Ταξίδι στην καρδιά της ύπαρξης

‘Τους ανθρώπους και μόνο αυτούς πρέπει να φοβάσαι, πάντοτε’

Louis-Ferdinand Céline

Γιατί δεν γνωρίζουμε τον Céline; Γιατί δεν γνωρίζουμε έναν τόσο μεγάλο συγγραφέα σαν κι αυτόν; Είναι μήπως επειδή συνεργάστηκε, Γάλλος αυτός, με τους Γερμανούς στον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο; Είναι επειδή υιοθέτησε ακραίες αντισημιτικές θέσεις; Επειδή δεν πρόβαλε τον εαυτό του και το έργο του κι έσβησε στην αφάνεια, εκεί στο ερημητήριο της Meudon; Επειδή απλώς αδιαφορήσαμε για εκείνον; Ή μήπως κατά βάθος επειδή δεν αντέχουμε να αντικρίσουμε την αλήθεια του; 

Στο μεγάλο του έργο, το ‘Ταξίδι στην άκρη της νύχτας’, θέτει βαθειά μέσα του κι ευθέως μπροστά μας το προαιώνιο ερώτημα: ‘είναι ο άνθρωπος προορισμένος για το καλό ή το κακό;’ Η απάντηση του δεν θα μπορούσε να ήταν πιο ξεκάθαρη: o άνθρωπος είναι κτήνος. Τελεία και παύλα. Και μέσα από τις περιπέτειες του ήρωα του με έντονες αυτοβιογραφικές πινελιές μας εξηγεί το γιατί. Το ταξίδι του ξεκινά στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο όπου ο Bardamu, το λογοτεχνικό alter ego του Céline, εκών άκων πολέμησε, όπως άλλωστε κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη της ανθρώπινης κτηνωδίας από τον πόλεμο; Εκεί όπου εκατόμβες θυσιάζονται για φαντασιοκοπίες· πατρίδα, σύνορα, αξίες, παραδόσεις. ‘Να τους ξεκάνουμε όλους, λεγεώνες επί λεγεώνων, να τους λιανίσουμε, να τους πιούμε το αίμα, να τους καπνίσουμε με τ’αέρια, κι όλα αυτά για να γίνει η Πατρίς πιο αγαπητή, πιο χαρωπή και πιο γλυκιά! Κι αν υπάρχουν κει μέσα τίποτα λέρες που αρνούνται να καταλάβουν τα υψηλά αυτά πράγματα δεν έχουν παρά να πάνε να θαφτούν αμέσως μαζί με τους άλλους…στην άλλη άκρη του νεκροταφείου υπό το ατιμωτικό επιτύμβιο των άνανδρων άνευ ιδανικών…’. Ο Bardamu θα ξεφύγει από τον παραλογισμό του πολέμου για να δραπετεύσει σ’έναν άλλο. ΣτηνΑφρική, εκεί όπου θα γνωρίσει την κτηνωδία της γαλλικής αποικιοκρατίας. Κτηνωδία απέναντι σε πρόσωπα του είδους μας, που διαθέτουν διαφορετικό χρώμα δέρματος κι ανήκουν σε άλλη φυλή, ‘απόλυτα αφελείς κι άδολα ανθρωποφάγοι, ζαβλακωμένοι από την μιζέρια, ρημαγμένοι από χίλιους λοιμούςείχαν έρθει στην τροπική Αφρική τα μικρά αυτά ανθρωποειδή να προσφέρουν το κρέας τους στ’αφεντικά, τις ζωές τους, τα νιάτα τους, οσιομάρτυρες για είκοσι δυο φράγκα ημερησίως (μείον οι κρατήσεις), ευχαριστημένοι παρ’όλα αυτά, ευχαριστημένοι ως το έσχατο ερυθρό αιμοσφαίριο που λιγουρευόταν το δεκάκις εκατομμυριοστό κουνούπι’. Το ταξίδι θα συνεχιστεί στη Νέα Γη, στην σύγχρονη αυτοκρατορία. Απρόσωπη, σκληρή, παραδομένη στο ψέμα της διαφήμισης, στην ‘εντατικοποίηση’ της ανθρώπινης εργασίας, εκεί όπου κάθε εργάτης μεταβάλλεται σε γρανάζι μιας καλοκουρδισμένης μηχανής χωρίς νου και ψυχή, μια αυτοκρατορία παραδομένη στο κέρδος. ‘Είναι μια συνοικία τίγκα στο χρυσάφι, ένα αληθινό θαύμα, άσε που μπορείς να τ’ακούσεις το θαύμα μέσα απ’τις πόρτες, απ’τον ήχο των τσαλακωμένων δολαρίων, πανάλαφρο το Δολάριο, αληθινό Άγιο Πνεύμα, πολυτιμότερο από αίμα’. Ο ήρωας θα εγκαταλείψει την Αμερική και θα επιστρέψει στα πάτρια. Στο Παρίσι, στην ‘πόλη του φωτός’, που πιο πολύ με πόλη του σκότους μοιάζει! Μικροαστισμός, υποκρισία, καθωσπρεπισμός, ψέμα, συμφέρον, βία, έγκλημα, ενοχές, ντροπή για όσα δεν χρειάζεται να ντρέπεται ο άνθρωπος και αναισχυντία για όσα θα’πρεπε να ωχριά. Και μέσα σε όλα αυτά ο ήρωας μας έχει γίνει πλέον γιατρός· ένας γιατρός που ξεγυμνώνει την ψυχή του μπροστά στα μάτια μας, που ξεγυμνώνει τις μύχιες σκέψεις του αδιαφορώντας εντελώς για το τι θα σκεφτούμε γι’αυτόν. Ένας γιατρός που θα νιώσει ένα κάποιο τρυφερό συναίσθημα-θα ήταν πολύ υπερβολικό να το ονομάσουμε ‘αγάπη’-για τρία μόνο πρόσωπα κατά την διάρκεια αυτού του ταξιδιού. Για την Molly, τη νεαρή πόρνη του Detroit, τον Bebert, τον μικρούλη που τελικώς πεθαίνει από τύφο και πιθανόν στο τέλος για τον ‘φίλο’ Robinson, όταν θα σκύψει να φιλήσει το κουφάρι του. Για όλους τους άλλους αισθάνεται μια ατέλειωτη αηδία, γιατί αηδία τελικά αισθάνεται και για τον ίδιο του τον εαυτό…

Θα πει κάποιος ‘πολλοί μας τα’παν αυτά’ και δεν θα έχει άδικο. Κανείς όμως νομίζω με την γλώσσα του Céline · μια γλώσσα μαχαίρι κοφτερό, ανατομικό νυστέρι, που φθάνει στην καρδιά της ουσίας, στην καρδιά της ύπαρξης. Απελεύθερος από κάθε λογής συναισθηματισμούς φθάνει κατευθείαν στην άπεφθη αλήθεια. Διαβάζοντας τον μας αναγκάζει, θέλουμε δεν θέλουμε, να δούμε κατάματα τον εαυτό μας και να φρίξουμε. Θα κρίνω εξ’ιδίων τα αλλότρια. Θα κοιτάξω τα σκατά, κατά πως θα’λεγε κι ο ίδιος, μέσα μου. Όταν αντικρίζω έναν άνθρωπο που η μορφή του απέχει από τα επινοημένα πρότυπα της ‘τελειότητας’ ομολογώ ευθαρσώς ότι το πρώτο συναίσθημα είναι… αποστροφή. Αποστροφή που κρατάει μόλις λίγα δευτερόλεπτα. Μετά επικρατεί ο ‘ορθός λόγος’· ότι δηλαδή κι εγώ δεν είμαι τέλειος, ότι μεγαλύτερη σημασία έχει η ψυχή κι όχι το σώμα, ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσης αξίας κτλ κτλ κτλ… Αλλά είναι αυτά τα πρώτα λίγα δευτερόλεπτα που μου αποδεικνύουν πόσο κτήνος είμαι! Κι έπεται συνέχεια…Μιλάω χωρίς να ακούω, το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να δείξω πόσο σπουδαίος, πόσο σοφός είμαι, δεν με ενδιαφέρει διόλου τι σκέφτεται ή τι αισθάνεται ο άλλος απέναντι μου, μόνο τα ‘μπράβο’ τους επιζητώ που θα έρθουν να χαϊδέψουν τα βασικά μου ένστικτα… ‘κάλλιο να μην τρέφεις αυταπάτες. Οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να πουν ο ένας στον άλλο, το μόνο που κάνουν είναι να μιλάνε ο καθείς για τον καημό του, γνωστό αυτό. Ο καθείς για την πάρτη του, και η γη για όλους’. Αλλά κι ως συνάδελφος του Céline η πρώτη σκέψη μου όταν ένας ασθενής κινδυνεύει να πεθάνει-όπως ακριβώς την περιγράφει εύστοχα κι ο ίδιος- είναι πως θα προστατεύσω το τομάρι μου προκειμένου να μην ‘κατηγορηθώ’ ότι δεν έκανα ό,τι μπορούσα για να τον σώσω. Αλτρουισμός; Τί είναι αυτό; Ας γελάσω…Ναι, ναι, ξέρω· μόνο για λίγα δευτερόλεπτα· μετά επικρατεί η επινοημένη μας ηθική! Όταν πάλι θίγεται έστω και κατ’ελάχιστον το συμφέρον μου γίνομαι θηρίο. Θέλω πάραυτα να αποκατασταθούν τα δικαιώματά μου, να βρω το δίκιο μου, αδιαφορώντας φυσικά για το δίκιο του άλλου. Αποζητώ την ηδονή, για εμένα, πάντοτε για εμένα, και εξιδανικεύω τις ορμές μου εφευρίσκοντας την…αγάπη…αλλά κατά βάθος κάθε μου σκέψη, κάθε μου έγνοια, κάθε μου πράξη αποσκοπεί στην ικανοποίηση των δικών μου και μόνο αναγκών…‘δεν μπορούμε να ζήσουμε ούτε δευτερόλεπτο δίχως απόλαυση κι ο αληθινός καημός σπανίζει’. Λέω ψέματα για τα λάθη ή τις αποτυχίες μου. Ψέματα ωμά, χωρίς ίχνος αισχύνης. Μόνο και μόνο για να διατηρήσω την εικόνα μου άχραντη και αμίαντη, για να συνεχίσω να προσποιούμαι ότι είμαι κάποιος που δεν είμαι. Ψέματα παντού και πάντα. Ψέματα προπάντων στον ίδιο μου τον εαυτό! Κι όταν κάποιος άλλος με ξεπερνάει και δείχνεται καλύτερος μου, τότε ναι, ζηλεύω ειλικρινά, ζηλεύω μ’όλη μου την ψυχή, μ’όλο μου το είναι. Και πάλι για λίγα δευτερόλεπτα. Μετά ανακαλώ στην μνήμη μου ότι η ζήλεια είναι ένα ‘κατώτερο συναίσθημα’ κι ότι δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να το νιώθει. Κι όλα αυτά τα συναισθήματα δεν είναι παρά ένας κόκκος άμμου. Είναι τόσα πολλά τα σκατά, τόσο μεγάλη η δυσωδία…

Μήπως όμως δεν υπάρχει καμμιά δυσωδία; Μήπως απλώς είμαστε έτσι ‘κατασκευασμένοι’; Τέρμα πια οι ενοχές! Είμαστε αυτοί που είμαστε. Ναι, κτήνοι. Σε αυτό δεν χωράει καμμιά αξιολογική κρίση· δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Είναι απλώς αυτό που είναι. Εμείς προσπαθούμε να το μετατρέψουμε σε κάτι άλλο. Εμείς προσπαθούμε να το δαιμονοποιήσουμε, να το δαμάσουμε, να το εξωραΐσουμε, να το εξιδανικεύσουμε. Με τους νόμους, την ηθική μας, την θρησκεία μας, τον πατριωτισμό μας, τα ιδανικά μας, τα κοινωνικά μας θέσφατα. Ίσως αυτό πάλι να είναι αναπόδραστο. Ίσως αυτό θα έπρεπε να κάνουμε για να επιβιώσουμε ως είδος. Η κοινωνία είναι η μεγάλη μας δύναμη. Δεν θα επιβίωνε ο αδύναμος άνθρωπος στην αδυσώπητη ζούγκλα! Αλλά όπως και να’χει είναι καλό να ξέρουμε ποιοί πραγματικά είμαστε. Κι αυτός ο σαλός, ο εξωμότης, ο πένης, ο αλαφροΐσκιωτος, ο παρείσακτος, ο α γ ν ό ς μας το δείχνει τόσο καθαρά, όσο μόνο οι παρείσακτοι μπορούν να το δουν… ‘Κοντολογίς, η μεγάλη κούραση της ύπαρξης μπορεί να μην είναι τίποτε άλλο απ’τον τεράστιο μόχθο μας να παραμείνουμε εχέφρονες επί είκοσι, σαράντα χρόνια και βάλε, να μην είμαστε απλά, βαθιά ο εαυτός μας, δηλαδή σιχαμεροί, φρικαλέοι, παράλογοι. Είναι εφιάλτης να πρέπει πάντα να παρουσιάζουμε ως ένα μικρό παγκόσμιο ιδεώδες, ως έναν υπεράνθρωπο απ’το πρωί ίσαμε το βράδυ, τον χωλό υπάνθρωπο που μάς δόθηκε’…

Ναι, έτσι είναι. Το μόνο ‘αγκάθι’ είναι οι άγιοι… Τί θα κάνουμε με τους αγίους Louis-Ferdinand; Πώς θα ξεμπλέξουμε με δαύτους…;

Τα αποσπάσματα με πλάγια γράμματα είναι από το ‘Ταξίδι στην άκρη της νύχτας’, μτφ Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου, εκδ. ‘Βιβλιοπωλείο της Εστίας’, 19η έκδοση, 2021.

Το σκίτσο-προσωπογραφία του Céline είναι του Olivier Carré (1994).

Ο Céline γράφει για την μουσική: ‘Κανείς δεν αντιστέκεται στην μουσική, κατά βάθος…πρέπει ν’ακούμε στα βάθη κάθε μουσικής τον δίχως νότες σκοπό, για μας γραμμένο, τον σκοπό του θανάτου’.  Ποιός μπορεί να αντισταθεί στην μουσική του Ιωάννη Σεβαστιανού; Ακούστε εδώ ένα υπέροχο ντουέτο από την χριστουγεννιάτικη Cantata BWV 63 σε ερμηνεία των English Baroque Soloists υπό τον Sir John Eliot Gardiner.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s