Ποιοί είναι οι αληθινά μεγάλοι;

‘διὸ εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστὶν ἢ μανικοῦ’

Περὶ Ποιητικῆς, XVII, 1455a, Αριστοτέλης

Πριν λίγους μόλις μήνες ἐξεμέτρησεν τὸ ζῆν ο μεγάλος πρωτοψάλτης Χαρίλαος Ταλιαδώρος σε ηλικία 95 ετών. Οι χαρακτηρισμοί που τού αποδόθηκαν πριν και μετά την εκδημία του υπήρξαν πάμπολλοι: ‘λέων της ψαλτικής’, ‘χαλκέντερος’, ‘ο τελευταίος μεγάλος’, ‘ο αρχιτέκτων των φθογγοσήμων’,  ‘μεγαλοπρεπής᾽ και άλλοι ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. Τί είναι όμως αυτό που κάνει κάποιον αληθινά μεγάλο; Για να παραφράσω τον Shakespeare από τί υλικό είναι φτιαγμένος άραγε ένας μεγάλος; Στην περίπτωση Ταλιαδώρου το πρώτο εντυπωσιακό στοιχείο υπήρξε χωρίς αμφιβολία το γεγονός ότι σχεδόν μέχρι το τέλος, δηλαδή μέχρι την ηλικία των 94 ετών, παρέμενε όρθιος και έψαλε αξιοπρεπέστατα στο αναλόγιο του ναού της του Θεού Σοφίας στην Θεσσαλονίκη. Αυτό αποτελεί μοναδικό φαινόμενο σωματικής και φωνητικής αντοχής. Καμμιά άλλη παρόμοια περίπτωση δεν έχει, απ’όσο τουλάχιστον γνωρίζω, καταγραφεί και μάλιστα με καλλιτέχνη τέτοιας εμβέλειας. Είναι όμως αυτός ο κύριος λόγος που ο Ταλιαδώρος θα μείνει στην ιστορία και στις μνήμες όσων είχαμε την τύχη να τόν ακούσουμε; Εάν είχε φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο 30 χρόνια νωρίτερα δεν θα τον μνημονεύαμε και πάλι ως έναν αληθινά μεγάλο; Προσωπικά πιστεύω πως και πάλι θα τόν κατατάσσαμε στην χορεία των εκλεκτών της τέχνης του.

Χωρίς αμφιβολία ο καθένας από εμάς και πολύ περισσότερο οι πραγματικά μεγάλοι κρίνονται από το έργο που αφήνουν πίσω τους. Το έργο είναι η σφραγίδα που μπορεί να μείνει ανεξίτηλη στο μήκος του μέλλοντος χρόνου, αυτό που μπορεί να εμπνεύσει και να συνεγείρει ακόμη κι όταν το όνομα του δημιουργού του δεν είναι τίποτε άλλο παρά μαύρα σημάδια πάνω σε λευκό χαρτί. Ο Ταλιαδώρος αρίστευσε και στους τέσσερις τομείς της τέχνης του: ερμηνεία-εκτέλεση ύμνων, συγγραφικό-συνθετικό έργο, διδασκαλία της μουσικής και οργάνωση-διεύθυνση χορού. Εβδομήντα οκτώ έτη παρουσίας στο ψαλτήρι, αδιάλειπτα κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή, πεντάτομη έκδοση παραδοσιακών αλλά και άλλων πρωτότυπων συνθέσεων της εκκλησιαστικής μας μουσικής, απειράριθμες ηχογραφήσεις, πλειάδα μαθητών και αναρίθμητες συναυλίες σε όλην την υφήλιο. Αυτή η γιγαντιαία δραστηριότητα δεν αποτυπώνει άραγε εύγλωττα το Αριστοτελικό μανικόν; Μανικός έρως για την τέχνη. Πέραν όμως της ποσότητας υπάρχει και η ποιότητα του έργου. Τί στοιχεία ποιότητας θα πρέπει να έχει μια δημιουργία προκειμένου να ξεπεράσει την φθορά του χρόνου; Εάν επεκτείναμε το ερώτημα και σε άλλους τομείς της τέχνης και της επιστήμης, θα αναρωτιόταν κανείς πιο συγκεκριμένα τί είναι αυτό που κάνει μια τραγωδία του Αισχύλου, μια συμφωνία του Beethoven, μια ταινία του Chaplin, μια ιδέα του Einstein ή μια σκέψη του Nietzsche αθάνατες; Στην περίπτωση της επιστήμης (και ίσως και της τέχνης…) μια πιθανή απάντηση θα ήταν η α λ ή θ ε ι α. Όταν μια επιστημονική θεωρία επαληθεύεται καταξιώνεται. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμη και στις θετικότερες των επιστημών δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια και η πρόοδος του ανθρώπινου μυαλού έρχεται όχι σπάνια είτε να ανατρέψει είτε να συμπληρώσει μια προηγούμενη παρατήρηση ή πείραμα. Μια άλλη πιθανή απάντηση θα ήταν ενδεχομένως η π ρ ω τ ο τ υ π ί α. Υπάρχει όμως αληθινά πρωτότυπη καλλιτεχνική δημιουργία ή ακόμη και ανθρώπινη σκέψη; Στην περίπτωση της τέχνης όσο περισσότερο κανείς ακούει μουσική, διαβάζει βιβλία ή βλέπει κινηματογράφο τόσο περισσότερο ανακαλύπτει μυστικές ή λιγότερο μυστικές συνδέσεις μεταξύ διαφορετικών έργων τέχνης και δημιουργών. Ακολουθώντας τον μίτο προς τα πίσω είναι συχνότατα αδύνατο να εντοπίσει κανείς την γένεση της πρώτης ιδέας. Ο ποιητής δημιουργεί σχεδόν πάντοτε με το συλλογικό ασυνείδητο παρά ἐξ οἰκείου φωτός και όσο οι άνθρωποι θα ζουν με άλλους ανθρώπους η αλληλεπίδραση θα είναι αναπόδραστη. Ο Jorge Luis Borges θα φτάσει να πει ότι η πρωτοτυπία στην τέχνη είναι αδύνατη και η ‘λογοκλοπή’ αναπόφευκτη. Κι ακόμη ότι η προσωπικότητα του δημιουργού είναι ένας ‘παρωχημένος μύθος’ και τελικώς υπάρχει μόνο ένας κοινός νους μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μια τρίτη πιθανή απάντηση στο περί ποιότητας ερώτημα είναι ότι ένα μεγάλο έργο έχει πάντοτε την δύναμη να γ ε ν ν ή σ ε ι κι άλλα μεγάλα. Όπως λέει και πάλι ο Borges η δημιουργία μιας ιδιοφυΐας μπορεί να γίνεται αντιληπτή με λίγο ή πολύ διαφορετικό τρόπο από εποχή σε εποχή. Ένα μεγάλο έργο είναι τόσο πολυεπίπεδο που διαφορετικές γενιές και σε διαφορετικούς τόπους θα ανακαλύπτουν διαρκώς διαφορετικές πτυχές του και αυτό θα γίνεται αφορμή για να προκύψουν νέες σκέψεις και νέες δημιουργίες.

Στο Περὶ῾Ύψους, ένα από τα κορυφαία έργα λογοτεχνικής κριτικής της αρχαιότητας,  επιχειρείται να προσδιοριστεί τί είναι αυτό που κάνει ένα έργο τέχνης αθάνατο· αυτό που με σημερινή λαλιά θα λέγαμε κλασικό. ‘Νόμιζε ὕψη καλὰ καὶ ἀληθινὰ τὰ διὰ παντὸς ἀρέσκοντα καὶ πᾶσιν᾽.  Δηλαδή κλασικό θα μείνει το έργο που θα αρέσει σε όλους και για πάντα. Αξίζει να σταθούμε όμως λίγο στην λέξη ‘ἀρέσκοντα’, γιατί εκεί πιστεύω ότι βρίσκεται το κέντρο της αναζήτησής μας. Πότε ένα έργο φτάνει να αρέσει; Θα τολμούσα να πω όταν φτάσει να συγκινήσει. Η σ υ γ κ ί ν η σ η είναι μια λέξη κρυπτική, τόσο αδιόρατη και ασαφής, που είναι σχεδόν αδύνατον κανείς να τήν ορίσει ή να τήν περιγράψει με ακρίβεια. Αναφέρεται σ᾽εκείνη την μοναδική στιγμή όπου ο δημιουργός θα κατορθώσει να συντονιστεί απόλυτα με τον αποδέκτη της δημιουργίας του. Εκείνη τη στιγμή όπου δυο ψυχές και δυο πνεύματα θα εναρμονιστούν πλήρως και θα ταλαντωθούν στην ίδια συχνότητα. Κι αυτό μπορεί να ισχύει για μια μελωδία, για ένα ποίημα ή ακόμη και για μια μαθηματική εξίσωση… Χωρίς αμφιβολία αυτή η σχέση είναι αμφίδρομη. Από την μια φαντάζομαι ότι χρειάζεται το ευφυές και το μανικόν, δηλαδή με άλλα λόγια το ταλέντο και το πάθος του δημιουργού και από την άλλη οι κοινές εμπειρίες, ανησυχίες, τρόπος σκέψης, ψυχική διάθεση μεταξύ δημιουργού και παραλήπτη της δημιουργίας προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η ταύτιση. Η ταύτιση όμως είναι πάντοτε απρόβλεπτη και δεν υπάρχει συνταγή επιτυχίας για τον δημιουργό. Αυτή η στιγμή της συγκίνησης, όπου καθώς μαρτυρεί η ίδια η λέξη υπάρχει μια κοινή κίνηση προς την ίδια κατεύθυνση, αποδεικνύεται τελικώς πολύ πιο δυνατή από κάθε λογική ανάλυση, σύγκριση ή ‘αντικειμενική’ κριτική ενός έργου. Στην συγκίνηση υπάρχει σχεδόν πάντοτε το ίχνος της υποκειμενικότητας. Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο αρχαίος κριτικός θα έρθει να προσθέσει και την διάσταση του χρόνου και του πλήθους των ανθρώπων, προκειμένου να θωρακίσει λογικά τον ορισμό του. Όταν πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι και σε διαφορετικές εποχές φτάσουν να νιώσουν την ίδια αυτή συγκίνηση μέσα από ένα έργο, τότε αυτό αποτελεί ὕψος. Μια επιπλέον ‘απόδειξη’ ότι δεν είναι πάντοτε η αντικειμενική αξία ενός έργου που τό αθανατίζει αποτελεί και το γεγονός ότι συχνά αναφερόμαστε σε μεγάλους καλλιτέχνες του παρελθόντος των οποίων το έργο ποτέ δεν καταγράφηκε ή διασώθηκε προκειμένου να γίνουμε κοινωνοί του και να τό κρίνουμε. Υπήρξαν στο παρελθόν καλλιτεχνικές δημιουργίες που έσβησαν την ίδια την στιγμή του τοκετού τους. Ποιός μπορεί επί παραδείγματι να μάς ‘πείσει’ ότι ο μέγας καστράτο του 18ου αιώνα Farinelli, o σπουδαιότερος τραγουδιστής κατά πως λένε του αιώνα του, ήταν αληθινά μεγάλος; Ή ακόμη ότι η σπουδαία ηθοποιός Sarah Bernhardt από την οποία εμπνεύστηκαν μέγιστοι δραματουργοί υπήρξε πραγματικά σπουδαία; Η τέχνη τους δεν έχει καταγραφεί. Αυτό όμως που έχει καταγραφεί είναι η συγκίνηση που η τέχνη αυτή προκάλεσε στις καρδιές πολλών ανθρώπων και που συνεχίζει να μεταφέρεται ως μύθος από γενιά σε γενιά. Μια τέτοια στιγμή συγκίνησης φυλάω κι εγώ ως τζιβαερικό μέσα μου από τον Ταλιαδώρο. Μια στιγμή ψαλμωδίας εκεί στο Θησείο, ένα καλοκαίρι, στον λόφο του Αστεροσκοπείου, στο πανηγύρι της Αγια-Μαρίνας, τήν οποία άκουσαν τα νεανικά μου αυτιά και η οποία θα με συντροφεύει για πάντα. Μια στιγμή όπου η καρδιά νύσσεται και το πνεύμα εγκαταλείπει τα χθονοστιβή και μεταρσιώνεται, μια στιγμή έκστασης, μια στιγμή αλήθειας. Μια στιγμή που δεν γνωρίζω εάν απαθανατίστηκε σε κάποιο μέσο εγγραφής, αλλά σίγουρα απαθανατίστηκε στην ψυχή μου. Κι επειδή αυτό το συναίσθημα ‘δεν μπορεί, θα το νιώσανε κι άλλοι’ ο κυρ-Χαρίλαος θα μένει ad infinitum κοντά μας…

Πηγές 

Αριστοτέλης, ‘Περὶ Ποιητικῆς’, μτφ Σίμου Μενάρδου· εισαγωγή, κείμενο και ερμηνεία Ιωάννη Συκουτρή, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, πρώτη έκδοση 1937

-Harold Bloom, ‘The Western Canon: the books and school of the ages’, Riverhead books, 1995

-Jorge Luis Borges, ‘The Enigma of Shakespeare’, Great Ideas, Penguin, 2010

-Ζήσιμος Λορεντζάτος, ‘Αρχαίοι κριτικοί᾽ από τον δεύτερο τόμο των ‘Μελετών’, εκδ. Δόμος & Μουσείο Μπενάκη, 2007

Η εικόνα αναπαριστά τον πίνακα του Νικολάου Γύζη (1842-1901) ‘Ο χορός των Μουσών’ που φιλοτεχνήθηκε το 1897 και ανήκει στην περίοδο του Συμβολισμού. Οι Μούσες αποτελούν εφεύρεση των αρχαίων Ελλήνων προκειμένου- θαρρώ- να ερμηνεύσουν το μυστήριο της γένεσης της καλλιτεχνικής αλλά και κάθε άλλης υψηλής πνευματικής δημιουργίας.  

Ακούστε εδώ τον Δάσκαλο να τραγουδά ένα παραδοσιακό τραγούδι σε γλέντι την δεκαετία του ’90. 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s