‘Κι εγώ ονειρεύομαι άλλη ψυχή
ντυμένη με άλλα ρούχα
να φλέγεται, καθώς τρέχει
από την ατολμία προς την ελπίδα’
‘Ευρυδίκη’, Αρσένι Ταρκόφσκυ
Αυτές οι ελάχιστες γραμμές είναι αφιερωμένες στον Αντρέι Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκυ (1932-1986): κάποιες λίγες εικόνες από τις ταινίες του που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στην μνήμη και κάποια από τα λόγια του που δείχνουν ποιός ήταν o άνθρωπος. Ecce homo. Εικονοπoιός και εικονοκλάστης. Έπλασε εικόνες ανυπέρβλητης αισθητικής και καλλιτεχνικής ευαισθησίας, ενώ την ίδια στιγμή κατακερμάτισε κινηματογραφικά στερεότυπα χρόνων δημιουργώντας ένα νέο σινεμά που κανείς έως τότε δεν είχε δει. Αλλά πολύ περισσότερο από την αισθητική και την ομορφιά της τέχνης του, αυτός ο προφήτης των καιρών του, μέσα από τα 7 αριστουργήματα που μάς κληροδότησε-σαν άλλος Αισχύλος…-μάς έδειξε ανάγλυφα το νόημα και την αλήθεια της ζωής. ‘Ο ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω…
Στάλκερ (1979)
Σ’ένα ρημαγμένο (άγνωστο γιατί και πώς…) βιομηχανικό τοπίο βυθισμένο στον γνόφο, σε μιαν ‘έρημη χώρα’, που σκιαγραφείται στις αποχρώσεις της σέπιας, δυο άγνωστοι, ένας συγγραφέας κι ένας επιστήμονας ξεκινούν την πορεία προς την απαγορευμένη ‘Ζώνη’ με οδηγό τους τον Στάλκερ. Η ‘Ζώνη’ είναι μια μυστηριώδης περιοχή έξω από την πόλη, αινιγματική, που κρύβει αδιόρατους κινδύνους αλλά που υπόσχεται πολλά: όποιος κατορθώσει να φτάσει στο ‘δωμάτιο’ που βρίσκεται κάπου μέσα στη ‘Ζώνη’ θα αξιωθεί να πραγματοποιήσει όλες τις μύχιες επιθυμίες του. Για τον Στάλκερ η πορεία προς το ‘δωμάτιο’ είναι η πορεία προς την πίστη· ένας δρόμος όπου θα πρέπει κανείς να διακινδυνεύσει, να αποτινάξει τα δεσμά που τού στερούν την ελευθερία, να αφεθεί και να εμπιστευθεί. Η ‘Ζώνη’ είναι Ζωή! Μέσα από μια μακρά και δύσκολη διαδρομή, μέσα από χειμάρρους, τενάγη, χαλάσματα και σκοτεινές υπόγειες διαδρομές, οι τρεις άνδρες φθάνουν στο ‘δωμάτιο’. Εκεί όμως ο συγγραφέας, ο οποίος επιζητεί την έμπνευση για το έργο του και ο επιστήμονας, που επιζητεί το κύδος αποφασίζουν τελικώς να μην μπουν μέσα. Γιατί διστάζουν; Τί φοβούνται; Ο Στάλκερ τούς έχει ήδη διηγηθεί την ιστορία ενός άλλου οδηγού/στάλκερ στο παρελθόν ο οποίος μπήκε στο δωμάτιο, ευχήθηκε την ανάσταση του νεκρού αδελφού του και μόλις επέστρεψε πίσω έγινε βαθιά πλούσιος· μόλις συνειδητοποίησε ποιά ήταν η αληθινή του επιθυμία κρεμάστηκε. Μήπως φοβούνται τους ίδιους τους εαυτούς τους; Ή μήπως δεν εμπιστεύονται ότι το ‘δωμάτιο’ έχει τη δύναμη να πραγματοποιήσει αυτό που υπόσχεται; Ο επιστήμονας βγάζει μια βόμβα από τον σάκο του προκειμένου να τινάξει το δωμάτιο στον αέρα· πιστεύει ότι κάποιος φαύλος άνθρωπος μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον να το χρησιμοποιήσει για να πραγματοποιήσει τα δόλια σχέδια του. Όμως για τον Στάλκερ το ‘δωμάτιο’ είναι η μόνη ελπίδα, ο μόνος λόγος ύπαρξης μέσα στο έρεβος. Πέφτει επάνω στον επιστήμονα και μετά από μια σύντομη πάλη τον αφοπλίζει. Και οι τρεις άνδρες εξαντλημένοι τώρα κάθονται με τα κορμιά τους ακουμπισμένα και κοιτούν προς την κατεύθυνση του ‘δωματίου’, προς την μεριά του θεατή. Τότε θα ξεσπάσει μια καταρρακτώδης βροχή, που με την αντανάκλαση του ισχνού φωτός που εισδύει στο ‘δωμάτιο’ μεταμορφώνεται σε χρυσή· μια χρυσή βροχή, σαν άλλος Δίας… Ένας λυτρωτικός υετός· κάθαρση ή αποκάλυψη της ‘αλήθειας’; Στην τελική σκηνή το ανάπηρο κοριτσάκι του Στάλκερ ακουμπάει το κεφαλάκι της στο τραπέζι με τα ποτήρια και με μόνο το βλέμμα της αρχίζει να τα μετακινεί…ὥστε ὄρη μεθιστάνειν…τότε ο θόρυβος από το τρένο που περνά ξεσπάει βάναυσα και το τραπέζι με τα ποτήρια αρχίζουν να τρέμουν. Το τρένο δεν ‘πνίγει’ μόνο το θαύμα αλλά και την ‘Ωδή στην Χαρά’ του Beethoven που μόλις υποτονθορύζει σπαράσσουσα. Η αγνότητα και η πίστη είναι η μόνη μας ελπίδα. Θα επικρατήσουν ή θα σβήσουν μέσα στον αχό της ζοφερής ζωής μας;

Νοσταλγία (1983)
Στην ‘Νοσταλγία’, την πρώτη ταινία του Ταρκόφσκυ μετά την αυτομόληση του στην Δύση, πρωταγωνιστής είναι ένας Ρώσος ποιητής ο οποίος βρίσκεται στην Ιταλία για να ερευνήσει σχετικά με τη ζωή ενός συνθέτη του 18ου αιώνα. Νοσταλγία για την πατρίδα, αλλά πολύ περισσότερο αποξένωση απ’όλους κι από όλα φαίνεται να τυραννούν την ψυχή του ποιητή. Εκεί, κοντά στα ερείπια ενός επιβλητικού γοτθικού ναού, θα γνωρίσει τον ‘σαλό’ της περιοχής, τον Ντομένικο, που μαθαίνουμε ότι είχε κλειστεί με την οικογένεια του ερμητικά στο σπίτι για επτά ολόκληρα χρόνια, προκειμένου να σωθούν από το τέλος του κόσμου που πίστευε ότι πλησίαζε. Η συνάντηση του ποιητή με τον Ντομένικο στο ερειπωμένο σπίτι του αποτελεί ένα αριστούργημα της ανθρώπινης καλλιτεχνικής δημιουργίας: το σπίτι ετοιμόρροπο με πόρτες χωρίς εσωτερικούς τοίχους, η οροφή διάτρητη στάζει από παντού, γυάλινα μπουκάλια διάσπαρτα στο χώρο μαζεύουν το νερό της βροχής, ένας σκουριασμένος καθρέφτης αντικατοπτρίζει δυο βασανισμένες μορφές, φθαρμένοι τοίχοι και σ’έναν από αυτούς μια ανορθόδοξη αριθμητική πράξη γραμμένη (1+1=1), ένα σπάραγμα από το τέταρτο χορωδιακό μέρος της 9ης συμφωνίας του Beethoven ηχεί κι ο οικοδεσπότης προσφέρει στον καλεσμένο του ψωμί και κρασί. Ο Ντομένικο εξηγεί πως μια σταγόνα βροχής και άλλη μια δεν κάνουν δύο αλλά μία. Την ίδια στιγμή ζητεί από τον ποιητή να πραγματοποιήσει αυτό που δεν κατάφερε εκείνος. Να πάει στα γειτονικά ιαματικά λουτρά της Αγίας Αικατερίνης και να διασχίσει την απόσταση απ’άκρου εις άκρον της δεξαμενής κρατώντας ένα κερί αναμένο. Ο ποιητής φεύγει με το κερί που τού δίνει ο Ντομένικο. Θα περιδινηθεί στις αναμνήσεις του από την πατρίδα που αποτυπώνονται σε αποχρώσεις του μαύρου και του άσπρου, θα αρνηθεί τον έρωτα της ωραίας Ευγενίας, θα βυθιστεί στη λήθη που τού προσφέρουν το ποτό κι η ποίηση, αλλά δεν θα ξεχάσει την υπόσχεση του στον Ντομένικο. Θα επιστρέψει για το ‘τάμα’. Τα νερά της δεξαμενής έχουν πλέον στερέψει κι εμείς παρακολουθούμε τον ποιητή να διασχίζει τα λιγοστά απόνερα πασχίζοντας να κρατήσει το κερί αναμένο. Ακούμε μόνο τον ήχο της αναπνοής του, ασθμαίνει, το κερί σβήνει, επιστρέφει στην αφετηρία και το ξανανάβει, το προστατεύει με το παλτό του αλλά αυτό ξανασβήνει, γυρίζει πίσω και προσπαθεί ξανά. Τελικά θα φτάσει στην άλλη άκρη με το κερί αναμένο και εκεί… θα καταρρεύσει. Τι είναι λοιπόν αυτό το αναμένο κερί; Είναι η ελπίδα, η πίστη, η απαντοχή κι η εγκαρτέριση όταν όλα γύρω μας έχουν αποσυντεθεί, κάτι αληθινά μεγάλο που αξίζει κι αυτήν ακόμη τη θυσία; Εν τω μεταξύ, ο Ντομένικο θα αυτοπυρποληθεί σκαρφαλωμένος σ’ένα άγαλμα σε μια πλατεία της Ρώμης, αφού πρώτα διακηρύξει ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ζήσουμε σαν δυο σταγόνες βροχής. ‘Εάν θέλετε ο κόσμος να προχωρήσει πρέπει όλοι οι άνθρωποι να δώσουμε τα χέρια. Πρέπει όλοι εσείς οι λεγόμενοι ‘λογικοί’ να αναμιχθείτε με εμάς τους λεγόμενους ‘τρελούς’. Τι σημαίνει αλήθεια η λογική σας;’. Άνθρωποι περαστικοί σε απόσταση μεταξύ τους, ακίνητοι κι αμέτοχοι, ‘ζωντανοί-νεκροί’, παρακολουθούν την αυτοπυρπόληση χωρίς να αντιδρούν. Είναι αδιαφορία, ηθική καχεξία ή πάρεση κάθε ανθρώπινης ευαισθησίας; Οι σπαρακτικές υλακές του πιστού σκυλιού του αποτελούν την μόνη κραυγή απόγνωσης στο αποτρόπαιο θέαμα. Η τελική σκηνή αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές στην ιστορία του σινεμά. Ο ποιητής καθισμένος στο χώμα δίπλα στον σκύλο του Ντομένικο κοιτά κατάματα τον θεατή, ενώ η ντάτσα του διαγράφεται στο βάθος κι ένα πυκνό χιόνι αρχίζει να πέφτει. Νομίζει κανείς ότι βρίσκεται πλέον πίσω στην αγαπημένη του πατρίδα, αλλά στην μικρή λιμνούλα που σχηματίζεται μπροστά του αντικατοπτρίζονται τα τοξωτά παράθυρα του ερειπωμένου γοτθικού ναού. Το πλάνο ‘ανοίγει’ και τότε καταλαβαίνουμε ότι όλο το ρωσικό τοπίο είναι εγκιβωτισμένο μέσα στα ερείπια του ιταλικού ναού. Όπου κι αν βρεθεί ο ποιητής ένα κομμάτι της ψυχής του ανήκει στην πατρίδα, ανήκει στις ρίζες του. Το ερώτημα μένει μετέωρο: μπορεί να καταλάβει πραγματικά ο ένας άνθρωπος τον άλλο; Μπορούν όλοι οι άνθρωποι να ζήσουν ως ένας;

Θυσία (1986)
Στο κύκνειο άσμα του ο Ταρκόφσκυ κινηματογραφεί σ’ένα νησί του σουηδικού αρχιπελάγους. Ο Alexander, ένας μεσήλικος, βαθιά καλλιεργημένος δημοσιογράφος και κριτικός, που καθ’ομολογίαν του η σχέση του με τον Θεό είναι ανύπαρκτη, ζει στο σπίτι των ονείρων του παρά θῖν’ἁλός με τη γυναίκα και το μικρό αγόρι του. Την ημέρα των γενεθλίων του ερωτήματα σχετικά με τον φόβο του θανάτου, την ύλη και το πνεύμα, το εσωτερικό κενό που οι σπουδές απο μόνες τους αδυνατούν να πληρώσουν, αλλά και η νιτσεϊκή θεωρία της ‘αιώνιας επανάληψης’ (Ewige Wiederkunft) αναδύονται μέσα από τις συζητήσεις με τους φίλους που έχουν έρθει να τού ευχηθούν. Στο σπίτι του Alexander, σε ένα θεατρικό, Μπεργκμανικής αισθητικής σκηνικό, στις αποχρώσεις ενός σκοτεινού ιώδους, ένας φίλος του κοιτά μια ρέπλικα της Προσκύνησης των 3 Μάγων του Leonardo· ένα αμάλγαμα ομορφιάς και εκφυλισμού χαρακτηρίζει τις εικονιζόμενες μορφές κι ένα φρικτό προαίσθημα αρχίζει να τόν καταλαμβάνει. ‘Αυτός ο πίνακας έχει κάτι το νοσηρό· πάντοτε με τρόμαζε ο Leonardo’ θα πεί και τότε θα ακουστεί από την τηλεόραση μια σπασμωδική ανδρική φωνή που θα ανακοινώσει έναν επικείμενο όλεθρο, το τέλος του κόσμου. Λίγο αργότερα, ο Alexander κυριευμένος από ένα αίσθημα απόγνωσης και τρόμου, θα πέσει στα γόνατα και θα προσευχηθεί για πρώτη φορά στη ζωή του. Ζητεί από τον Θεό να σώσει τον κόσμο· όλους, τους δικούς του και τους ξένους, πιστεύοντες και μη πιστεύοντες, κυρίως αυτούς που δεν έχουν αφιερώσει ποτέ ούτε μια σκέψη τους στο Θεό, γιατί ποτέ έως εκείνη την στιγμή η ζωή τους δεν είχε υπάρξει αληθινά δύσκολη. Αυτός ως αντάλλαγμα θα προσφέρει ό,τι αγαπάει περισσότερο. Υπόσχεται να καταστρέψει το σπίτι του, να εγκαταλείψει τον γιο του και να σιωπήσει για πάντα. Μέσα από μια κρυπτική, ασαφούς φύσης σχέση με την ‘μάγισσα’ Μαρία, μιαν υπερήτρια του σπιτιού του, θα ξαναβρεί την ελπίδα και την πίστη του. Επιστρέφει· κι όταν όλοι λείπουν από το σπίτι αυτός τό παραδίδει παρανάλωμα στις φλόγες. Προσποιείται ότι τρελάθηκε· οι νοσοκόμοι τόν μαζεύουν και τόν απομακρύνουν από τη σκηνή του δράματος, απ᾽αυτήν την ηφαίστεια συντέλεια. Ο Alexander έχει κάνει τη θυσία του. Έχει προσφέρει καθετί που τόν δέσμευε στην ειρκτή της μοναχικής ‘ευτυχίας’ του για το καλό όλης της ανθρωπότητας. Το ολοκαύτωμα του σπιτιού και η εγκατάλειψη των δικών του δεν είναι ένα δοῦναι καὶ λαβεῖν· είναι η αποκατάσταση της σχέσης του με το θείο. Υπάρχει σχέση δίχως δόσιμο; Και φυσικά, ο καπνός από το πυρακτωμένο σπίτι που ανεβαίνει στους ουρανούς παραπέμπει υπογείως, αλλά ευθέως, σε παγανιστικές θυσιαστικές τελετές του παρελθόντος. Η τελική σκηνή είναι ό,τι μάς αφήνει ο Ταρκόφσκυ να πάρουμε μαζί μας ως ενθύμιο. Είναι σαν να μάς ψιθυρίζει: ‘έτσι, θέλω να με θυμάστε’. Ένα μικρό παιδί ξαπλωμένο κάτω από ένα δένδρο στην ακρογιαλιά να αναρωτιέται ‘‘’Εν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος᾽· γιατί μπαμπά;’, μια θάλασσα φωτός, το Erbarme dich ενός Bach κι η αφιέρωση στον γιο του Αndriosha με ελπίδα και πίστη. Και μ᾽ετούτα τα λόγια, τους ήχους και τις εικόνες ο Αντρέι Αρσένιεβιτς πέρασε στην αιωνιότητα…

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ταρκόφσκυ ‘Σμιλεύοντας το χρόνο’**:
‘…(με το σινεμά)…πρώτη φορά στην ιστορία των τεχνών, στην ιστορία της παιδείας, ο άνθρωπος βρήκε τρόπο να αποτυπώσει το χρόνο και ταυτόχρονα τη δυνατότητα να τόν αναπαράγει στην οθόνη κατά βούληση, να τόν επαναλαμβάνει και να επιστρέφει σ’αυτόν. Απόκτησε μια μήτρα του πραγματικού χρόνου…ο χρόνος γίνεται το κατεξοχήν θεμέλιο του κινηματογράφου, όπως ο ήχος για τη μουσική, το χρώμα για τη ζωγραφική και το πρόσωπο για το θεατρικό έργο.’
‘Ποιά είναι η ουσία της δουλειάς του σκηνοθέτη; Θα μπορούσαμε να τήν ονομάσουμε σμίλεμα του χρόνου. Όπως ο γλύπτης παίρνει ένα κομμάτι μάρμαρο και, καθώς γνωρίζει μέσα του τα χαρακτηριστικά στοιχεία του τελειωμένου έργου, αφαιρεί ό,τι είναι περιττό, έτσι κι ο κινηματογραφιστής, από ένα ‘κομμάτι χρόνο’ που το συγκροτεί μια πελώρια και συμπαγής δέσμη ζωντανών γεγονότων, κόβει και πετάει ό,τι δεν τού χρειάζεται, αφήνοντας μόνο όσα θα γίνουν στοιχεία της ολοκληρωμένης εικόνας, όσα θα αποδειχτούν αναπόσπαστο κομμάτι της κινηματογραφικής εικόνας.’
‘Σκοπός της τέχνης είναι να ετοιμάσει τον άνθρωπο για το θάνατο, να οργώσει, και να καλλιεργήσει την ψυχή του, κάνοντας την να στραφεί στο καλό’.

‘Δουλειά μου δεν είναι να κάνω κήρυγμα. Ούτως ή άλλως η τέχνη είναι θρησκευτικός λόγος. Δουλειά μου είναι να μιλώ με ζωντανές εικόνες κι όχι επιχειρήματα. Πρέπει να δείξω τη ζωή ολόπλευρα κι όχι να συζητώ περί ζωής (φράση του Γκόγκολ που σταχυολογεί ο Ταρκόφσκυ και με την οποία συμφωνεί απολύτως).’
‘Η έννοια της πρωτοπορίας στην τέχνη δεν έχει νόημα…παρόλο που η πρόοδος έχει σημαντική θέση στην τεχνολογία…πώς μπορεί να θεωρηθεί κανείς πιο προωθημένος στην τέχνη; Μπορεί να πει κανείς ότι ο Τόμας Μαν είναι καλύτερος από τον Σαίξπηρ; …Πώς πειραματίζεται κανείς στην τέχνη; Δοκιμάζεις κάτι για να δεις που θα καταλήξει; Αν όμως δεν πετύχει, εμείς δεν βλέπουμε τίποτα άλλο από το ιδιωτικό πρόβλημα του ανθρώπου που το πείραμα απέτυχε. Το έργο τέχνης κουβαλάει μέσα του μιαν ακέραιη αισθητική και φιλοσοφική ενότητα, είναι ένας οργανισμός που ζει και αναπτύσσεται σύμφωνα με τους δικούς του νόμους. Μπορεί κανείς να μιλήσει για πείραμα όταν αναφέρεται στη γέννηση ενός παιδιού; Είναι παράλογο και άηθες.’
‘Πρέπει να κάνουμε το χρώμα ουδέτερο, να τροποποιήσουμε την επίδραση του στον θεατή. Αν το χρώμα γίνει κυρίαρχο δραματικό στοιχείο του πλάνου, σημαίνει ότι ο σκηνοθέτης κι ο οπερατέρ χρησιμοποιούν μεθόδους ζωγράφου για να επηρεάσουν το κοινό…’
‘Οφείλω να ομολογήσω ότι κατά βάθος πιστεύω πως οι ταινίες δεν χρειάζονται καθόλου μουσική…τη μουσική μπορούν να αντικαταστήσουν ήχοι, στους οποίους ο κινηματογράφος ανακαλύπτει συνεχώς καινούρια νοηματικά επίπεδα…οι ήχοι αυτού του κόσμου είναι τόσο όμορφοι από μόνοι τους που αν μπορούσαμε να τούς ακούσουμε σωστά, δεν θα τη χρειαζόμαστε διόλου την μουσική.’

‘Ο καλλιτέχνης δεν είναι δυνατόν να θέτει σαν στόχο να είναι κατανοητός-θα ήταν το ίδιο παράλογο όσο και το αντίθετο του: να προσπαθεί να είναι ακατανόητος…κάθε καλλιτέχνης-το δηλώνω απερίφραστα- τή σκέφτεται τη συνάντηση του έργου του με το κοινό· σκέφτεται, ελπίζει και πιστεύει ότι θα αποδειχθεί πως η υλοποίηση της σύλληψής του εναρμονίζεται με την εποχή, και συνεπώς είναι ζωτική για τον κινηματογραφόφιλο, τον αγγίζει βαθιά.’
‘Ο σεβασμός στο κοινό ή σε οποιονδήποτε συνομιλητή σου πρέπει να στηρίζεται στην πεποίθηση σου ότι ο άλλος δεν είναι πιο βλάκας από σένα. Ωστόσο, ο ‘ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ᾽ όρος κάθε συζήτησης είναι η κοινή γλώσσα. Ο αληθινός διάλογος σκηνοθέτη και κινηματογραφόφιλου είναι εφικτός μόνο όταν και οι δυο κατανοούν βαθιά τα προβλήματα ή τουλάχιστον προσεγγίζουν στο ίδιο επίπεδο τα καθήκοντα που επιβάλλει ο σκηνοθέτης στον εαυτό του.᾽
‘Πάντοτε με εξαγρίωνε η στερεότυπη φράση: ‘δεν τα καταλαβαίνει αυτά ο κόσμος’…Ποιοί είν’ αυτοί που αναλαμβάνουν να εκφράσουν τη ‘γνώμη του λαού’, προβαίνοντας σε δηλώσεις για λογαριασμό του, σαν να εκπροσωπούν την πλειονότητα του κόσμου;…Είμαι κομμάτι του λαού μου. Έζησα μαζί με τους συμπολίτες μου, γεύτηκα το ίδιο μερίδιο της ιστορίας με όλους τους συνομηλίκους μου, είδα τα ίδια συμβάντα και τις ίδιες διαδικασίες και σκέφτηκα πάνω σε αυτά. Ακόμη και τώρα, στη Δύση, παραμένω τέκνο του τόπου μου. Είμαι κομμάτι του, μόριό του, και ελπίζω ότι εκφράζω ιδέες που πηγάζουν βαθιά από τις πολιτισμικές και ιστορικές μας παραδόσεις.’
‘Πάντοτε ήθελα να μιλώ για ανθρώπους κυριευμένους από εσωτερική ελευθερία, μολονότι ο ανθρώπινος περίγυρός τους είναι εξαρτημένος και ανελεύθερος. Σήμερα όλοι πάσχουμε από άμετρο εγωισμό. Κι αυτό δεν είναι ελευθερία. Ελευθερία σημαίνει ότι μαθαίνεις να έχεις απαιτήσεις μόνο από τον εαυτό σου, όχι από τη ζωή ή από τους άλλους και ξέρεις να δίνεις: ελευθερία σημαίνει θυσία εν ονόματι της αγάπης.’

* Αυτή είναι η επιγραφή στον τάφο του Ταρκόφσκυ στο Ρωσικό κοιμητήρι του Sainte-Geneviève-des-Bois στο Παρίσι.
** Α. Ταρκόφσκυ, Σμιλεύοντας το χρόνο, μτφ Σεραφείμ Βελέντζας, εκδόσεις Νεφέλη, 1987
Η εικόνα πάνω από τον τίτλο του κειμένου είναι δημιουργία της ομάδας των Arthive και τήν βρήκα στον παρακάτω σύνδεσμο: https://arthive.com/publications/3373~Andrei_Tarkovsky_The_captured_masterpiece_paintings μαζί με μια πλήρη αναφορά στους ζωγραφικούς πίνακες που χρησιμοποίησε o Ταρκόφσκυ στις ταινίες του.
Τόσο μαγικό που αγγίζει πια την Αλήθεια..! Θαυμάσιο κείμενο! Σε κάνει να θέλεις να ανακαλύψεις τον Σκηνοθέτη και να δεις όλες τις ταινίες του.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!