‘Όλοι χρωστάμε στη Φύση έναν θάνατο και θα πρέπει να περιμένουμε ότι θα ξεπληρώσουμε αυτό το χρέος’
Sigmund Freud
‘’Ανέστη Χριστός καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος’
Iωάννης Χρυσόστομος
Χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου είναι αυτός της φθοράς και του θανάτου. Δυο είναι οι τρόποι που μπορούν να οδηγήσουν σε έναν φυσικό, μη βίαιο θάνατο: το γήρας και η νόσος. Τις τελευταίες δεκαετίες, με την πρόοδο της ιατρικής και την επιμήκυνση του προσδόκιμου επιβίωσης, ολοένα και περισσότεροι σε σχέση με παλαιότερα άνθρωποι φτάνουν στο φυσικό τέλος λόγω γήρατος και η πορεία αυτή είναι μακρά και επώδυνη, καθώς ο άνθρωπος καλείται να συμφιλιωθεί με την αδυσώπητη φθορά. Οι αλλαγές που επισυμβαίνουν σε όλους τους ιστούς του ανθρώπινου οργανισμού είναι πολλές και αναπόφευκτες. Ο χειρουργός και συγγραφέας Atul Gawande τίς περιγράφει με ‘σοκαριστική’ λεπτομέρεια στο βιβλίο του ‘Being mortal’ *. Τα δόντια μας επικαλύπτονται από την αδαμαντίνη, τον σκληρότερο ιστό του οργανισμού μας, παρά ταύτα, καθώς περνούν τα χρόνια, τα δόντια όπως και τα οστά μας ‘μαλακώνουν’ και μέχρι την ηλικία των 60 χρόνων θα έχουμε χάσει κατά μέσον όρο το 1/3 των δοντιών μας· ενώ στην ηλικία των 80 περίπου το 40% από εμάς δεν θα έχουν καθόλου δόντια. Γι’αυτό δεν ευθύνεται μόνο η φυσική φθορά αλλά συμβάλλουν και γεγονότα όπως η αρθρίτιδα, ο τρόμος αλλά και μικροεγκεφαλικά επεισόδια που κάνουν τη σωστή περιποίηση των δοντιών μας σχεδόν αδύνατη. Στους μυς, στις αρθρώσεις, στα αγγεία και στις βαλβίδες της καρδιάς αρχίζει με την πάροδο των χρόνων να εναποτίθεται ασβέστιο και αυτά γίνονται σκληρά και δύσκαμπτα. Το ασβέστιο ‘διαρρέει’ από τον σκελετό μας, που γίνεται πιο αδύναμος και επιρρεπής σε κατάγματα, και αθροίζεται σε άλλους ιστούς οδηγώντας στη δυσλειτουργία τους. Πάνω από 50% από εμάς θα έχουμε υψηλή αρτηριακή πίεση στην ηλικία των 65 και η καρδιά μας θα είναι ελαφρώς υπερτροφική, ενώ η ανά λεπτό καρδιακή παροχή αίματος στον οργανισμό μας αρχίζει να φθίνει σταθερά ήδη από την ηλικία των 30 και επέκεινα. Οι μύες μας ατροφούν και στην ηλικία των 80 θα έχουμε χάσει μεταξύ του 1/4 και του 1/2 της μυικής μας μάζας. Χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο στους ηλικιωμένους ανθρώπους, όπου οι μύες στην παλάμη, στη βάση του αντίχειρα, έχουν αδυνατίσει τόσο πολύ που πλέον υπάρχει κενό αντί των μυών του θέναρος. Το διάστημα μεταξύ των αρθρώσεων ‘καταρρέει’ οδηγώντας σε πόνους και κινητικά προβλήματα, ενώ όσο μεγαλώνουμε διαρκώς χάνουμε κινητικούς νευρώνες και μαζί τη δεξιότητα να κάνουμε πράγματα όπως πχ να γράψουμε ένα μήνυμα στο κινητό μας τηλέφωνο. Ο εγκέφαλος μας συρρικνώνεται. Στην ηλικία των 30, ο εγκέφαλος μόλις και μετά βίας χωράει στο κρανίο μας· στην ηλικία των 70 υπάρχουν σχεδόν 2.5 εκατοστά περιθώριο μεταξύ κρανίου και εγκεφάλου. Αυτός είναι ο λόγος που οι ηλικιωμένοι άνθρωποι είναι πιο ευάλωτοι σε εγκεφαλικές αιμορραγίες μετά από μια πτώση ή ένα χτύπημα. Πρώτα αρχίζουν να ατροφούν οι μετωπιαίοι λοβοί, που είναι υπεύθυνοι για την κρίση και την ικανότητα σχεδιασμού και μετά ο ιππόκαμπος που είναι υπεύθυνος για την μνήμη. Στην ηλικία των 85 το 40% από εμάς θα έχει έναν βαθμό άνοιας. Τα μαλλιά μας χάνουν τη χρωστική τους ουσία, γκριζάρουν και τελικά υποχωρούν. Στο δέρμα μας οι μηχανισμοί αποβολής των παραπροϊόντων του μεταβολισμού εκπίπτουν και έτσι αθροίζεται μια ουσία που λέγεται λιποφουσκίνη, που προκαλεί τις καφέ κηλίδες που συχνά βλέπουμε στο δέρμα των πρεσβυτών. Στα μάτια μας ο φακός αρχίζει να ‘κιτρινίζει’ με τα χρόνια. Στα 60 μας, η ποσότητα φωτός που φτάνει στον αμφιβληστροειδή, στο βάθος δηλαδή του ματιού, είναι το 1/3 αυτής στην ηλικία των 20. Για να μην αναφέρει κανείς την πρεσβυωπία που τυπικά ξεκινάει την 5η δεκαετία της ζωής αλλά και τον καταρράκτη. Παρόμοια φθίνουσα πορεία ακολουθεί κι η ακοή μας. Επίσης, καθώς γερνάμε η λόρδωση της σπονδυλικής στήλης σπρώχνει το κεφάλι μας προς τα εμπρός και γι’αυτό συχνά οι ηλικιωμένοι δυσκολεύονται να καταπιούν και ‘πνίγονται’ όταν τρώνε. Είναι σαν να προσπαθεί κανείς να φάει κοιτώντας ψηλά. Με μαθηματική ακρίβεια θα ‘πνιγεί’. Όπως έλεγε πολύ εύστοχα ο γεροντολόγος Felix Silverstone ‘το γήρας είναι μια συνεχής σειρά από απώλειες’ ή όπως γλαφυρά έγραψε ο Philip Roth στο Everyman ‘το γήρας δεν είναι μια μάχη, αλλά ένα μακέλεμα’.
Αυτοί όμως που δεν θα είναι αρκετά τυχεροί ή άτυχοι να ‘βιώσουν’ τη φυσική φθορά του γήρατος και τον θάνατο εξαιτίας του, είναι πιθανό να προσβληθούν από κάποια σοβαρή χρόνια ασθένεια που μπορεί τελικώς να τούς στερήσει τη ζωή. Όσο το σώμα μας δουλεύει αρμονικά, κανείς δεν το αντιλαμβάνεται και λίγοι ίσως εξ’ημών το εκτιμούν. Όταν όμως αρχίσει η δυσλειτουργία τότε αμέσως συνειδητοποιούμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Φανταστείτε ότι οδηγείτε στον αυτοκινητόδρομο και το αυτοκίνητό σας αρχίζει να κάνει κάποιο θόρυβο και μετά από λίγο η μηχανή σταματάει να λειτουργεί. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ελάχιστους ίσως τούς είχε απασχολήσει το γεγονός ότι λειτουργούσε σωστά ή το πώς ή γιατί λειτουργούσε σωστά. Αυτό θεωρείται δεδομένο. Όταν όμως παρουσιαστεί η βλάβη, τότε οργιζόμαστε, αγανακτούμε, απογοητευόμαστε, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε γιατί να συμβεί αυτό σε εμάς, ενώ εάν ο θόρυβος σταματήσει προς στιγμή, τότε πιθανόν να αρνηθούμε ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα και να θεωρήσουμε ότι ήταν τυχαίο· σπάνια όμως είναι. Όσο κι αν αγνοήσουμε εμείς το πρόβλημα, δεν θα μάς αφήσει αυτό να το αγνοήσουμε εντελώς… Το ίδιο συμβαίνει και με την ασθένεια. Τα ίδια ακριβώς συναισθήματα βιώνουμε. Και μετά ακολουθεί ο Γολγοθάς της διάγνωσης, η αβάστακτη αναμονή μέχρι να μάς ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, η αγωνία και ο φόβος του αγνώστου-πώς είναι να ζεί κανείς και να πεθαίνει με κάποια σοβαρή νόσο;- αλλά και η μύχια ελπίδα ότι όλα αυτά μπορεί να είναι ένα ψέμα, μια κακόγουστη φάρσα. Κι όταν η διάγνωση είναι πια βεβαία αρχίζει ο άλλος Γολγοθάς, αυτός της θεραπείας και της προσαρμογής στην νέα καθημερινότητα. Γιατροί και νοσηλευτές που είτε λόγω ανεπαρκούς εκπαίδευσης είτε λόγω φυσικής και ψυχικής εξάντλησης αδυνατούν να προσεγγίσουν τον ασθενή με ανθρώπινη ζεστασιά, ένα αίσθημα από την μεριά του πάσχοντος αποξένωσης και απίστευτης μοναξιάς, ένα αίσθημα ότι κανείς δεν τον καταλαβαίνει, ότι κανείς δεν τον συμπονά. Και μετά έρχεται η αδυναμία να κάνει ο ασθενής όλα αυτά που ήταν αυτονόητα για εκείνον μέχρι σήμερα. Δυσκολία να αναπνεύσει, αδυναμία να περπατήσει, εξάντληση από τους πόνους· μικρά καθήκοντα της καθημερινής ζωής φαντάζουν πια υπεράνθρωποι άθλοι. Ασθενείς που βλέπουν το ανέβασμα μιας σκάλας σαν το ανέβασμα στο Everest, ασθενείς που δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι τους, γιατί είναι εξαρτημένοι 24 ώρες την ημέρα από το οξυγόνο, ασθενείς που χάνουν τους φίλους τους, γιατί δεν μπορούν πλέον να έχουν κοινωνική ζωή και νιώθουν ότι αποτελούν βάρος για όλους, ασθενείς που βυθίζονται στα χρέη και την οικονομική απόγνωση, αφού πλέον αδυνατούν λόγω της νόσου τους να εργαστούν, ασθενείς που η σχέση τους με το σύντροφό τους κλονίζεται, γιατί δεν μπορούν να ανταποκριθούν πια σε όσα περιμένουν οι άλλοι απ’αυτούς. Μια στιγμή αποκάλυψης της αρρώστιας και όλα έρχονται πάνω-κάτω, όλα ανατρέπονται, όλα αλλάζουν. Σ’ όλα αυτά θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και την αγνωσία του κοινωνικού περιβάλλοντος στο δράμα που βιώνει ο ασθενής, ιδιαίτερα όταν τα σημεία της ασθένειας δεν είναι ορατά με την πρώτη ματιά· και αυτό κάνει το άχθος για τον πάσχοντα ακόμη πιο δυσβάστακτο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια νεαρή ασθενή μας, γύρω στα 30, που λόγω καρδιακής ανεπάρκειας, συγκέντρωνε μεγάλη ποσότητα υγρού στην κοιλιά της. Όσο κι αν αφαιρούσαμε το υγρό ήταν μάταιο, αφού αυτό υποτροπίαζε σύντομα και η κοιλιά της ήταν διαρκώς ‘φουσκωμένη’. Όχι σπάνια κάποιος από το κοινωνικό της περιβάλλον τή ρώταγε : ‘είστε έγκυος;’· κι αυτή χαμογελούσε πικρά και τού απαντούσε: ‘όχι· πεθαίνω…’.
Πώς μπορεί άραγε ο άνθρωπος να απαλύνει το βάρος της φθοράς, του γήρατος και της ασθένειας; Υπάρχει τρόπος να διατηρήσουμε μια αξιοπρεπή ποιότητα ζωής μέσα σ’αυτήν τη φυσική έκπτωση; Υπάρχει τρόπος να συνεχίσουμε να έχουμε μια καλή ζωή; Κι ακόμη μπορεί η φιλοσοφία να μάς βοηθήσει σε αυτό; Οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν στη φιλοσοφία μια πρακτική αξία, αλλά και ο Montaigne έλεγε ότι ‘το φιλοσοφείν είναι να μάθει κανείς πώς να πεθαίνει’. Η Havi Carel, καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Bristol αλλά και ασθενής η ίδια, μιας και πάσχει από μια σπανιότατη, χρόνια και απειλητική για τη ζωή νόσο των πνευμόνων, προσεγγίζει το ζήτημα στο βιβλίο της Illness **. Εκεί, φωτίζει δυο φιλοσοφικές ματιές πάνω στο θέμα. Η μια είναι του Έλληνα φιλοσόφου των ελληνιστικών χρόνων Επίκουρου και η άλλη του Γερμανού φιλοσόφου του 20ου αιώνα Martin Heidegger. Ο Επίκουρος υποστηρίζει ότι είναι εντελώς παράλογο να φοβάται κανείς τον θάνατο, αφού είναι εντελώς άσχετος, κατ’ ακρίβειαν είναι το άκρον αντίθετο της ζωής. Όσο ζούμε ο θάνατος δεν μπορεί παρά να είναι απών και επομένως ποιός ο λόγος να μάς απασχολεί κάτι που δεν υφίσταται. Όταν πεθαίνουμε, από την άλλη μεριά, παύουμε να υπάρχουμε και επομένως να έχουμε οποιαδήποτε συναισθήματα, όπως ο φόβος. Για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης γίνεται σαφές ότι ο άνθρωπος δεν φοβάται τον θάνατο καθ’εαυτόν αλλά μάλλον την πορεία προς τον θάνατο, τη βάσανο του γήρατος και της αρρώστιας. Ο Επίκουρος έρχεται να προτείνει μια θεραπεία για να ξεπεράσουμε το φόβο αυτό, το περίφημο τετραφάρμακον: Μη φοβάσαι το Θεό. Μην ανησυχείς για το θάνατο. Ό,τι είναι καλό είναι εύκολο να αποκτηθεί. Ό,τι είναι τρομερό είναι εύκολο κανείς να το αντέξει. Οι θεοί για τον Επίκουρο δεν ασχολούνται με τα ανθρώπινα. Ούτε τιμωρούν ούτε επιβραβεύουν τους ανθρώπους. Το περισσότερο που μπορούν να αποτελέσουν για τους ανθρώπους είναι ενίοτε πρότυπα συμπεριφοράς και τίποτε παραπάνω. Γι’αυτό μάς καλεί να τους ‘αγνοήσουμε’ και να πάψουμε να ζούμε με την προκατάληψη και τον φόβο μιας τιμωρίας είτε στην παρούσα είτε στη μέλλουσα ζωή. Δεν υπάρχει καμμιά Δαμόκλειος σπάθη να επικρέμεται από πάνω μας. Ο Επίκουρος μάς προτρέπει να ζήσουμε ελεύθερα. Όταν μάς λέει πως ό,τι είναι καλό είναι εύκολο να αποκτηθεί αναφέρεται σε όλα εκείνα που μπορεί να αναζητήσει και κατακτήσει ο άνθρωπος εντός του, γνωρίζοντας τον εαυτό του, σε αντίθεση με ό,τι προέρχεται έξωθεν που μπορεί να είναι εφήμερο και επισφαλές. Ο πλούτος, η δόξα, η εξουσία δεν είναι σταθερά θεμέλια για να βασίσει κανείς την ευτυχία του. Αντίθετα, η αρετή, η ολιγάρκεια, η γνώση, η αδέσμευτη σκέψη, η φιλία κι οι αληθινές ανθρώπινες σχέσεις αποτελούν εχέγγυα ευτυχίας και κανείς δεν μπορεί να μας τα υφαρπάξει όσο ζούμε. Κι ακόμη υποστηρίζει ότι δεν θα πρέπει να φοβόμαστε ότι πεθαίνοντας θα χάσουμε όσα απολαμβάνουμε σ’αυτήν τη ζωή. Μια στιγμή πραγματικής ευτυχίας είναι ισοδύναμη με μιαν αιωνιότητα ευτυχίας. Και επιπλέον, την ευτυχία μπορεί να τη βρεί κανείς στο παρόν, εδώ και τώρα. Τέλος, όταν λέει ότι ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει τα τρομερότερα δεινά, αναφέρεται ίσως στο προσωπικό του παράδειγμα. Λέγεται ότι έπασχε από φρικτούς πόνους που του προκαλούσαν οι πέτρες στα νεφρά του, αλλά κατάφερνε να τους ξεχνά με το κρασί και τη συντροφιά καλών φίλων. Σήμερα, η ιατρική επιστήμη έχει σίγουρα πολλά περισσότερα μέσα να προσφέρει, προκειμένου να κάνει τη ζωή των ασθενών πιο ανθρώπινη.
Ο Heidegger από την άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι ο θάνατος είναι εντελώς προσωπικός, διαρρηγνύει κάθε δεσμό με τον κόσμο, είναι βέβαιος αλλά ταυτόχρονα κι απροσδιόριστος. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό του είναι που γεννάει την αγωνία του θανάτου. Όλοι γνωρίζουμε ότι θα πεθάνουμε αλλά αγνοούμε το πότε και πώς. Ο Γερμανός φιλόσοφος μάς προτρέπει να ‘θυμόμαστε’ το θάνατό μας κάθε μέρα. Να έχουμε μνήμη θανάτου. Με άλλα λόγια μάς προτρέπει να έχουμε κάθε στιγμή της μέρας μας την αίσθηση του πεπερασμένου του βίου μας αλλά ταυτόχρονα και μια σύνολη εποπτεία του. Κάθε στιγμή οφείλουμε να σκεφτόμαστε τη ζωή μας ως μιαν ενότητα ‘παρελθόν-παρόν-μέλλον (θάνατος)’ και να εντάσσουμε κάθε μας πράξη στο πλαίσιο αυτό. Να έχουμε δηλαδή μια πλήρη εικόνα του μωσαϊκού της ζωής μας, ώστε να γνωρίζουμε την ακριβή θέση κάθε ψηφίδας σε αυτό. Τότε μόνον μπορούμε να ζούμε αυθεντικά (eigenlichkeit). Κι αυθεντικά δεν σημαίνει, όπως καταλαβαίνω, ηθικά ή με αρετή κατ’ανάγκη· δεν σημαίνει ίσως ούτε καν ευτυχισμένα. Ο Heidegger δεν μάς προτρέπει να ακολουθήσουμε τη μια ή την άλλη κατεύθυνση και πολύ περισσότερο δεν μάς επιβάλλει το πώς θα πρέπει να μοιάζει η ζωή μας. Νομίζω ότι αυθεντικά σημαίνει συνειδητά και με βάση πάντα τις δικές μας προσωπικές ανάγκες και σε καμμιά περίπτωση τις επιταγές των άλλων. Όπως ο θάνατος μας είναι εντελώς προσωπικός, έτσι πρέπει να είναι και η ζωή μας. Ο Heidegger κατά βάση μιλά για την αυτογνωσία, που μπορεί να οδηγήσει σε μια ζωή έξω από κοινωνικές συμβάσεις, τάσεις και θέσφατα και επομένως ελεύθερη. Όταν κανείς ζεί και ενεργεί με συνείδηση της σημασίας και αξίας που έχουν οι πράξεις του ως κρίκοι μιας πολύ συγκεκριμένης αλυσίδας, που δεν είναι άλλη από την προσωπική του ζωή, δεν μπορεί παρά να αποφεύγει όλα όσα δεν εκφράζουν πραγματικά την ύπαρξή του (Da-Sein). Η Havi Carel έρχεται να ‘μεταφράσει’ αυτές τις φιλοσοφικές απόψεις στην καθημερινότητά της τονίζοντας τη σημασία του να ζεί κανείς το Τώρα. ‘Ο ρευστός χρόνος συμπυκνώνεται’, μάς λέει, ‘σε μια κρυστάλλινη σταγόνα του Τώρα’, της μιας και μοναδικής στιγμής. Η ζωή δεν είναι ούτε μικρή ούτε μακρά. Το μήκος της είναι σχετικό. Εξαρτάται με το τί θέλει να πετύχει κανείς και ποιοί είναι οι στόχοι του. ‘Όταν ακούω’ συνεχίζει ‘ανθρώπους να λένε ‘‘σχεδιάζω να κάνω το γύρο του κόσμου σε δυο χρόνια, αφού πρώτα πάρω την προαγωγή μου’’ συνταράσσομαι μέσα μου από την Ύβρη τους’. Για την Carel, που δεν γνωρίζει εάν αύριο θα ζεί, έχουν αλλάξει οι προτεραιότητες της ζωής της. Δεν είναι πια σημαντικά για αυτήν οι δημοσιεύσεις ή η ακαδημαϊκή αναγνώριση, που οι περισσότεροι συνάδελφοί της θα επιθυμούσαν. Η ευτυχία βρίσκεται στο παρόν: το να κάθεται και να απολαμβάνει τον ήλιο, να ακούει μιαν ωραία μουσική, να γελά τόσο δυνατά μέχρι να της κοπεί η ανάσα, να κάθεται δίπλα στη θαλπωρή της φωτιάς, να ξυπνά μετά από έναν βαθύ ύπνο, να βιώνει τη φιλία, την αγάπη και την ομορφιά. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Carel γίνεται αυτονόητο ότι δεν χρειάζεται κανείς να αρρωστήσει, προκειμένου να εκτιμήσει την αξία του Τώρα, την αξία της κάθε στιγμής της ζωής του. Μ’αυτόν τον τρόπο, το μάθημα θανάτου γίνεται μάθημα ζωής.
Το βάρος της φθοράς και της έκπτωσης όμως δεν χρειάζεται να το σηκώσει ο ασθενής μόνος του. Τόσο η Carel όσο και ο Gawande αναφέρονται εκτενώς στη στάση των επαγγελματιών της υγείας, των γιατρών, νοσηλευτών, ψυχολόγων κ.α. απέναντι στον πάσχοντα ασθενή. Αναρωτιούνται, βάση της προσωπικής τους εμπειρίας, γιατί συχνά οι επαγγελματίες χάνουν (ή συμπεριφέρονται σαν να έχουν χάσει) την ανθρωπιά τους όταν βρίσκονται στον εργασιακό τους χώρο και δεν αντιμετωπίζουν τον ασθενή το ίδιο ανθρώπινα και φυσικά, όπως θα συνέβαινε εάν κάποιος δικός τους, ο σύντροφός τους ή ένας φίλος τους, έπασχε από μια σοβαρή νόσο. Η κλασική μέχρι σήμερα προσέγγιση της ασθένειας από τους γιατρούς ήταν η νατουραλιστική. Αυτή πρεσβεύει ότι τα φυσικά φαινόμενα είναι αρκετά προκειμένου να εξηγήσουν τον κόσμο που βρισκόμαστε και επομένως και την ασθένεια. Σήμερα, αντίθετα προς την νατουραλιστική προτείνεται ως εναλλακτική η φαινομενολογική προσέγγιση. Η κατανόηση των μηχανισμών της ασθένειας δεν επαρκεί. Αυτό που απαιτείται είναι η κατανόηση της προσωπικής βιωμένης εμπειρίας της ασθένειας από τον ίδιο τον ασθενή. Η ίδια ασθένεια μπορεί να βιώνεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από διαφορετικούς ασθενείς και ως εκ τούτου απαιτείται και μια εντελώς διαφορετική στάση από τον γιατρό ή τον νοσηλευτή κάθε φορά. Η κατάθλιψη επί παραδείγματι, εάν τη δεί κανείς νατουραλιστικά, αποτελεί μια δυσλειτουργία της εγκεφαλικής λειτουργίας στο επίπεδο των νευροδιαβιβαστών, που διαταράσσει τα επίπεδα της σεροτονίνης στον εγκέφαλο. Εάν όμως τη δεί κανείς φαινομενολογικά, συγκεφαλαιώνει όλα εκείνα τα συμπτώματα αλλά και συναισθήματα που βιώνει ο ασθενής, δηλαδή την ανορεξία, την απώλεια βάρους, τις ‘μαύρες’ σκέψεις, την αδιαφορία για τα πάντα, την αβάστακτη αγωνία του τέλους. Εύκολα κατανοεί κανείς τη διαφορά των δύο προσεγγίσεων. Εύκολα κατανοεί κανείς ότι η δεύτερη προσέγγιση είναι πιο ανθρώπινη και λιγότερο απόμακρη από το πραγματικό πρόβλημα του ασθενούς. Οι γιατροί μπορούν να συνδράμουν σημαντικά, ώστε οι ασθενείς τους να έχουν λόγο στις αποφάσεις που λαμβάνονται γι’ αυτούς και να μπορέσουν να ζήσουν μέσα στη νόσο τους με τη στοιχειώδη ποιότητα ζωής που αξίζει ο κάθε άνθρωπος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παραδοσιακή ‘πατερναλιστική’ συμπεριφορά ‘θα σου πω εγώ τί είναι καλό για σένα’ του γιατρού προς τον ασθενή έχει αποτύχει και δεν μπορεί πλέον να αποτελεί τη βάση επικοινωνίας με τον πολύ πιο ενημερωμένο και ‘απαιτητικό’ σε σχέση με παλαιότερα ασθενή του σήμερα. Ομοίως και η ‘πληροφορική’ (informative) προσέγγιση, όπου ο γιατρός απλώς παραθέτει τα γεγονότα (αποτελέσματα εξετάσεων, διάγνωση, πρόγνωση κτλ) και τις θεραπευτικές επιλογές και μετά αφήνει εντελώς το βάρος της επιλογής και απόφασης στον ασθενή του, φαίνεται να είναι ανεπαρκής. Ο ασθενής με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζεται ως καταναλωτής· είναι σαν να βρίσκεται σε ένα μαγαζί με αυτοκίνητα, ο πωλητής να τού παρουσιάζει τις επιλογές προς πώληση και αυτός να καλείται να αποφασίσει τί θα αγοράσει. Η χρησιμότερη ίσως για τον ασθενή προσέγγιση φαίνεται να είναι η ‘ερμηνευτική’ (interpretive). O γιατρός καλείται να ανιχνεύσει και εκμαιεύσει τις πραγματικές ανάγκες αυτού του ενός και μοναδικού ασθενούς που έχει απέναντί του. Το τί πραγματικά επιθυμεί από τη ζωή του (όσο λίγη κι εάν είναι αυτή…), ποιές είναι οι δικές του εντελώς προσωπικές προτεραιότητες. Και μετά να τού μιλήσει για το κόκκινο και το μπλε χάπι και να τόν βοηθήσει να πάρει μιαν απόφαση για τη θεραπεία του, που θα είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στον τρόπο ζωής και τις ανάγκες του. Στη σκολιά πορεία μέσα από μια σοβαρή ασθένεια, η συνδρομή και αρωγή από επαγγελματίες που έχουν την ικανότητα να ακούνε, να καταλαβαίνουν, να διαισθάνονται και να αισθάνονται τον πάσχοντα ασθενή τους μπορεί να δράσει καταλυτικά στο να αμβλύνει τη φυσική και ψυχική έκπτωση.
Το ερώτημα όμως παραμένει αμείλικτο και ξαναγυρίζει στον άνθρωπο που βιώνει τη φθορά. Γιατί απογοητεύμαστε κάθε φορά που αναγνωρίζουμε μια επιπλεόν ρυτίδα στο πρόσωπό μας ή ακόμη λιγότερα μαλλιά στο κεφάλι μας; Τί είναι αυτό που μάς λυπεί; Είναι ματαιοδοξία επειδή η εικόνα μας θα αλλοιωθεί; Επειδή θα πάψουμε να είμαστε πια νέοι και όμορφοι και άρα να αρέσουμε και να είμαστε αποδεκτοί και αγαπητοί από τους γύρω μας; Ή μήπως αντιλαμβανόμαστε όλες αυτές τις μικροαλλαγές στην εμφάνισή μας ως την αρχή μιας πορείας που αναπόδραστα οδηγεί στο θάνατο; Είναι με άλλα λόγια η λύπη και η απογοήτευσή μας ένα άλλο ένδυμα της αγωνίας του θανάτου; Ή μήπως τελικά η φθορά και ο θάνατος είναι κάτι τόσο παρά φύσιν, ο ύστατος παραλογισμός, κι ο άνθρωπος είναι τόσο πολύ προορισμένος και προγραμματισμένος για τη ζωή, που αντιδρά μ’όλο του το είναι σε μια τέτοια πτώση; Για την πίστη των Πατέρων της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας έχω την αίσθηση ότι αυτή η τελευταία σκέψη έχει θεμελιακή αξία. Η ανθρώπινη φύση εμπεριέχει το σπέρμα της θείας φύσης και ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά να έχει προσανατολισμό και κατεύθυνση αθανασίας. Για τη χριστιανική πίστη η επίγεια ζωή μας δεν είναι παρά ένα κλάσμα του χρόνου μας. Δεν είναι παρά ένας προθάλαμος της αιώνιας ζωής μας, που τεντώνεται σαν τόξο στο άπειρο του χρόνου. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η ζωή που ζούμε στη γη δεν έχει αξία ή αποτελεί απλώς μια παρένθεση. Κάθε άλλο· αλλιώς θα ήταν κενή περιεχομένου η ενανθρώπιση του Θεού και η επί γης παρουσία του. Απλώς, δεν τελειώνουν όλα εδώ. Και γι’ αυτό το λόγο δεν έχει νόημα να λυπάται κανείς που γερνά ή φθείρεται. Ο θάνατος δεν αποτελεί το τέλος, αλλά αντίθετα μια νέα αρχή. Και η μετά θάνατον ζωή δεν είναι μια θεωρητική ιδέα, ένα νεφέλωμα, μια οπτασία. Για τους αληθινά πιστεύοντες είναι μια πραγματικότητα τόσο ορατή όσο αυτή που βιώνουμε γύρω μας. Επιστέγασμα αυτής της νέας ζωής είναι η ανάσταση ψυχών και σωμάτων. Η ανάσταση γίνεται δυνατή μέσα από ένα οξύμωρο. Ο θάνατος νικάται θανάτω. Ο Χριστός πρέπει να γευτεί την αγωνία του θανάτου και να πεθάνει, όπως ο καθένας από εμάς, προκειμένου να αναστηθεί. Δεν υπάρχει ανάσταση χωρίς θάνατο. Κι εάν αναστηθεί ο Ένας, τότε μαζί θα ακολουθήσουν όλοι. Η ανάσταση των σωμάτων μάς έχει περιγραφεί ιδιαιτέρως ζωηρά από τον προφήτη Ιεζεκιήλ στο όραμα που θα ακούσουμε να διαβάζεται απόψε το βράδυ στις εκκλησιές μας αμέσως μετά την περιφορά του Επιταφίου. ‘Ο Κύριος με έλαβε δια της χειρός Του και με εξήγαγεν…αφού με έφερε σε κατάσταση εκστάσεως και με τοποθέτησε εν μέσω μιας πεδιάδος. Η πεδιάδα δε αυτή ήταν γεμάτη από ανθρώπινα οστά. Και με περιέφερε γύρω-γύρω από τα οστά και είδα ότι ήσαν παρά πολλά, καταλαμβάνοντα όλην την επιφάνεια της πεδιάδος, ήσαν δε τελείως ξηρά…και είπε ο Κύριος προς με: ‘‘Κήρυξε εις τα οστά αυτά και είπε προς αυτά: Σεις, τα οστά τα ξηρά, ακούσατε λόγον Κυρίου’’. Και κήρυξα, συμφώνως προς την εντολή του Κυρίου. Ενώ δε εγώ εκήρυττα, συνέβη τούτο: Ιδού έγινε σεισμός και τα οστά πλησίασαν το ένα το άλλο, κατά τρόπον αρμονικό. Και είδα μετά θαυμασμού ότι ανεφύοντο εις αυτά νεύρα και σάρκες και επάνω εις αυτά προέβαλλε δέρμα, αλλά πνεύμα ζωής δεν υπήρχε εις αυτά. Και ο Κύριος είπε προς με: ‘‘Κήρυξε προς το πνεύμα, κήρυξε, υιέ ανθρώπου και είπε προς αυτό… εκ των τεσσάρων ανέμων, ελθέ, ω πνεύμα και εμφύσησε εις τα άψυχα αυτά σώματα, ώστε να αποκτήσουν ζωή’’. Και κήρυξα, συμφώνως προς την εντολή του Κυρίου. Και εισήλθεν εις αυτά το ζωογόνο πνεύμα και έγιναν ζώντα και εστάθησαν στα πόδια τους, ήσαν δε πλήθος αναρίθμητο…’ (Ιεζεκιήλ, 37, 1-14). Η μεγαλύτερη ίσως δυσκολία του σημερινού ανθρώπου είναι να πιστέψει στην ανάσταση των νεκρών, να πιστέψει ότι δεν υπάρχει έρεβος και ανυπαρξία μετά θάνατον αλλά φως και μια άλλη ζωή. Οι Πατέρες εμπιστεύονται τους θεόπτες, εμπιστεύονται τους προφήτες· ο Θεός δεν είναι ιδέα ή μια ασαφής ανώτερη δύναμη· είναι ο ‘Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ· είναι Θεός ζώντων και όχι νεκρών’ δια στόματος του ίδιου του Ιησού Χριστού.
Ο τρόμος και η αγωνία μπροστά στον επερχόμενο θάνατο έχει απασχολήσει και πολλούς λογοτέχνες, οι οποίοι έχουν επιχειρήσει να ανατέμνουν την ψυχή των μελλοθάνατων ηρώων τους. Όμως, κανείς άλλος ίσως δεν το έχει κάνει με το υπαρξιακό βάθος, τη διορατικότητα και τη ‘χειρουργική’ ακρίβεια ενός Τολστόι. Στο διήγημά του Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς *** ο Βάνια, ένας μεσήλικας ανώτατος, εξαιρετικά ευυπόληπτος και επιτυχημένος κατά τα κοινωνικά πρότυπα, δικαστικός υπάλληλος πέφτει και χτυπά στα πλευρά του καθώς κρεμάει τις κουρτίνες στο σπίτι του. Από εκείνη τη στιγμή και μετά αρχίζει να υποφέρει από φρικτούς πόνους, που αντί να υποχωρούν οξύνονται, αρχίζει να υποφέρει από μιαν ‘αδιόρατη’ και απροσδιόριστη ασθένεια. Μεγαλοσχήμονες γιατροί τόν επισκέπτονται στο κρεβάτι του πόνου, αλλά παρά το στόμφο, την έπαρση και την αλαζονεία της ‘μεγαλοσύνης’ τους αδυνατούν να τον βοηθήσουν. Σύντομα γίνεται σαφές ότι ο Βάνια δεν έχει καμμιά ελπίδα και ο θάνατος του είναι αργά ή γρήγορα αναπόφευκτος. Ο Βάνια αναλίσκεται από την ασθένεια, λιώνει, σβήνει σιγά-σιγά, το σώμα του και οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν μέρα με την ημέρα, αλλά ακόμη πιο δυσβάστακτη από τη σωματική έκπτωση είναι η τύρβη της ψυχής του, η ηθική του οδύνη. Ο ήρωας βιώνει δυο βασανιστικά συναισθήματα. Το ένα είναι το ψέμα· κανείς δεν τού λέει την αλήθεια· ούτε οι γιατροί, που ενώ δεν έχουν ιδέα για τη διάγνωση τού προτείνουν κάποια ασαφή εγχείρηση σπέρνωντας ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση στον ήδη ταλαιπωρημένο Βάνια, αλλά ούτε και οι ‘δικοί’ του άνθρωποι, που προσπαθούν να τον αποφύγουν υποκρύπτωντας την αλήθεια. Θέλει να ακούσει την αλήθεια, που ήδη φυσικά υποψιάζεται, θέλει να ακούσει ότι πεθαίνει. Κάτι τέτοιο όσο βαρύ κι αν είναι μπορεί ταυτόχρονα να είναι και λυτρωτικό, αφού πάντοτε ο άνθρωπος διατηρεί έναν σπόρο αμφιβολίας και αβάσιμης ελπίδας μέσα του, ωθούμενος από την ορμέμφυτη ανάγκη του να ζήσει. Το δεύτερο συναίσθημα είναι αυτό της μοναξιάς. Νιώθει ότι κανείς δεν τον συμπονάει αληθινά, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που θα ήθελε να τον καταλάβουν και να τον συμπονέσουν. Ακόμη πιο βασανιστικός όμως στην πορεία προς το τέλος είναι ο απολογισμός που κάνει ο Βάνια για τη ζωή του. Αφού αναπολεί την αγνότητα των παιδικών του χρόνων, τις ομορφότερες στιγμές της ζωής του, συνειδητοποιεί πικρά ότι δεν έζησε τη ζωή του όπως θα έπρεπε ή θα ήθελε. ‘Και όσο απομακρυνόταν από τα παιδικά του χρόνια, όσο πλησίαζε το παρόν, τόσο πιο ασήμαντες και αμφίβολες γίνονταν οι χαρές…ο γάμος…τόσο αναπάντεχα και η απογοήτευση…ο αισθησιασμός, η υποκρισία! Κι εκείνη η νεκρή υπηρεσία και οι έγνοιες για τα λεφτά, και να κυλάνε έτσι ένα, δύο, δέκα, είκοσι χρόνια κι όλο τα ίδια και τα ίδια. Και όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο μεγάλωνε η νέκρα. Σαν να κατέβαινα με σταθερό βήμα από ένα βουνό, ενώ εγώ φανταζόμουν ότι σκαρφάλωνα σ’αυτό. Αυτό ήταν. Για την κοινή γνώμη, εγώ σκαρφάλωνα στο βουνό, ενώ σιγά-σιγά κάτω από τα πόδια μου γλιστρούσε και έφευγε η ζωή…’ Αυτό είναι τελικώς το μέγιστο ερώτημα, το μέγιστο ζητούμενο. Το ερώτημα είναι περί της ζωής και όχι περί του θανάτου. Το ερώτημα και ζητούμενο είναι πώς, ανεξάρτητα από τα πιστεύω που τελικώς κανείς ενστερνίζεται στη ζωή του, μπορούμε να ζήσουμε αυθεντικά και αληθινά, πώς μπορούμε να εκμηδενίσουμε τη ‘νέκρα’ όσο ζούμε, τόσο που όταν έρθει η ώρα του απολογισμού και της εξόδου, να μπορέσουμε να κοιτάξουμε βαθιά και ειλικρινά μέσα μας και να πούμε: ‘ναι, αυτήν τη ζωή άξιζε κανείς να την έχει ζήσει’.
Μεγάλη Παρασκευή 2019
* Being mortal, Atul Gawande, Profile books & Wellcome collection, 2014.
** Illness, Havi Carel, Acumen, 2013.
*** O θάνατος του Ιβάν Ιλίτς, Νουβέλες και διηγήματα, Τόμος Β’, Λεβ Τολστόι, μετάφραση από τα ρωσικά Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδόσεις Ροές/Ρώσοι συγγραφείς, 2006.
Ακούστε παρακάτω έναν λαϊκό βιολάτορα, έναν άνθρωπο που κατόρθωσε να νικήσει τη φυσική φθορά, την τυφλότητα, με το βάθος της ψυχής και το μεγαλείο της εκφραστικής του δεινότητας. Είμαι απολύτως βέβαιος ότι αυτός ο σπουδαίος καλλιτέχνης θα νικήσει και τον θάνατο και τη λήθη, όπως συμβαίνει με κάθε αληθινό καλλιτέχνη, που μέσα από το έργο του συνεχίζει να συγκινεί και να συνεγείρει τις ψυχές των ανθρώπων για πολλά χρόνια μετά το τέλος.
https://www.youtube.com/watch?v=2ND8a0YdWJM
Η εικόνα αναπαριστά την Εἰς Ἄδου Κάθοδον, που αποτελεί την εικονογραφική αναπαράσταση της Ανάστασης κατά τη θεολογία της Ορθόδοξης Ανατολικής παράδοσης. Ο αναστημένος Χριστός έχει συντρίψει τις πύλες του Άδη και πατά πάνω τους· με το αριστερό χέρι του κρατάει τον Σταυρό, ενώ ταυτόχρονα τείνει το δεξί του χέρι, για να σηκώσει τον πεπτωκότα Αδάμ. Δίπλα του απεικονίζεται η Εύα να προτείνει το χέρι της παρακλητικά προς τον Χριστό. Η εικόνα προέρχεται από την μονή του Μεγάλου Μετεώρου, είναι ανώνυμη δημιουργία και χρονολογείται στον 15ο ή 16ο αιώνα.