Τα νηπενθή

‘…αὐτίκ’ ἄρ’ ἐς οἶνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον,

νηπενθές τ’ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων…’

Οδύσσεια, Δ’, στιχ. 220-221

‘Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα 

να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα

στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;’

‘Ύπνος’, Κώστας Καρυωτάκης (1921)

Αθήνα, Πρώτο Νεκροταφείο: 

Άνοιξη, στο κέντρο των Αθηνών, ένα Κυριακάτικο δροσερό πρωινό, μια μέρα εκτυφλωτικής ζωής, μια περιήγηση σ’έναν τόπο θανάτου, αλλά και σε μια από τις πιο όμορφες υπαίθριες γλυπτοθήκες της πόλης, στην ‘τελευταία κατοικία’, κατά πως λένε, μερικών από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους που γέννησε αυτός ο λαός. Πολλά τα οικεία ονόματα κι ακόμη περισσότερα τα όμορφα ταφικά μνημεία, δείγματα πλούτου και υψηλής αισθητικής. Το μάτι δεν αργεί να πέσει στην ‘Κοιμωμένη’, που στολίζει το μνήμα της Σοφίας Αφεντάκη· σ’αυτόν τον ακρογωνιαίο λίθο της νεοελληνικής γλυπτικής. Η νεαρή, μόλις 18 ετών, Σοφία αναπαρίσταται να αργοπεθαίνει-ή μήπως κοιμάται;- ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατο, αντί της νυφικής ευνής που ποτέ της δεν γνώρισε, κρατώντας στο αριστερό χέρι το σταυρό επάνω στο νεανικό της στήθος. Το σφρίγος της νιότης και της μορφής της έκδηλο παρά την τραγική κατάληξη που προοιωνίζεται. Μα ναι, μοιάζει περισσότερο να κοιμάται παρά να πεθαίνει. Μια μεταφυσική ελπίδα ίσως να αχνοφαίνεται εδώ· ο θάνατος είναι ύπνος και ο κοιμώμενος ξυπνά σε μιαν άλλη ζωή; Άλλωστε, Ύπνος και Θάνατος ήταν δίδυμα αδέλφια σύμφωνα με τους μύθους μας. Η σύλληψη του καλλιτέχνη εδώ μοναδική· δεν μπορεί να χωρέσει ο νους του ανθρώπου ότι ένα κορίτσι στην ακμή της νιότης της ‘φεύγει’, δεν μπορεί να μην υπάρχει ελπίδα. Η Σοφία Αφεντάκη δεν άφησε έργο πίσω της, για να τήν θυμάται κανείς γι’αυτό· μένει αθάνατη όμως ως η αρχετυπική μορφή του νεανικού θανάτου και του άφατου παραλογισμού που τόν συνοδεύει. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο αφημένο δίπλα στο δεξί χέρι της Σοφίας δεν ξέρω εάν αποτελεί φόρο τιμής στα νιάτα της ή σε αυτόν που εμφύσησε πνοή στο μάρμαρο. Λίγο μετά τη σμίλευση του έργου ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο δημιουργός του, θα αρχίσει να βυθίζεται στην άβυσσο της ‘τρέλας’. 14 ολόκληρα χρόνια έγκλειστος στο φρενοκομείο της Κέρκυρας, και μετά σχεδόν άλλα 30 απομονωμένος στο χωριό του, στον Πύργο της Τήνου, βόσκωντας τα πρόβατά του και παλεύοντας με τους ‘δαίμονές’ του. Λίγα τα ολοκληρωμένα έργα, πολλά τα σπαράγματα, σαν την σπαράσσουσα ψυχή του. Αρκετά όμως για να τόν αποκαταστήσουν στη συνείδησή μας ως τον miglior fabbro della scultura materna…αιωνία του η μνήμη.

Αγία Πετρούπολη, Νεκρόπολις Λαύρας Αλεξάνδρου Νιέφσκυ: 

Πρώτη μέρα του χρόνου. Η θερμοκρασία έχει βουτήξει στους μείον 15 βαθμούς Κελσίου· ασήμαντη λεπτομέρεια γι’ αυτήν την πόλη του βορρά και τους κατοίκους της. Ο ήλιος όμως παραμένει δυνατός και όμορφος, καρφωμένος σ’ έναν καταγάλανο ουρανό. Στο τέλος μιας ‘ατέλειωτης’ λεωφόρου, που αναβλύζει από τον Νιέβα και φέρει το όνομα του πρίγκιπα-αγίου, του ήρωα όλων των Σκυθών, βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι και δίπλα σε αυτό μια ‘πόλη νεκρών’. ‘Νεκρόπολις’ διαβάζει κανείς στην επιγραφή στα Ρωσικά. Και τι νεκρών; Των μαϊστόρων της τέχνης. Glinka, Borodin, Glazunov, Mussorgsky, Balakirev, Rimsky-Korsakov. Όλοι βρίσκονται εδώ. Και δίπλα-δίπλα δυο μέγιστοι. Δυο βασανισμένες ψυχές, αλλά και ψυχών διφήτορες. Δυο αυθεντικοί καρδιογνώστες. Ο Fyodor Mikhailovich Dostoyevsky και ο Piotr Ilyich Tchaikovsky.  Στο μνήμα του Fyodor Mikhailovich υπάρχει μια σεμνή προτομή κι από κάτω αντί άλλης επιγραφής το εδάφιο από το κατά Ιωάννην ‘ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει’. Ο κόκκος πρέπει να πεθάνει για να βλαστήσει, να δώσει καρπούς. Ο θάνατος γεννά τη ζωή. Την αληθινή ζωή. Θάνατος κι έρωτας. Αληθινός έρωτας. ‘ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν’…η συνέχεια, που έρχεται να ερμηνεύσει. Και τί σπορά άφησε πίσω της αυτή η ψυχή αλήθεια; Κανείς ίσως στην ιστορία της λογοτεχνίας δεν ‘παρασκεύασε’ την ανθρώπινη ψυχή με τέτοια ακρίβεια ανατόμου, προκειμένου να μας την αποκαλύψει σ’όλο το μεγαλείο και την δυσωδία της και να την ξανασυνθέσει μετά. Ελάχιστα βήματα πιο δίπλα, το σήμα του Piotr Ilyich. Αυτός ο χείμαρρος της μελωδίας, που έριξε τον εαυτό του στα παγωμένα νερά του Νιέβα προκειμένου να δώσει τέλος στη ζωή του, αυτός ο αδιάκοπος flâneur, αυτός που αμφιταλαντεύτηκε βάναυσα μεταξύ της ελευθερίας της φύσης του και των κοινωνικών συμβάσεων, αυτός που πάθαινε νευρικό κλονισμό κάθε φορά που έπρεπε να σταθεί μπροστά σε μια ορχήστρα και να την διευθύνει· κρατούσε, λένε, το κεφάλι του με το αριστερό του χέρι και διύθηνε με το δεξί του μόνο, φοβούμενος ότι το κεφάλι του θα ξεκολλήσει από τους ώμους. Αυτός που εν τέλει ξεγύμνωσε την ψυχή του χωρίς περιστροφές και μάς την πρόσφερε αντίδωρο στην Τραγική, τελευταία συμφωνία του. Το μνήμα του στολίζουν δυο άγγελοι, ένας καθισμένος στα πόδια του συνθέτη στη γη και ένας με τα φτερά ανοιγμένα, έτοιμος να πετάξει στον ουρανό. Μου έρχονται στο μυαλό οι στίχοι του άλλου ‘καταραμένου’ ποιητή από το ‘Άλμπατρος’: ‘στων νεφελών ο Ποιητής τον ηγεμόνα μοιάζει, που θύελλες στοιχειώνει και τοξότες ξεφτελίζει’. Ίπταται στις νεφέλες ο Ποιητής· όσο κι αν φαίνεται να πατάει στη γη, δεν είναι μαζί μας, δεν μπορεί να ανήκει εδώ. Όσο πατάει στη γη, οι φτερούγες του είναι τόσο μεγάλες που τόν κάνουν να τρεκλίζει. Ανήκει στον ουρανό. Και ξέρει να αψηφά τα βέλη του θανάτου…Το κορμί μου μαργώνει αλλά πνεύμα και ψυχή έχουν πλέον ζεσταθεί. Σκέφτομαι· αυτή δεν είναι πόλις νεκρών. Πόλις αθανάτων είναι…

Βιέννη, Κεντρικό Νεκροταφείο (Wiener Zentralfriedhof):

Μια συννεφιασμένη μέρα μιας άνοιξης στη Βιέννη. Θυμίζει πιο πολύ φθινόπωρο. Θαμπός ο ήλιος· μια υγρή ζέστη. Πόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς αυτό το κοιμητήρι! Χαμένος σε γειτονιές της πόλης, κάπου στις παρυφές, μακριά από το κέντρο της, προσπαθώ να εκμαιεύσω μια πληροφορία· πώς θα φτάσω ίσαμε εκεί; Τα Γερμανικά μου ανύπαρκτα, τα Αγγλικά τους καχεκτικά. Ανακούφιση όταν μετά από κάμποση ώρα βλέπω μπροστά μου την επιγραφή ‘Wiener Zentralfriedhof’.  Όλες οι οδοί σε φέρνουν στον κήπο των Μουσουργών. Beethoven, Brahms, Schubert, οικογένεια Strauss, Wolf, και λίγο πιο πέρα Schönberg, Ligeti, Zemlinsky.  Μόνο εάν σε αναγνωρίσει η Βιέννη θα μείνεις αθάνατος. Και μέσα σ’ αυτόν τον κήπο των αθανάτων ένα άγνωστο και παράξενο όνομα. Nicolaus Dumba. Στο μνήμα του στέκεται ένας νεαρός έφηβος με τον χιτώνα του ριγμένο στα πόδια κι ένα παγώνι σιμά. Σκέφτομαι : τί ιεροσυλία είναι αυτή; Ποιός είναι αυτός ο ‘άγνωστος’ μέσα στους γίγαντες; Ποιός μπορεί να ‘σταθεί’ δίπλα στον Ludwig, έστω και νεκρός; Το όνομα μοιάζει Ελληνικό και είναι. Νικόλαος Δούμπας. Η οικογένεια του από την Μακεδονία, έμποροι και βιομήχανοι, αυτός γέννημα-θρέμμα Βιεννέζος, έζησε τον 19ο αιώνα, ασχολήθηκε με την υφαντουργία, αλλά το μεγάλο του πάθος υπήρξαν οι τέχνες. Και τις συνέδραμε γενναιόδωρα, όσο κανείς άλλος στην εποχή του. Με δική του δωρεά φτιάχτηκε η περίφημη Musikverein, αλλά και τόσα άλλα περικαλλή κτίρια στην αυτοκρατορική Βιέννη. Και πόσα χειρόγραφα μεγάλων μουσουργών διασώθηκαν χάρη σ’αυτόν και μεταγγίστηκαν στην ανθρωπότητα! Έλληνας μιας ακμαίας διασποράς· τότε που ο ελληνισμός διατηρούσε ακόμη μιαν οικουμενικότητα. Ένας αυθεντικός Μαικήνας. Ποτέ δεν ξέχασε τις ρίζες του. Ευεργέτησε την πατρίδα φτιάχνωντας σχολεία την ώρα της μεγάλης χρείας αλλά και κόσμισε το ‘κλεινόν ἄστυ’ παραγγέλνοντας στους αδελφούς Hansen την νεοκλασική τριλογία της Αθήνας· Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο, Ακαδημία. Μα τί βιομήχανος ήταν άραγε αυτός που τού άρεσε να κάνει παρέα με έναν Schubert και έναν Wagner; Που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην τέχνη; Γιατί σπανίζουν τέτοιοι άνθρωποι; Πόσο ταλέντο σπαταλήθηκε και σπαταλιέται, γιατί δεν υπήρξε κάποιος κάποτε να το συντρέξει προκειμένου να ανθίσει; ‘Πόνος’ και χαρά ανάμεικτη με συνέχει στη σκέψη ότι μπορεί να μην είχαμε ποτέ γνωρίσει έναν Schubert, εάν δεν είχε υπάρξει ένας Δούμπας. Άξια αναπαύεσαι δίπλα στους αληθινά μεγάλους… μακάριε…

Bενετία, Κοιμητήρι του San Michele:

Μια μέρα του Οκτώβρη. Υγρασία. Καμμία έκπληξη. Το βαπορέτο προσεγγίζει το νησί. Ομίχλη παντού. Μικρές σταγόνες μιας ισχνής βροχής πέφτουν επάνω μας. Το γαιώδες βαμμένο τείχος του San Michele προβάλει μέσα από ένα χαμηλό σύννεφο ομίχλης. Σαν μια πόλη στον ουρανό. Μια νεφελοκοκκυγία. Και πάνω από αυτό, εκείνα τα άσπετα κυπαρίσσια, σκούρα σαν τον θάνατο, τα δέντρα της θλίψης, σαν τα αιώνια δάκρυα του Κυπάρισσου στους μύθους μας, αλλά και ‘γέφυρα’ μεταξύ ουρανού και γης. Πένθιμα και νηπενθή την ίδια στιγμή, όπως καθετί σχετικό με τον θάνατο στην παράδοσή μας. Στο τμήμα του κοιμητηρίου που επιγράφεται ‘Greco’ βρίσκονται αναπαμένοι οι δυο μεγάλοι Ρώσοι. Ο Sergei Diaghilev κι ο Igor Stravinsky. Οι δυο μεγάλοι- μαζί τους κι εκείνο το αερικό, ο Nijinsky– που συντάραξαν το Παρίσι, τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, που χάραξαν πρωτόγνωρα μονοπάτια στις τέχνες της μουσικής και του χορού κι έκαμαν όλον τον κόσμο να μιλάει γι’ αυτούς.  Épatez les bourgeois! Σαν άλλη Marianne. Από την μια ο ιμπρεσάριος που αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του συνθέτη και είχε την τόλμη να παρουσιάσει τα μπαλέτα του. Δεκάδες pointes κείνται στο μνημείο του, σεμνό ανάθημα από μπαλαρίνες απ’ όλες τις γωνιές της γης. Από την άλλη μια απλή μαρμάρινη πλάκα μ’ένα σταυρό για τον Ποιητή, για εκείνον που μηχανεύτηκε ήχους που δεν είχε ξανακούσει το ανθρώπινο αυτί, για τον συνθέτη-πειραματιστή, για τον άνθρωπο που έσωσε και την ίδια ακριβώς στιγμή δόξασε την τονικότητα της μουσικής την ώρα που αυτή κινδύνευε να χαθεί μια για πάντα. Ανανέωσε την μουσική, όσο ίσως κανείς άλλος, λύνοντας τους αρμούς της, παραμορφώνοντας και αλλοιώνοντας την, για να τής δώσει μιαν άλλη μορφή και μια μοναδική, νέα αλκή. Ένας ακόμη ατέρμων περιηγητής, ένας πλάνης, ένας κοσμοπολίτης. Ρωσία, Ελβετία, Γαλλία, Hollywood· για να καταλήξει γαλήνιος στην Γαληνοτάτη. Επάνω στην πλάκα του βρίσκονται αχιβάδες και νομίσματα και λίγα κόκκινα λουλούδια, ταπεινά αφιερώματα των προσκυνητών. Υδάτινος ο δρόμος που οδηγεί στο βασίλειο των νεκρών και άτεγκτος ο λεμβούχος θα απαιτήσει τα πορθμεία. Προσκυνώ κι εγώ αφήνοντας λίγα λουλούδια και φεύγω μέσα στο σύννεφο. Γιατί άραγε ο Ποιητής επέλεξε να ‘τελειώσει’ στη Βενετία (ή μήπως δεν το επέλεξε;); Μήπως για να παραμείνει για πάντα δίπλα στο φίλο του ή για κάποιον άλλο λόγο; Κανείς ίσως δεν θα μάθει. Η φωνή του Αλιμούσιου ηχεί λαγαρή μέσα από τους αιώνες. ‘’Ανδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πάσα γῆ τάφος…

Παρίσι, Κοιμητήρι του Μontparnasse:

Πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. Ακόμη το θέρος καλά κρατεί. Ζέστη πολλή. Τελευταία μέρα στην πόλη των Φώτων. Μια βόλτα στο γειτονικό κοιμητήρι, στο Montparnasse. Αυτός ο χώρος, αυτό το πρωινό, αυτήν την ώρα μού γεννά μιαν ανερμήνευτη ευφροσύνη. Γιατί άραγε; Τα ψηλά κι όμορφα δέντρα ρίχνουν την πυκνή σκιά τους στους διάσημους νεκρούς κι εγώ κοντοστέκομαι για λίγο στο μνήμα του Sartre και της De Beauvoir. Μια σεμνή πλάκα, με τα ονόματά τους σκαλισμένα, ‘στολισμένη’ με δεκάδες χείλια σε κάθε δυνατή απόχρωση του κόκκινου. Ένας ασπασμός από τα κορίτσια στον μεγάλο υπαρξιστή· σ’αυτόν που με τη σκέψη του συνέβαλε στο να ζήσει ο άνθρωπος των καιρών μας λίγο πιο ελεύθερος. Αλλά και στην συνοδοιπόρο του στη ζωή, στην μεγάλη φεμινίστρια και συγγραφέα. Λίγο πιο πάνω ο τάφος του Ionesco. ‘Προσευχήσου σε… και εγώ δεν ξέρω ποιόν· Στον Ιησού Χριστό, ελπίζω’, διαβάζει κανείς. Στο μυαλό μου έρχεται το άλλο εκείνο ‘Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος’ πάνω σ’έναν άλλο τάφο, εκεί ψηλά στα ενετικά τείχη της πόλης, στον προμαχώνα του Μαρτινέγκο. Ποιός άραγε να έχει δίκιο; Ο συγγραφέας του παραλόγου ή ο περήφανος Κρητικός; Δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Δεν υπάρχει ίσως καν απάντηση. Η περιήγηση μου συνεχίζεται. Προσπαθώ να εντοπίσω το μνήμα του Baudelaire. Κάπου εδώ θα πρέπει να βρίσκεται σύμφωνα με τον χάρτη. Μια νεαρή Ρουμάνα με σταματάει και με ρωτά. Μήπως είδατε το φιλί του Brâncuși ; Όχι, δεν το είδα. Ας ψάξουμε μαζί. Τα μάτια μας σαρώνουν τον χώρο, τα μνήματα πολλά, ο χάρτης δυσεπίλυτος γρίφος. Ξαφνικά το βλέμμα μου πέφτει σ’ένα όνομα οικείο. Cornelius Castoriadis. Δεν είναι δυνατόν να είναι θαμμένος εδώ. Ο χάρτης του κοιμητηρίου δεν αναφέρει τίποτε, μήτε κι ο ταξιδιωτικός οδηγός. Ένα ρίγος βαθιάς συγκίνησης με διαπερνά αντικρίζοντας τον τάφο. Αντί πλάκας ένα παρτέρι και μέσα του φυτεμένο ένα αδύναμο, φτενό δεντρί ελιάς. Στη βάση του μια δίγλωσση επιγραφή. Ηράκλειτος. ‘Ψυχῆς πείρατα ἰών οὐκ ἄν ἐξεύροιο πάσαν ἐπιπορευόμενος ὁδὸν· οὕτω βαθύ λόγον ἔχει’. Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις, όσο μακριά κι αν ο δρόμος σε πάει· τόσο βαθύ λόγο έχει. Αυτό είναι λοιπόν το επιστέγασμα της ζωής του μεγάλου στοχαστή; Αυτό είναι ό,τι αληθινά υπάρχει; Μια ελιά και ένα fragmento του Ηράκλειτου. Θαυμάζω και θλίβομαι μαζί. Θαυμάζω που εδώ στα ξένα, ένας  Έλληνας, και τί  Έλληνας, δίνει μαρτυρία πολιτισμού και με τη ζωή αλλά και με το θάνατό του. Δεν μπορούν τα στήθια μου να μη γεμίσουν περηφάνια. Είμαστε από τον ίδιο πολιτισμό καμωμένοι. Αλλά βαθιά μέσα μου θλίβομαι. Νιώθω ότι δεν υπάρχει χειρότερη τροπή στην μοίρα ενός ανθρώπου από το να αφήσει τη στερνή πνοή του στην ξενιτιά. Ο Καστοριάδης έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Γαλλία, μίλησε, έγραψε, στοχάστηκε στα Γαλλικά, εδώ έκανε την οικογένειά του, εδώ ήταν η ζωή του. Ο άνθρωπος όμως είναι δέντρο κι έχει ρίζες. Και ρίζες είναι ο τόπος που γεννήθηκε και ανατράφηκε και γλώσσα η γλώσσα που τον νανούρισε η μάνα του και σκέψη η σκέψη των προγόνων του. Ο άνθρωπος όσο κι αν είναι κοσμοπολίτης, έχει πατρίδα. Κι όταν φεύγει μακριά, το δέντρο ξεριζώνεται κι ο ομφάλιος λώρος κόβεται βάναυσα. Και όταν πλέον επιστρέφει, γη και σποδός, φωλιάζει στο πάτριο χώμα και τα διεστώτα συναιρούνται ξανά. Τί άλλο παρά μια μεταθανάτια κραυγή νόστου είναι αυτός ο τάφος; Αυτός ο τάφος που όλος βοά Ελλάδα. Συγκλονισμένος παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Μύχια μέσα μου εύχομαι: ‘Θεέ μου, ας μην μας αξιώσεις μιας τέτοιας τύχης!᾽

Πηγές

-‘ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πάσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ᾽ἐκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἤ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται᾽. ‘Γιατί των ανθρώπων των ξεχωριστών τάφος είναι η γη ολόκληρη· και δεν φανερώνει το όνομά-τους μιας στήλης η επιγραφή στην πατρική-τους χώρα μόνο· και στα ξένα μέρη σε καθενός την ψυχή μέσα φωλιάζει άγραφη η θύμηση-όχι τόσο για το έργο που έκαμαν· πιο πολύ για το φρόνημα τους’. Επιτάφιος Θουκυδίδου, 43, 3-4, μτφ Ι.Θ. Κακριδή, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2006.

-‘Άλμπατρος’, από τα ‘Άνθη του Κακού’, Charles Baudelaire, μτφ Γ. Κεντρωτή, εκδόσεις Gutenberg, 2018

-Γιαννούλης Χαλεπάς, Η τραγική ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη, Χρ. Σαμουηλίδης, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005

-Masters of Russian Music, M.D.Calvocoressi & G. Abraham, Duckworth, London, 1936

-Igor Stravinsky, Jonathan Cross, Reaktion books, 2015

Η εικόνα αναπαριστά μια από τις πολλές εκδοχές του φιλιού του Ρουμάνου γλύπτη Constantin Brâncuși (1876-1957).

Ακούστε παρακάτω ένα σκοπό της ξενιτιάς από τα Κύθηρα, τον περίφημο Μεσσαρίτικο, παιγμένο και τραγουδισμένο από τον λαϊκό βιολάτορα και ερευνητή της μουσικής μας Νίκο Οικονομίδη.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Τα νηπενθή”

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s