‘…τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου· κρατεῖ γὰρ τοσοῦτον ὁκόσον ἐθέλει καὶ ἐξαρκεῖ πᾶσι καὶ περιγίνεται.’
Ηράκλειτος, fragmentum B114
Τρίτος μήνας της πανδημίας…Τρίτος μήνας του lockdown… Ξημερώνει στην πόλη κι η αυγή βάφει τον ουρανό πορτοκαλί. Είναι άνοιξη· είναι ωραία η άνοιξη σ’αυτήν εδώ τη γωνιά της γης. 07:30 ακριβώς κι ο Κ. περιμένει ήδη έξω από το σουπερμάρκετ. Η κυβέρνηση έχει δώσει το προνόμιο σε όσους δουλεύουν στο εθνικό σύστημα υγείας να κάνουν πρώτοι τις αγορές τους στην αρχή της μέρας. Μικρότερες ουρές, περισσότερα προϊόντα στα ράφια. Τελειώνει γρήγορα, μπαίνει στο αυτοκίνητο και παίρνει το δρόμο για το νοσοκομείο. Οι δρόμοι άδειοι. Μόνο τα Χριστούγεννα τούς έχει δει τόσο άδειους…Ελάχιστα τα αυτοκίνητα, ελάχιστοι οι δρομείς κι οι ποδηλάτες. Tα σχολεία άλλωστε είναι κλειστά και πολλοί είναι αυτοί που πλέον εργάζονται από το σπίτι. Στο νοσοκομείο το σκηνικό έχει αλλάξει. Ο Κ. είναι γιατρός και οι περισσότεροι συνάδελφοί του στο τμήμα που εργάζεται έχουν ήδη φύγει και δουλεύουν στην ‘πρώτη γραμμή της μάχης’ περιθάλποντας ασθενείς με τον ιό. Ο ίδιος έχει μείνει πίσω και συνεχίζει να βλέπει τους μόνιμους ασθενείς τους. Ασθενείς με μια χρόνια νόσο της καρδιάς και των πνευμόνων, που τώρα με την πανδημία ανήκουν στις ‘ευπαθείς ομάδες πληθυσμού’. Το ‘βλέπει’ όμως είναι ευφημισμός. Δεν μπορεί πλέον να δει τους περισσότερους από αυτούς. Δεν επιτρέπεται να έρθουν στο νοσοκομείο, αφού βρίσκονται σε απομόνωση στο σπίτι τους. Τούς τηλεφωνεί λοιπόν για να μάθει πώς είναι. Προσπαθεί να εξιχνιάσει μέσα από τις φωνές τους, μέσα από αυτά που τού λένε και πολύ περισσότερο από αυτά που δεν τού λένε τί συμβαίνει με τη νόσο τους, τί συμβαίνει στις ζωές τους. Δεν έχει συνηθίσει να κάνει κάτι τέτοιο. Πάντοτε τούς κοίταζε στα μάτια, τούς άγγιζε, τούς εξέταζε. Τώρα ήρθε η ώρα να αναπτύξει καινούριες δεξιότητες… Οι περισσότεροι δεν παραπονιούνται για δύσπνοια, το κύριο σύμπτωμα της νόσου, αλλά η φυσική τους δραστηριότητα είναι τόσο περιορισμένη που δεν αρκεί για να τούς προκαλέσει δύσπνοια. ‘Είμαι καλά’ λένε στην αρχή και αμέσως διαισθάνεται ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Καθώς η συνομιλία προχωρά η αλήθεια αρχίζει να αποκαλύπτεται: ‘έχω να βγω από το σπίτι για 10 εβδομάδες, δεν μπορώ να δω την οικογένεια και τους φίλους μου· με ρίχνει ψυχολογικά τόσο πολύ αυτό…’, ‘φοβάμαι ότι εάν βγω έξω θα πεθάνω μόνος· η έμμονη ιδέα ότι θα πεθάνω-που πάντα είχα- έχει αρχίσει να δείχνει το άσχημο πρόσωπο της ξανά…’, ‘νιώθω ότι όλοι οι άλλοι γύρω μου ζουν, ενώ εγώ ζω σ’ ένα κουτί’, ‘ανησυχώ για τη δουλειά μου, φοβάμαι ότι μπορεί να τήν χάσω και δεν ξέρω τί θα κάνω μετά· δεν θέλω να αρχίσω να ζω με τα επιδόματα του κράτους ξανά τώρα που η ζωή μου είχε μπει σε μια σειρά’, ‘φοβάμαι ότι η κατάσταση της υγείας μου θα επιδεινωθεί επειδή δεν μπορώ πια να πάω στον οικογενειακό γιατρό να κάνω τις μηνιαίες εξετάσεις μου’, ‘έχω υπέροχους γείτονες που η βοήθειά τους είναι συγκινητική αλλά το να εξαρτάσαι τόσο πολύ από τους άλλους είναι πολύ δύσκολο…’. Αναρωτιέται…Τί είναι χειρότερο τελικά; Να πεθαίνεις από τον ιό ή να ζεις με το άγχος και την κατάθλιψη…;
Πηγαίνει πίσω στην κλινική να δει τους λίγους ασθενείς που νοσηλεύουν. Χαιρετά τους συναδέλφους του. Τούς χαμογελά αλλά αυτοί δεν μπορούν να το δουν πίσω από την μάσκα του. Ούτε κι αυτός μπορεί να δει το δικό τους χαμόγελο. Σκέφτεται ότι έχει ήδη ξεχάσει πώς μοιάζει το χαμόγελο των ανθρώπων που περνά τόσες ώρες της ημέρας μαζί τους. Η Σ. , ασθενής τους γνωστή εδώ και χρόνια που πάσχει από την ίδια αυτή νόσο, μόλις έχει διαγνωστεί με τον ιό. Δεν είναι καλά, χρειάζεται 15 λίτρα οξυγόνο για να διατηρήσει τα επίπεδα οξυγόνου στο αίμα της σε μόλις και μετά βίας ανεκτά επίπεδα. Ο Κ. θα τής μιλήσει για τα πιθανά επόμενα βήματα της θεραπείας. Εισαγωγή στην μονάδα, ειδικές μάσκες οξυγόνου, διασωλήνωση, προσπάθεια ανάνηψης εάν η καρδιά ή τα πνευμόνια σταματήσουν να λειτουργούν. Εξηγεί ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον μάταιο, η πρόγνωση της είναι κακή, τα υποκείμενα προβλήματα υγείας πολλά, οι πιθανότητες επιβίωσης και πολύ περισσότερο μιας αξιοπρεπούς ζωής μετά απειροελάχιστες. Πρέπει να αποφασίσει εάν θέλει ή όχι να επιχειρήσουν ανάνηψη σε μια τέτοια περίπτωση. Εάν επιδεινωθεί κι άλλο η κατάσταση της μέσα στη νύχτα θα πρέπει οι γιατροί κι οι νοσηλευτές της βάρδιας να ξέρουν ποιό είναι το πλάνο. ‘Δεν ξέρω γιατρέ, είμαι σε πλήρη σύγχυση, δεν είναι εύκολη απόφαση. Δεν μπορώ να αποφασίσω μόνη μου για κάτι τέτοιο, πρέπει να μιλήσω με την οικογένειά μου. Θέλετε να τούς μιλήσετε εσείς;’ τού λέει ασθμαίνοντας. Δεν επιτρέπεται όμως οι συγγενείς να επισκεφθούν τους ασθενείς στην κλινική. Η συζήτηση γίνεται με το τηλέφωνο, σε ανοικτή ακρόαση. Ο Κ. προσπαθεί να εξηγήσει ξανά όσο καλύτερα μπορεί· δεν τού είναι εύκολες αυτές οι συζητήσεις…‘Γιατρέ, θέλουμε να κάνετε τα πάντα για την μητέρα μας’ λέει ο γιος ‘δεν θέλουμε να τήν χάσουμε’. ‘Θέλω να δω τα εγγόνια μου να μεγαλώνουν’ θα πει η Σ. ‘Θα προσπαθήσουμε να σεβαστούμε την επιθυμία σας’ τήν καθησυχάζει ο Κ. Δεν ξέρει όμως κι αυτός πώς… Θα μιλήσει με τους γιατρούς της μονάδας, ξέρει όμως ότι δεν έχουν πολλά κρεβάτια ελεύθερα κι η πίεση είναι μεγάλη. Αν πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα σε μια ασθενή που βάδιζε τα τελευταία βήματα της ζωής της πριν τον ιό κι έναν νεότερο ασθενή χωρίς προηγούμενα προβλήματα υγείας και μεγαλύτερες πιθανότητες να αναρρώσει, η απόφαση θα είναι προφανής. ‘Και να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχουν ‘επιφανείς’ επιστήμονες που με τόση ευκολία από τα γραφεία τους συμβουλεύουν να μην νοσηλεύονται και να μην διασωληνώνονται όλοι οι ασθενείς με τον ιό προκειμένου να αντέξουν τα συστήματα υγείας· λες κι αυτή είναι η πιο απλή απόφαση στον κόσμο…’ αναλογίζεται. Οι γιατροί της μονάδας είπαν όχι, η Σ. πέθανε εκείνο το απόγευμα. Ο άντρας της συντετριμμένος θα πει στον Κ. : ‘Δεν με στενοχωρεί τόσο το ότι πέθανε· αυτό, για να είμαι ειλικρινής, το περιμέναμε εδώ και καιρό. Αλλά ότι πέθανε μόνη της, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι…Και σκέφτομαι και την κηδεία…πώς θα μπορέσει να έρθει η οικογένειά της από την Γαλλία; Μόνο 10 άτομα επιτρέπει η κυβέρνηση και οι πτήσεις από το εξωτερικό είναι περιορισμένες…μόνη στις τελευταίες ώρες της ζωής της, μόνη και στον θάνατο…’
Η μέρα τελειώνει. Μια δροσερή νύχτα αρχίζει να πέφτει γλυκά επάνω από την πόλη. Ο Κ. επιστρέφει σπίτι και κάθεται με τη γυναίκα του να φάνε. ‘Κουράστηκα’ τού λέει εκείνη ‘να μην μπορώ να δω κατά πρόσωπο τους μαθητές μου, να τούς αγκαλιάσω, να τούς φιλήσω· δεν είναι το ίδιο το μάθημα μέσα από μια οθόνη…’. Προσπαθεί να καταλάβει. Αυτά τα πράγματα είναι σημαντικά για μια δασκάλα. Και μετά κλεισμένη με τα παιδιά όλη μέρα στο σπίτι. Δυο παιδιά στην εφηβεία, να βαριούνται, να είναι απομονωμένα από τους φίλους τους, να προσπαθούν να παρακολουθήσουν αυτό το αλλόκοτο διαδικτυακό μάθημα, να έχουν χάσει την καθημερινή τους ρουτίνα, να βρίσκουν ‘καταφύγιο’ στις ηλεκτρονικές συσκευές… Τις σκέψεις διακόπτει το χτύπημα του τηλεφώνου. Είναι ένας φίλος του Κ. Είναι ηλεκτρολόγος μηχανικός, δούλευε σε μια μεγάλη ιδιωτική εταιρεία κάνοντας κάτι πολύ εξειδικευμένο που ο Κ. ποτέ δεν είχε καταλάβει τί ακριβώς ήταν. Τού λέει ότι έχασε τη δουλειά του εδώ και τρεις εβδομάδες. Ψάχνει για καινούρια αλλά αυτήν την εποχή κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο… Αυτός κι η οικογένειά του ζουν με την αποζημίωση που πήρε από την εταιρεία. Πόσο θα κρατήσει όμως; ‘Στην χειρότερη’ λέει ‘εάν δεν βρω πουθενά αλλού θα πάω να δουλέψω στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς· αυτοί ακόμη έχουν δουλειά…’. Το τηλέφωνο κλείνει. Σιωπή. Ο Κ. ανοίγει σχεδόν μηχανικά την τηλεόραση. Η ίδια μονότονη, σπειροειδής, ατέρμονη συζήτηση. Ξανά και ξανά. Αριθμοί, καμπύλες, συντελεστής R, κρούσματα, διασωληνωμένοι, θάνατοι. Ο Κ. σκέφτεται πόσο τυχερός είναι μέσα σ᾽όλο αυτό το σκοτάδι. Και ευγνώμων. Έχει ακόμη την υγεία του, τη δουλειά του, την οικογένειά του. Μια ‘μαύρη’ σκέψη διαπερνά σαν σφαίρα το μυαλό του. Δεν μπορεί, δεν γίνεται· κάτι κακό πρέπει να τού συμβεί. Η συμπαντική Δικαιοσύνη οφείλει να αποκατασταθεί….
Η εικόνα αναπαριστά έναν πίνακα του Roy Lichtenstein (1923-1997) με τίτλο ‘Girl with Tear I’ από το 1977 και φιλοξενείται στο μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης.