Ο μεγάλος άγνωστος

‘ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει’

Ηράκλειτος

‘Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου’

Λαϊκή ρήση

Συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από την παρθενική δημοσίευση του Οδυσσέα του James Joyce· ίσως του πιο πολυσυζητημένου και ταυτόχρονα λιγότερο διαβασμένου βιβλίου όλων των εποχών. Ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο κύριος Bloom, ένας εβραϊκής καταγωγής Δουβλινέζος, περιφέρεται στους δρόμους της πόλης κάνοντας τις ελάχιστες καθημερινές του δραστηριότητες, ενώ εμείς παρακολουθούμε τις πράξεις, τα λόγια αλλά κυρίως τις σκέψεις του κατά την διάρκεια μιας ολόκληρης μέρας. Στο έκτο επεισόδιο του έργου, επί παραδείγματι, το αποκαλούμενο και ‘Άδης’-ένα ανάλογο της ομηρικής Νέκυιας- ο κύριος Bloom επισκέπτεται το νεκροταφείο για την κηδεία ενός γνωστού του. Μετά την τελετή και καθώς περιδιαβαίνει ανάμεσα στους τύμβους, εμείς παρακολουθούμε την αδιάλειπτη ροή της σκέψης του. Βλέποντας τα περίτεχνα μνήματα σκέφτεται ότι θα ήταν πιο λογικό τα χρήματα για την κατασκευή τους να είχαν δοθεί ως φιλανθρωπία στους…ζωντανούς. Διαβάζοντας την επιγραφή ‘προσευχηθείτε για την ψυχή του…’ πάνω στα μνημεία αναρωτιέται ποιός άραγε προσεύχεται πραγματικά και σκέφτεται ότι θα ήταν πρακτικότερο εάν θάβονταν όλοι οι νεκροί μαζί για να γλιτώνουμε χώρο και χρόνο. ‘Τους φυτεύεις και έχεις τελειώσει μαζί τους’.Τότε θα θυμηθεί ότι στις 27 του μηνός θα πρέπει να επισκεφτεί τον τάφο του πατέρα του και να πληρώσει 20 σελίνια στον κηπουρό που ξεριζώνει τα αγριόχορτα και περιποιείται το μνήμα. Κατόπιν σκέφτεται ότι θα ήταν προτιμότερο εάν οι επιγραφές ανέγραφαν τί έκανε ο νεκρός στην ζωή του αντί απλώς για το όνομα του· ‘εγώ ταξίδευα για να αγοράσω ξυλεία ή εγώ μαγείρευα ωραίο ιρλανδέζικο βραστό’…‘Κάποτε όλοι αυτοί περπατούσαν στο Δουβλίνο, όπως ακριβώς κι εσύ τώρα’, θα μονολογήσει. ‘Και πώς θα μπορούσαμε να κρατήσουμε την μνήμη τους ζωντανή; Μάτια, βάδισμα, φωνή. Αυτό είναι, ναι· φωνή. Ένα γραμμόφωνο σε κάθε τάφο ή στο σπίτι με την φωνή του νεκρού να παίζει μετά το μεσημεριανό τις Κυριακές. Να σου θυμίζει την φωνή όπως η φωτογραφία το πρόσωπο’…η ματιά του θα πέσει σε μια πέτρινη κρύπτη. ‘Να ένας παχύσαρκος γκρι αρουραίος. Η ουρά του εξαφανίστηκε. Τα οστά του νεκρού θα τα παραλάβουμε καθαρά, όσο σπουδαίος κι αν υπήρξε στην ζωή του. Είναι συνηθισμένο κρέας αυτό για τους αρουραίους. Ένα πτώμα είναι κρέας που έχει αλλοιωθεί. Και τότε τί είναι το τυρί; Ένα πτώμα γάλακτος. Διάβασα κάπου ότι οι Κινέζοι θεωρούν ότι οι λευκοί μυρίζουν πτωμαΐνη. Καλύτερα η καύση των νεκρών. Ή μάλλον να τους θάβουμε στην θάλασσα. Γη, φωτιά, νερό. Δεν μπορούμε όμως να τους θάψουμε στον αέρα…πλησιάζει τις ανοιχτές πύλες του νεκροταφείου έτοιμος να αποχωρήσει. ‘Πίσω στον κόσμο πάλι. Αρκετά μ’αυτό το μέρος. Κάθε φορά που έρχομαι με φέρνει όλο και πιο κοντά…’

Αυτό που βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον στον Οδυσσέα είναι ο τρόπος που ο Joyce καταγράφει (ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της λογτεχνίας;) την πλημμυρίδα των σκέψεων των πρωταγωνιστών του με μια απίστευτη εμμονή στην λεπτομέρεια. Καταγράφει την λεγόμενη ‘συνειδησιακή ροή’ (stream of consciousness) ή όπως αλλιώς ονομάστηκε ‘εσωτερικός μονόλογος’ (inner monologue). Θα ήταν πιστεύω αποκαλυπτικό εάν κάναμε κι εμείς αυτό το πείραμα· εάν επιχειρούσε ο καθένας από εμάς να σημειώσει κάθε σκέψη που περνάει από το μυαλό του κατά την διάρκεια μιας ημέρας. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο φαντάζομαι, αφού θα είχαμε να αναμετρηθούμε με έναν χείμαρρο σκέψεων που γεννιόνται πυκνές και ορμητικές η μια μετά την άλλη μέσα από τα οπτικά, ακουστικά και απτικά ερεθίσματά γύρω μας, από μνήμες που αναδύονται από τα βάθη του νου μας, από τα συναισθήματα και τις φοβίες μας. Συχνά μεταξύ αυτών των σκέψεων υπάρχει μια ‘διαφανής μεθόριος’. Με αυτό εννοώ ότι περνάμε ανεπαίσθητα από την μια σκέψη στην άλλη, ταχύτατα, χωρίς καν να έχει ολοκληρωθεί η προηγούμενη, τόσο που το σύνορο μεταξύ τους δεν είναι πάντα σαφές. Όσο κι αν μέναμε προσηλωμένοι στην καταγραφή τους σίγουρα κάποιες θα διέλαθαν της προσοχής μας. Συχνά πάλι υπάρχουν λογικά άλματα. Η επόμενη σκέψη μας μπορεί να μην συνδέεται λογικά με τις προηγούμενες αλλά ξεπετιέται ξαφνικά και απροσδόκητα. Είναι σαν το πλήθος των σκέψεων μας να συνωστίζονται σε έναν περιορισμένο χώρο και να παλεύουν σώμα με σώμα να ξεφύγουν ή σαν να ασφυκτιούν κάτω από το νερό και κατά καιρούς κάποιες από αυτές καταφέρνουν να ξεπροβάλουν στην επιφάνεια. Ο νους μοιάζει να είναι ένα παλίμψηστο όπου η κάθε σκέψη σβήνει και επικαλύπτει την προηγούμενη. Είναι τόσο πολύπλοκοι οι μαίανδροι που διαγράφουν οι σκέψεις μας που εάν τις απαθανατίζαμε η γέννηση και η πορεία τους θα εξέπληττε κι εμάς τους ίδιους. Ίσως μάλιστα να ήταν ένα βήμα προς την αυτογνωσία…‘Και ποιό το νόημα μια τέτοιας καταγραφής;’ θα αντέτεινε κανείς. Το νόημα είναι η πληρότητα· όσο αυτό είναι εφικτό. Μόνο μέσα από μια τέτοια παρατήρηση θα μπορούσε κανείς να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το ποιός πραγματικά είναι ο ίδιος και οι άλλοι. Εάν δεχθούμε ότι είμαστε ο εγκέφαλός μας, τότε είμαστε οι σκέψεις μας και τα όσα λέμε, γράφουμε ή πράττουμε αποτελούν ένα απειροελάχιστο μόνο κλάσμα της εγκεφαλικής μας δραστηριότητας. Εκτός όμως από αυτές τις συνειδητές σκέψεις δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και το υποσυνείδητο κομμάτι της ύπαρξης μας που κατεξοχήν ‘εκφράζεται’ με τα όνειρα. Αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο εάν σκεφτούμε ότι ξοδεύουμε σχεδόν το 1/3 της ζωής μας κοιμώμενοι…

Οι παραπάνω παρατηρήσεις οδηγούν ευθέως στην διαπίστωση ότι είναι αδύνατο να γνωρίσουμε πλήρως τους άλλους κι αυτοί να γνωρίσουν εμάς, αφού είναι αδύνατο να γίνουμε κοινωνοί όλων των σκέψεων και των ονείρων ο ένας του άλλου. Ο κύριος Bloom στον Οδυσσέα είναι ολιγόλογος και ‘σκοτεινός’, του αρέσει να περνά απαρατήρητος, είναι σχεδόν μια σκιά, ‘σκιά ονείρου’, και συνεπώς εκφράζει μόνο ελάχιστες από τις ψηφίδες του απέραντου μωσαϊκού της σκέψης του. Η εικόνα που έχουν οι άλλοι γι’αυτόν δεν μπορεί παρά να είναι ελλιπής ή ακόμη και στρεβλή. Η εικόνα που έχουν οι άλλοι για αυτόν βασίζεται περισσότερο σε προκαταλήψεις και κοινωνικές συμβατικότητες ή ακόμη σε μια ατελή κατηγοριοποίηση ανθρωπότυπων που παρασάγγας όμως απέχει από την αλήθεια. Μόνο εμείς οι αναγνώστες έχουμε το προνόμιο να βυθιστούμε στην σκέψη του και να τον γνωρίσουμε πραγματικά. Το ίδιο συμβαίνει όμως και στις δικές μας ζωές. Πόσες φορές στις κοινωνικές, φιλικές ή οικογενειακές μας συναναστροφές δεν βιαζόμαστε να χαρακτηρίσουμε ή να βγάλουμε συμπεράσματα για τους άλλους λες και δεν γνωρίζουμε πόσο περίπλοκοι είμαστε πραγματικά. Ακόμη και οι άνθρωποι με τους οποίους ζούμε ή συναναστρεφόμαστε για χρόνια, ο σύντροφος ή οι φίλοι μας,  δεν μπορούν (ή ίσως και να μην θέλουν, αυτοί ή εμείς…) να μάς γνωρίσουν πραγματικά. Γνωρίζουν μόνο όσα τους επιτρέπουμε εμείς να γνωρίσουν. Και φυσικά ισχύει και το αντίστροφο. Αυτή η αλήθεια αποτελεί ένα νόμισμα με δυο όψεις· από την μια οδηγεί στην μοναξιά και από την άλλη σε μια ασύλληπτη ελευθερία. Μοναξιά γιατί υπάρχουν στιγμές όπου νιώθουμε ότι κανείς δεν κατανοεί ποιοι πραγματικά είμαστε και θα θέλαμε τόσο πολύ να τους το δείξουμε αλλά την ίδια στιγμή και ελευθερία, αφού είναι λυτρωτικό να κρατάμε ένα μεγάλο ή μικρό μέρος του εαυτού μας καλά φυλαγμένο από τα αδιάκριτα βλέμματα και τις κρίσεις των άλλων. Κι έχει και περαιτέρω συνέπειες μια τέτοια αλήθεια…Γιατί θα πρέπει να μας ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων για εμάς, όταν δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το ποιοι πραγματικά είμαστε; Και μπορούμε άραγε να σχετιστούμε αληθινά με τους συνανθρώπους μας όταν αναπόφευκτα υπάρχει ένα τέτοιο μεγάλο χάσμα γνώσης και κατανόησης ανάμεσα μας; Ο κύριος Bloom θεωρείται από τους ειδικούς της λογοτεχνικής κριτικής το alter ego του ομηρικού Οδυσσέα, αλλά νομίζω ότι τελικώς είναι το alter ego όλων μας. Ο κύριος Bloom είναι ο ‘μέσος άνθρωπος’ ή ακόμη ακριβέστερα ο κάθε άνθρωπος· αυτός είναι ο μεγάλος άγνωστος. Ο άνθρωπος που είναι και θα παραμείνει για πάντα αδιόρατος και αδιευκρίνιστος μέσα στην πολυπλοκότητα και στις αδιάπτωτες αντιφάσεις του νου.  

Η εικόνα αποτελεί ένα σχέδιο του Dante Gabriel Rossetti (1828-1882) ενός από τους ιδρυτές του ρεύματος των Προ-Ραφαηλιτών, που συγκλόνισε τους καλλιτεχνικούς κύκλους τον 19ο αιώνα. Τιτλοφορείται ‘Όνειρο ημέρας’, είναι ημιτελές και δημιουργήθηκε μεταξύ 1872-8. Η απεικονιζόμενη είναι η  Jane Morris, σύζυγος του William Morris (έτερου επιφανούς Προ-Ραφαηλίτη), με την οποία ο Rossetti σχετιζόταν ερωτικά. Το δένδρο είναι μια ιτιά, πολύ συχνά απαντούμενη στα λιβάδια του Kelmscott όπου το ζευγάρι συνήθιζε να κάνει τους περιπάτους του, και το λευκό άνθος που κρατάει η Jane ο περίφημος κονβόλβουλος, που θεωρείται δείγμα στοργής.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s