσει τη δύναμη του και να τον επαναφέρει από τα ιλιγγιώδη ύψη πίσω στη γη, εκεί από που προήλθε και εκεί όπου θα καταλήξει.
Chicago, 14 του Νοέμβρη:
Σήμερα αποφάσισα να επισκεφτώ το The Art Institute of Chicago. ‘… και μες στην τέχνη πάλι ξεκουράζομαι από τη δούλεψή της…’. Ένα κτίριο κατασκευασμένο σύμφωνα με τα αισθητικά πρότυπα της κλασικής Ελλάδας, με κορινθιακούς κίονες και αετώματα στην πρόσοψή του και μιαν υπέροχη συλλογή έργων μοντέρνας ζωγραφικής στο εσωτερικό του. Όλοι οι μεγάλοι εμπρεσιονιστές και εξπρεσιονιστές, κυβιστές και φωβιστές βρίσκονται εδώ. Βυθίζεται κανείς στην ομορφιά και την ‘ασκήμια’, γιατί δεν είναι μόνο η ομορφιά, κατά τα κλασικά πρότυπα, που συγκινεί. Ό,τι είναι προϊόν ταλέντου κι αλήθειας είναι ικανό να εντυπωσιάσει το μάτι και ν’αγγίξει την ψυχή. Και πόσο μακριά πήγε την τέχνη ο ανθρώπινος νούς. Έδωσε προοπτικές και απεικονίσεις στην πραγματικότητα, που ούτε κάν είχαμε εμείς οι ‘μέσοι’ άνθρωποι φανταστεί. Εδώ ο κόσμος που βρίσκεται γύρω μου είναι πολύ διαφορετικός απ’ αυτόν του λεωφορείου. Λευκοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ‘καλοβαλμένοι’, εραστές της τέχνης. Μαζί μ’αυτούς κι εγώ…Εδώ υπάρχουν και τα America Windows του Marc Chagall, του μεγάλου Ρώσου, που έζησε ως κοσμοπολίτης χωρίς ίσως να το θέλει. Που έζησε στο Παρίσι μέσα στην απόλυτη ένδεια, κόβωντας μια ρέγγα στα δύο, για να φάει το κεφάλι την μια μέρα και την ουρά την επόμενη, αλλά και μέσα στην απόλυτη δημιουργική έκσταση. Που ζωγράφιζε γυμνός, για να μη λερώσει τα μοναδικά ρούχα που διέθετε. Που το 1941, κυνηγημένος λόγω της εβραϊκής του ρίζας, μπαίνει σε ένα πλοίο με τη γυναίκα του και βρίσκει καταφύγιο, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, στην Αμερική. Ποτέ δεν ένιωσε τη Νέα Υόρκη σπίτι του, ποτέ δεν ενσωματώθηκε πραγματικά στην Αμερικανική κοινωνία, ποτέ δεν έμαθε Αγγλικά. ‘Μου πήρε 30 χρόνια να μάθω κακά Γαλλικά, γιατί να προσπαθήσω να μάθω Αγγλικά;’ έλεγε χαρακτηριστικά. Πάντοτε όμως ήταν ευγνώμων στην μεγάλη αυτή χώρα, που φιλόξενα τον καλωσόρισε και τον αποδέχτηκε τη στιγμή της μεγάλης χρείας. ‘Η Γαλλία είναι μια εικόνα ήδη ζωγραφισμένη. Η Αμερική όχι ακόμη. Γι’αυτό ίσως νιώθω πιο ελεύθερος εδώ. Αλλά όταν δουλεύω στην Αμερική είναι σαν να φωνάζω μέσα σε ένα δάσος. Δεν υπάρχει ηχώ’. Η Αμερική υπήρξε πάντοτε tabula rasa, τουλάχιστον όσον αφορά στην τέχνη. Δέχθηκε όλες τις επιρροές από τη ‘γηραιά ήπειρο’ κι έδωσε τη δυνατότητα με την ανεκτικότητα και την ανοχή της σε φωτισμένους δημιουργούς να πάνε την επιστήμη και την τέχνη πιο μακριά. Αν αναλογιστεί κανείς πόσοι άνθρωποι, συγγραφείς, επιστήμονες, καλλιτέχνες βρήκαν μια νέα πατρίδα εδώ και μιαν αφορμή για καινούρια δημιουργία, στην πιο τραγική ώρα της Ευρώπης, στα χρόνια που οδήγησαν στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, θα κατανοήσει τη σημασία που έχει αυτή η μεγάλη χώρα για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Όσο κι αν κανείς μισεί την υπερβολή, την έλλειψη πνευματικότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και ουσιαστικής ελευθερίας στη χώρα αυτή, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι σαν φιλόξενη μάνα αγκάλιασε τα μεγάλα πνεύματα του αιώνα μας και τούς έδωσε τη δυνατότητα να ανθίσουν. Κι αυτή η αγκαλιά ήταν τελικά που έκανε αυτή τη χώρα μεγάλη.
Η εικόνα αποτελεί λεπτομέρεια, για την ακρίβεια τo πέμπτο και έκτο panel, από τα America Windows, που φιλοτέχνησε ο Chagall το 1977 με αφορμή τον εορτασμό των 200 χρόνων της Αμερικής και δώρισε ειδικά στην πόλη του Chicago και στο Art Institute. Το έργο αποτελείται από έξι panels, ζωγραφισμένα σε μπλέ γυαλί (βιτρώ), που αναφέρονται στις τέχνες και πιο συγκεκριμένα στη μουσική, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία, το θέατρο και το χορό, αποτίοντας φόρο τιμής στην Αμερική, ως μια χώρα πολιτισμικής και θρησκευτικής ελευθερίας. Στα αριστερά διακρίνει κανείς έναν αρλεκίνο να εγχειρίζει μια μάσκα σ’έναν ηθοποιό. Μ’αυτήν την παράσταση ο Chagall αναφέρεται στη δραματική τέχνη. Ακριβώς από κάτω αναπαρίσταται μια ανθρώπινη φιγούρα να κρατάει ένα menorah, σύμβολο του Ιουδαϊσμού, που επέλεξε εδώ ο καλλιτέχνης ως σύμβολο ανεξιθρησκείας ενάντια στο θρησκευτικό φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Στα δεξιά αναπαρίσταται η τέχνη του χορού και κάποιοι από τους ουρανοξύστες της πόλης του Chicago. Το έργο εντυπωσιάζει με την ένταση και τη λαμπρότητα του χρώματος, όπως αυτό αναδεικνύεται με τη δύναμη του φωτός.
Παρακάτω ακούστε και δείτε μιαν απρόοπτη μουσική συνύπαρξη του πατέρα των blues του Chicago, Muddy Waters, στη δύση της ζωής του, με τους Rolling Stones, μια βραδιά κάπου στο Chicago, το 1981, που χωρίς καμμιά αμφιβολία πολλοί θα ευχόμαστε να είχαμε υπάρξει εκεί.