Πρόσφατα προβλήθηκε στους κινηματογράφους ένα πολύ ιδιαίτερο ντοκυμαντέρ του Ουκρανού δημιουργού Sergei Loznitsa με τίτλο στα Αγγλικά ‘State Funeral’ και θέμα την κηδεία του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν το 1953. Ο Loznitsa σε αυτό το ντοκυμαντέρ κάνει αληθινό κινηματογράφο σμιλεύοντας πραγματικά τον χρόνο. Χρησιμοποίησε 40 ώρες αρχειακού υλικού, το οποίο εκατοντάδες κάμεραμεν είχαν καταγράψει κατά τις μέρες πριν αλλά και την ίδια την ημέρα της κηδείας, προκειμένου να μάς παρουσιάσει ένα φιλμ δυόμιση περίπου ωρών, χωρίς αφήγηση, γεμάτο με τις εικόνες από τα πρόσωπα εκατομμυρίων ανθρώπων που συμμετείχαν στο τριήμερο πένθος. To φιλμ επενδύεται αποκλειστικά με φυσικούς ήχους· το τρίξιμο μιας σκάλας, τα διακριτικά αναφιλητά, ένα φτέρνισμα, τις μονότονες φωνές από τα μεγάφωνα να υμνούν την ‘ιδιοφυΐα’ του Generalissimus, τους ήχους της κλασικής ορχήστρας, τις εκκωφαντικές σιωπές. Οι μεγάλοι πρωταγωνιστές είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι, αυτό το άσπετο πλήθος, τόσο που η ταινία θα μπορούσε κάλλιστα να μετονομαστεί σε…‘Πρόσωπα’. Επί αρκετή ώρα η κάμερα επικεντρώνεται στα πρόσωπα των ανθρώπων που συνωστίζονται στην Αίθουσα με τους Κίονες προκειμένου να ρίξουν ένα φευγαλέο βλέμμα στο κιβούρι του νεκρού. Θα μπορούσε ίσως κανείς να θεωρήσει κάτι τέτοιο πληκτικό ή χωρίς νόημα· εγώ αντίθετα το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον τόσο αισθητικά όσο και ψυχολογικά. Είναι πραγματικά ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς αυτή την τόσο ετερόκλητη ανθρωπογεωγραφία, ανθρώπους κάθε ηλικίας, από παιδιά έως ηλικιωμένους, στρατιωτικούς, μουζίκους αλλά και κυρίες με τις γούνες και τις σάπκες τους, και να επιχειρήσει να αποκρυπτογραφήσει τα συναισθήματα που διαγράφονται σε αυτά τα πρόσωπα. Ίσως η αρχική πρόθεση της κινηματογράφησης τόσων ανθρώπων να υπήρξε η κατασκοπεία, για εμάς όμως σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά αναδεικνύει με ανάγλυφο τρόπο την πεμπτουσία μιας ιστορικής στιγμής που δεν είναι άλλη από τους ίδιους τους ανθρώπους που τήν δημιουργούν. Εκτός όμως από τα όσα διαδραματίζονται στην Μόσχα, οι εικόνες, άλλοτε έγχρωμες και άλλοτε μαυρόασπρες, έρχονται να αποτυπώσουν μ’ έναν εξαιρετικά εύγλωττο τρόπο τις αντιδράσεις στην αναγγελία του θανάτου σε όλες σχεδόν τις γωνιές της αχανούς χώρας. Από την Σιβηρία μέχρι το Αζερμπαϊτζάν κι από την Λευκορωσία έως τον Καύκασο παρατηρούμε εργάτες σε εργοστάσια και ναυπηγεία, ξυλοκόπους σε χιονισμένα δάση, Μογγόλους έξω από τις σκηνές τους σε παγωμένες στέπες, να στέκουν ακίνητοι και να αποκαλύπτουν την κεφαλή στο άκουσμα της ‘θλιβερής’ είδησης. Και φυσικά παρακολουθούμε όλη την κηδεία από την μεταφορά της σωρού πάνω σε κιλλίβαντα που σέρνουν τέσσερα μαύρα άλογα υπό τους μονότονα επαναλαμβανόμενους ήχους του πένθιμου εμβατηρίου του Chopin έως τις ομιλίες των μανδαρίνων του καθεστώτος και την είσοδο του νεκρού στο μαυσωλείο του Λένιν. Κι όλα αυτά μέσα σ’ έναν ωκεανό άσπρων και κόκκινων λουλουδιών. Αλήθεια πού βρέθηκαν τόσα λουλούδια; Και τέλος αποτυπώνεται η στιγμή όπου κανονιοβολισμοί σπάνε την φρικτή σιωπή κι απ’ άκρου εις άκρον της Ένωσης μπουρού εργοστασίων, κόρνες πλοίων, σειρήνες τρένων ουρλιάζουν και κάνουν μιαν απέραντη χώρα να ‘παγώσει’. Πώς μπόρεσαν άραγε τόσοι λίγοι να συντονίσουν απόλυτα τόσους πολλούς;
Πολλές είναι και οι σκέψεις που γεννά το φιλμ. Πρώτα από όλα αναρωτιέται κανείς τί αισθάνονται αληθινά αυτά τα πρόσωπα. Στο καταληκτικό σημείωμα της ταινίας ο Loznitsa μάς πληροφορεί ότι με αδρούς υπολογισμούς περίπου 50 εκατομμύρια άνθρωποι εξαλείφθηκαν στην Σοβιετική Ένωση του Στάλιν. Το νούμερο είναι ασύλληπτο αλλά και ‘αδιάφορο’ την ίδια στιγμή, εάν κανείς πιστεύει ότι και μια μόνη ζωή έχει ίση αξία με εκατομμύρια. Είναι σημαντικό όμως γιατί δείχνει την απίστευτη έκταση του πογκρόμ και μάς πείθει ότι δεν μπορεί παρά αυτοί οι άνθρωποι να γνώριζαν τί συνέβαινε γύρω τους. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν έχοντας κανείς αυτήν την γνώση να λυπάται ειλικρινά για την απώλεια ενός τέτοιου τέρατος; Λυπούνται όμως; Σίγουρα κάποιοι υποκρίνονται, κάποιοι βρίσκονται σε αμηχανία, κάποιοι δεν βρέθηκαν εκεί με την θέληση τους, κάποιοι (οι συντριπτικά περισσότεροι) δεν θα τολμούσαν ποτέ να εκφράσουν τα αληθινά τους αισθήματα. Όμως δεν μπορεί όλα τα δάκρυα, και δεν είναι λίγα, να είναι κροκοδείλια· κάποιοι φαίνονται ειλικρινά συντετριμμένοι. Μένει κανείς ενεός όταν μαθαίνει ότι ο Μολότωφ, ο μόνος από τους ηγέτες του κόμματος που θα δακρύσει στην ομιλία του για τον ‘μεγάλο νεκρό᾽, είχε πέσει σε δυσμένεια από τον Στάλιν και η γυναίκα του βρισκόταν ήδη τέσσερα χρόνια εγκάθειρκτη στην εξορία…Κι ακόμη αναλογίζεται κανείς πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο γιγαντιαίο πλήθος ανθρώπων να μην αντιλαμβάνεται την δύναμη του; Να μην αντιλαμβάνεται ότι θα μπορούσε να επαναστατήσει, όπως έκανε άλλωστε το ᾽17, και να ανατρέψει τον τύραννο; Φαίνεται ότι η προπαγάνδα χρόνων με την αδίστακτη και εξωφρενική διαστρέβλωση της αλήθειας-όσο πιο εξωφρενικό το ψέμα τόσο πιο εύκολα γίνεται πιστευτό…- και την αδιάκοπη επανάληψη κενών νοήματος συνθημάτων και μωρολογιών σε συνδυασμό με μια απόλυτη απομόνωση από τον έξω κόσμο είναι ικανά να ελέγξουν τον ανθρώπινο νου. Αλλά επιπλέον αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ‘εύπλαστος’, εύπιστος και καθοδηγήσιμος μπορεί να είναι κι ο ανθρώπινος νους τόσο που να παγιδευτεί, να υπνωτιστεί, να οδηγηθεί στον φανατισμό και σε αδυναμία να αντιληφθεί ακόμη και το πλέον προφανές. Φυσικά δεν θα πρέπει να παραγνωρίσει κανείς τον τρόμο που τέτοια καθεστώτα εντέχνως ενσταλάζουν στους υπηκόους τους προκειμένου να παραλύσουν κάθε ικμάδα αντίστασης. Ο μεγάλος βιολονίστας της Σοβιετικής περιόδου David Oistrakh περιγράφει χαρακτηριστικά αλλού το πώς κάθε βράδυ άνθρωποι της μυστικής αστυνομίας εισέβαλαν στην πολυκατοικία όπου ζούσε και συνελάμβαναν έναν προς έναν τους ενοίκους της. Όλοι γνώριζαν ότι αυτή η σύλληψη ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη. Μπορεί εύκολα κανείς να καταλάβει πώς θα ένιωσαν ο Oistrakh και η οικογένεια του την νύχτα όπου η πόρτα χτύπησε βάναυσα και σε ολόκληρη την πολυκατοικία είχαν πλέον απομείνει μόνο δυο οικογένειες… ‘Από εκείνη τη στιγμή και μετά’, λέει ο Oistrakh, ‘ήμουν ένας άλλος άνθρωπος…’
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η ιδιότητα κάποιων ανθρώπων να ανέχονται την καταπίεση σχετίζεται με την ιδιοσυγκρασία ορισμένων λαών. Προσωπικά έχω την εντύπωση ότι αποτελεί περισσότερο χαρακτηριστικό της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Υπάρχουν άλλωστε πολλά παραδείγματα στην ιστορία όπου κι άλλοι λαοί ανέχτηκαν και συνεργάστηκαν με ολοκληρωτικά καθεστώτα· ας θυμηθούμε χαρακτηριστικά από τον περασμένο αιώνα την περίπτωση της Γερμανίας και την άνοδο και επικράτηση εκεί της ναζιστικής λαίλαπας… Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από την δημιουργία του Loznitsa είναι η πλήρης απουσία οποιουδήποτε θρησκευτικού συμβόλου κατά την διάρκεια της κηδείας και του πένθους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και όταν κάποιοι ιερωμένοι μέσα στο πλήθος θα βρεθούν μπροστά στον νεκρό δεν σχηματίζουν το σύμβολο του σταυρού, αλλά υποκλίνονται ελαφρώς κι αποχωρούν. Αυτό ίσως δεν μάς προξενεί εντύπωση γνωρίζοντας τον διωγμό που υπέστησαν οι εκκλησίες στα χρόνια του σταλινισμού. Ενδιαφέρον όμως είναι ότι τα θρησκευτικά σύμβολα και η πίστη φαίνεται να έχουν πλήρως αντικατασταθεί από την θρησκειοποίηση του ίδιου του καθεστώτος και του ηγέτη του. Η προσωπολατρεία του Στάλιν προσλαμβάνει σαφή χαρακτηριστικά ‘θεοποίησης’. Δεν κηδεύεται ένας ηγέτης αλλά ένας θεός! Και οι μεγαλοσχήμονες του κόμματος δεν είναι άλλοι από τους αποστόλους του. Αυτό είναι εμφανές από την προπαγάνδα που ακούμε επαναλαμβανόμενα κατά την διάρκεια του φιλμ να ξεχύνεται από τα μεγάφωνα σε πλατείες και άλλους δημόσιους χώρους. Μια προπαγάνδα που χρησιμοποιεί προς ίδιον όφελος δυο βασικά στοιχεία της χριστιανικής (και όχι μόνο) πίστης: το πόσο φιλάνθρωπος πατέρας ήταν ο Στάλιν για τον λαό του (φιλάνθρωπος Πατήρ ο Θεός) αλλά και την έννοια της αιωνιότητας. Το τελευταίο προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση για ένα καθεστώς χωρίς κανέναν μεταφυσικό προσανατολισμό και πίστη στο επέκεινα, αλλά φαντάζομαι ότι εξυπηρετούσε ιδιαίτερα την πρόθεση θεοποίησης του Ηγέτη, αφού ένας θεός δεν μπορεί παρά να είναι αθάνατος…Ίσως μάλιστα η συστηματική προσπάθεια εξοβελισμού κάθε θρησκευτικής πίστης να ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου μια άλλη πίστη σ᾽έναν άλλον θεό να πάρει τη θέση της…
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Loznitsa κάνει ντοκιμαντέρ με έναν εντελώς καινούριο και άκρως γοητευτικό τρόπο. Ένας οποιοσδήποτε άλλος δημιουργός θα έδειχνε ένα μικρό μόνο μέρος από τις διαθέσιμες εικόνες, θα συγκέντρωνε μαρτυρίες ανθρώπων, θα επιχειρούσε να ερμηνεύσει τα γεγονότα. Ο Loznitsa περιορίζεται στο να μάς τα παρουσιάσει γυμνά, χωρίς καμμία επιτήδευση, χωρίς ψιμύθια, χωρίς αναλύσεις και μάς καλεί να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα. Ο λόγος περισσεύει, η εικόνα είναι αρκετή. Όπως και στο άλλο ντοκυμαντέρ του, στην ‘Δίκη᾽, επιλέγει να διερευνήσει την πρόσφατη ιστορία της πατρίδας του μέσα από τις ιστορίες άσημων ανθρώπων. Ήρωες τους είναι όλοι αυτοί που δεν θα μείνουν στην ιστορία με το όνομα ή το έργο τους αλλά στην ουσία είναι όλοι αυτοί οι αναλώσιμοι ανώνυμοι που εκόντες άκοντες τήν διαμόρφωσαν. Ήρωες τελικώς είμαστε όλοι εμείς που κοινωνούμε το φιλμ. Και το μήνυμα του δημιουργού-εάν είχε την πρόθεση για κάτι τέτοιο-φαίνεται να είναι ακριβώς αυτό: στη θέση όλων αυτών των ανθρώπων που βλέπουμε μπροστά μας θα μπορούσε κάλλιστα να είμαστε εμείς. Και μια παρόμοια ιστορία θα μπορούσε κάποτε να επαναληφθεί. Δεν έχει τόση σημασία ο τόπος, ο χρόνος, η ιδιοσυστασία ενός λαού, γιατί οι άνθρωποι είμαστε τελικώς φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό. Ας έχουμε λοιπόν τον νου μας ξάγρυπνο, ώστε να μην επιτρέψουμε ως ανθρωπότητα τέτοια εγκλήματα να ξανασυμβούν. Ας γνωρίσουμε την ιστορία, ας θωρακίσουμε τον πολιτισμό μας κι ας σφραγίσουμε στεγανά όλες τις ρωγμές του, ώστε τέτοιοι δαίμονες να μην μπορέσουν να παρεισφρύσουν ποτέ ξανά.
Η εικόνα αποτελεί ένα από τα posters του φιλμ.
Ακούστε παρακάτω ένα ηπειρώτικο μοιρολόι παιγμένο από το ‘φύσημα του Θεού’, τον μέγιστο λαϊκό κλαρινίστα που γέννησε η πατρίδα μας, τον Τάσο τον Χαλκιά, ως ελάχιστο φόρο τιμής σε όλους τους αθώους νεκρούς του ολοκληρωτισμού στην ιστορία της ανθρωπότητας.