‘—I’m talking about injustice, says Bloom. . . . Force, hatred, history, all that. That’s not life for men and women, insult and hatred. And everybody knows that it’s the very opposite of that that is really life.
—What? says Alf.
—Love, says Bloom. I mean the opposite of hatred.’
Από το 12ο κεφάλαιο του ‘Οδυσσέα’, το επιγραφόμενο και ‘Κύκλωπες’
‘Ulysses,…an extremely tiresome book’
James Joyce (1882-1941)
Ναι! Μετά από 202 μέρες κατάφερα να το διαβάσω στο ‘άγιο πρωτότυπο’. Ναι! Αυτό το περίπυστο αλλά δυσπρόσιτο βιβλίο. Αυτό το κρυπτικό, καινοτόμο, παρανοϊκό, κουραστικό, ανατρεπτικό, εκνευριστικό, συναρπαστικό έργο για το οποίο έχουν γραφεί τόσα πολλά από αμέτρητους ειδικούς που έχουν εγκύψει επάνω του για χρόνια προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουν τα αινίγματα του. Όμως ο ‘Οδυσσέας’ του James Joyce συνεχίζει να κρατεί καλά κρυμμένα τα μυστικά του 100 και ένα χρόνια μετά την πρώτη ιστορική και περιπετειώδη έκδοση του από τους Shakespeare and Company στο Παρίσι και την γενναία Sylvia Beach. Ας μην ξεχνούμε ότι το έργο χαρακτηρίστηκε ‘άσεμνο’ και ‘βέβυλο’ και η έκδοση του στις αγγλόφωνες χώρες καθυστέρησε πάνω από μια δεκαετία…
Γιατί είναι σημαντικός όμως ο ‘Οδυσσέας’;
Χωρίς αμφιβολία το πρώτο στοιχείο στο οποίο οφείλει κανείς να επικεντρωθεί είναι η γλώσσα· το πρωτογενές δομικό υλικό με το οποίο φτιάχνεται η λογοτεχνία. Ο ‘Οδυσσέας’ είναι ένα βιβλίο ακραίου γλωσσικού πειραματισμού. Και παραμένει μοντέρνο και φρέσκο ακόμη και σήμερα παρά την ηλικία του. Όπως ‘παραδόξως’ μοντέρνα παραμένουν κι άλλα έργα της τέχνης και της επιστήμης που γεννήθηκαν από έναν οργασμό ανθρώπινης δημιουργικότητας τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ας θυμηθούμε μόνο τον κυβισμό και τον φωβισμό στις εικαστικές τέχνες, τον Schönberg και τον Stravinsky στην μουσική, τον Wittgenstein και τον Heidegger στην φιλοσοφία, τους Einstein, Heisenberg και Schrödinger στις φυσικές επιστήμες, τον Freud στην ψυχανάλυση. Ο πειραματισμός του Joyce είναι τολμηρός και συνεχής. Σε κάθε ένα από τα 18 κεφάλαια του βιβλίου μια καινούρια έκπληξη, ισχυρότερη της πρώτης, περιμένει τον πιστό αναγνώστη.
Ραχοκοκαλιά του έργου αποτελεί η ‘συνειδησιακή ροή’ ή ‘εσωτερικός μονόλογος’· η καταγραφή των σκέψεων των ηρώων όπως αυτές αναδύονται ακατέργαστες από τα έγκατα του εγκεφάλου. Στον ‘Πρωτέα’ περιδιαβάζουμε στον λαβύρινθο των σκέψεων του Stephen Dedalus, στη ‘Ναυσικά’ ψηλαφούμε αυτές του βασικού ήρωα του έργου, του Leopold Bloom, και στο τελευταίο κεφάλαιο της γυναίκας του, της Molly, εκεί όπου ο Joyce τολμά (επιτέλους) να καταργήσει πλήρως κάθε σημείο στίξης και να παρουσιάσει τον χείμαρρο των σκέψεων της ακραιφνή και άπεφθο χωρίς ανάσα και χωρίς δομή. Στην καταγραφή αυτών των σκέψεων ο συγγραφέας δοκιμάζει τα όρια της γλώσσας και πειραματίζεται πρώτα και κύρια με τα διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα. Στους ‘Κύκλωπες’ αίφνης χρησιμοποιεί 16 διαφορετικά μεταπηδώντας από την γλώσσα του έπους και του μύθου, στην ιατρική ορολογία, κι από εκεί στην γλώσσα των εφημερίδων και της διαφήμισης και λίγο παρακάτω στην ιδιόλεκτο των πρακτικών μιας συνεδρίασης, για να καταλήξει στην γλώσσα των…σεισμολόγων περιγράφοντας έναν σεισμό 5 βαθμών της κλίμακας Mercalli! Κι όλα αυτά με άνεση κι επιδεξιότητα. Ο Joyce γνωρίζει την αγγλική γλώσσα όσο κανείς άλλος, σ’όλο το βάθος και πλάτος της κι όπου αυτή δεν επαρκεί δεν διστάζει να φτιάξει μια καινούρια, δική του.
Η κατάργηση κάθε κανόνα σύνταξης, όπως επί παραδείγματι στην πρώτη παράγραφο των ‘Βοδιών του Ήλιου’, η ανηλεής παρώδηση ονομάτων όπως η ατέρμονη λίστα υπαρκτών και φανταστικών αγίων και θαυμάτων στους ‘Κύκλωπες’, η χρήση άλλων γλωσσών και διαλέκτων όπως τα λατινικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα σκωτσέζικα γαελικά, η ιρλανδική διάλεκτος ή η δουβλινέζικη αργκό είναι μόνο λίγα από τα μέσα με τα οποία ο Joyce ‘παίζει’ ανερυθρίαστα στον ‘Οδυσσέα’ του. Άλλοτε πάλι γίνεται λεξιπλάστης, όπως στο πρώτο κεφάλαιο, τον ‘Τηλέμαχο’, όπου περιγράφει την θάλασσα ως: ‘The snotgreen sea. The scrotumtightening sea’. Η μυξοπράσινη κι αρχιδοσφιχτούσα θάλλασα! Κάθε απόπειρα μετάφρασης είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη να αποτύχει… Σε άλλα σημεία μεταχειρίζεται λεκτικά ‘πυροτεχνήματα’ όπως ‘with thought of aught he sought through fraught with nought’, ενώ στα ‘Βόδια του Ήλιου’ προχωρά την δράση μιμούμενος τον τρόπο γραφής άλλοτε άλλων· κάποτε των θεοσοφικών κειμένων, κάποτε των εκκλησιαστικών, άλλοτε των μεσαιωνικών βρετανικών μύθων και άλλοτε πάλι του Daniel Defoe, του Jonathan Swift ή του Charles Dickens. Ο Joyce γνωρίζει την τέχνη του όσο κανείς…Ενώ στο τέλος των ‘Βοδιών του Ήλιου’ αναπαριστά με εξαιρετική επιτυχία τον αποδομημένο και κατακερματισμένο λόγο των μεθυσμένων ηρώων του που παραπαίουν.
Στις ‘Σειρήνες’ θα κάνει κάτι ακόμη πιο τολμηρό. Χρησιμοποεί το γλωσσικό εργαλείο με τρόπο ώστε να αναπαραστήσει μουσική και ήχους. Μια μίμηση της μουσικής φόρμας της φούγκας είναι για παράδειγμα η παρακάτω φράση: ‘Mr Bloom reached Essex bridge. Yes, Mr Bloom crossed bridge of Essex…Old Bloom. Blue Bloom is on the rye’, ενώ ένα παράδειγμα συγκοπών σαν αυτές που συναντούμε σε διάφορους μουσικούς ρυθμούς είναι το: ‘He saved the situa. Tight trou. Brilliant ide.’. Ή αλλού πάλι αναπαράγει τις επαναλήψεις ενός τραγουδιού και μια κορώνα, την κρατημένη ψηλή καταληκτική νότα του ‘…all soaring all around about the all, the endlessnessnessness…’, την στιγμή ακριβώς που ένας από τους πρωταγωνιστές ολοκληρώνει θριαμβικά μιαν άρια. Ή λίγο παρακάτω μιμείται την ηχώ: ‘All most too new call is lost in all’. Στον ‘Εύμαιο’ πάλι επιχειρεί κάτι ‘αδύνατο’· να γράψει ‘κακά Αγγλικά’. Χρησιμοποιεί επί τούτου μια γλώσσα γεμάτη κοινοτοπίες, εξεζητημένες φράσεις, σολοικισμούς και σκόρπιες ξένες λέξεις όπως αυτές που θα χρησιμοποιούσε ένας ξιπασμένος ημιμαθής προς εντυπωσιασμό. Είναι σαν να προσπαθεί ένας καλικέλλαδος τραγουδιστής να μιμηθεί έναν φάλτσο. Κάτι τέτοιο απαιτεί βαθειά γνώση του σε τί ακριβώς συνίσταται το…φάλτσο. Και μέσα σε όλα αυτά, το έργο διαπνέεται από ένα υποδόριο χιούμορ, σαρκασμό και αυτοσαρκασμό, όπως όταν ξεκινώντας από την ροή του νερού της βρύσης στο σπίτι του Bloom αρχίζει να περιγράφει με εξαντλητική λεπτομέρεια τον κύκλο του νερού, από πού πηγάζει και ποιά ακριβώς διαδρομή ακολουθεί για να υδρεύσει το Δουβλίνο! Ή όταν πάλι βάζει τον ήρωα του να αναρωτιέται: ‘Do fish ever get seasick?’…
Αλλά ο Joyce δεν πειραματίζεται μόνο με τις λέξεις αυτές καθαυτές και την σύνταξη τους αλλά και με την αρχιτεκτονική δομή, την φόρμα της αφήγησης. Στις ‘Πλαγκτές πέτρες’ ή στους ‘Κύκλωπες’ παραδείγματος χάριν χρησιμοποιεί διαφορετικούς αφηγητές που ρίχνουν την ματιά τους στα ίδια γεγονότα από την δική τους οπτική γωνία επιχειρώντας έτσι να συστήσει μια πολύεδρη πραγματικότητα που μας φέρνει στο νου έναν κυβιστικό πίνακα όπου το πρόσωπο απεικονίζεται ανφάς ενώ η μύτη του προφίλ, ταυτόχρονα, στο ίδιο επίπεδο. Στην περίφημη ‘Κίρκη’, το μεγαλύτερο σε έκταση κεφάλαιο του βιβλίου που διαδραματίζεται στην πορνική συνοικία, χρησιμοποιεί την μορφή θεατρικού έργου και διαπλέκει τόσο άρρηκτα όνειρο και πραγματικότητα, φαντασίωση και φαντασία, που είναι συχνά δύσκολο για τον αναγνώστη να διακρίνει. Στα ‘Βόδια του Ήλιου΄επινοεί έναν άγνωστο αφηγητή που παρουσιάζει σε πλάγιο λόγο την συζήτηση των συμποτών εκεί όπου οποιοσδήποτε άλλος θα χρησιμοποιούσε απευθείας διάλογο, ενώ στην ‘Ιθάκη’ η δράση εξελίσσεται μέσα από τις ερωταποκρίσεις ενός άλλου επινοημένου αφηγητή κατά την ‘μαιευτική’ σωκρατική μέθοδο ή αυτήν της ‘κατήχησης’ όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας. Γιατί άραγε τα κάνει όλα αυτά ο Joyce; Προς εντυπωσιασμό; Για να ξενίσει; Για να σοκάρει; Για να ξεχωρίσει; Για να γίνει ένας άλλος Shakespeare; Ένας ανανεωτής δηλαδή της αγγλικής γλώσσας τέσσερις αιώνες μετά τον μεγάλο μαΐστορα; Το ερώτημα ίσως δεν έχει πολύ νόημα. Είναι σαν να ρωτάει κανείς γιατί ο Picasso ζωγραφίζει όπως ζωγραφίζει ή γιατί ο Stravinsky συνθέτει όπως συνθέτει. Είναι δύσκολο να εισχωρήσει κανείς στο μυαλό του δημιουργού. Εδώ κρίνεται το αισθητικό αποτέλεσμα κι όχι οι προθέσεις. Ένα όμως είναι σίγουρο: Ο Joyce είναι για την λογοτεχνία ότι ο Ιωάννης Σεβαστιανός για την μουσική· ένας πυκνωτής που συγκεφαλαιώνει και αποθησαυρίζει όλη την γνώση και τεχνική της τέχνης του μέχρι την εποχή του και την ανανεώνει δραστικά εξακοντίζοντας την στους μεταγενέστερους ως αΐδιο κληροδότημα.
Πέραν όμως της μορφής υπάρχει και το περιεχόμενο. Η δράση του έργου είναι ελάχιστη. Οι περιπέτειες του Bloom στην διάρκεια μιας μακράς ημέρας συμβαίνουν εν πολλοίς στο μυαλό του. Εγκεφαλικές διεργασίες που αφυπνίζονται από τα όσα βλέπει κι ακούει περπατώντας στους δρόμους του Δουβλίνου. Παρά την ισχνή εξωτερική δράση όμως ο Joyce κατορθώνει να συστήσει έναν λογοτεχνικό ήρωα-ή καλύτερα αντι-ήρωα- που είναι τόσο αρχετυπικός και εμβληματικός όπως ο ομηρικός Οδυσσέας, ο θερβαντινός Δον Κιχώτης, ο σαιξπηρικός Άμλετ ή ο καζαντζακικός Ζορμπάς. Ποιος είναι άραγε ο Bloom; Ο Bloom είναι ένας αναγνωρίσιμος ανθρωπότυπος· είναι το πρότυπο του ‘εσωτερικού’ ανθρώπου. Είναι ο άνθρωπος με βαθειά πνευματικά ενδιαφέροντα και ασυγκράτητη περιέργεια (οι αναζητήσεις του εκτείνονται από την φιλοσοφία έως τις φυσικές επιστήμες μολονότι στερείται ακαδημαϊκών περγαμηνών), είναι ένας άνθρωπος του καιρού του (κάνει ένα πολύ μοντέρνο επάγγελμα· είναι ad canvasser), μισεί την βία (I resent violence and intolerance in any shape or form), αλλά έχει το θάρρος να εμμείνει σταθερά στις απόψεις του όταν αυτό απαιτείται (πχ στην ‘μνημειώδη’ σύγκρουσή του με τον εθνικιστή Citizen), πιστεύει στην αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων ανεξαρτήτως καταγωγής και πίστης (a nation is the same people living in the same place), είναι πονόψυχος (θα σταθεί έμπρακτα κοντά στα ορφανά του δυστυχή Dignam), ξέρει να περιθάλπει στην ώρα της ανάγκης (όπως κάνει με ‘πατρική’ φροντίδα για τον καταρρέοντα Stephen), σέβεται απόλυτα την ελευθερία των άλλων (δεν κάνει τίποτε για να αποτρέψει την μοιχεία της Molly ενώ γνωρίζει), ξέρει να συγχωρεί (θα ξαπλώσει τρυφερά δίπλα στην Molly στο τέλος του έργου όσο κι αν έχει πληγωθεί από την απιστία της), είναι γεμάτος ενοχές, αντιφάσεις, πτώσεις, σκοτεινές και φωτεινές σκέψεις και φαντασιώσεις, όπως είμαστε άλλωστε όλοι μας. Δίπλα του σκιαγραφείται μια ακόμη φιγούρα· αυτή του νεαρού ανερμάτιστου ποιητή, του Stephen Dedalus– το λογοτεχνικό alter ego του Joyce-με τον οποίο έχει πολλές διαφορές αλλά και μια μεγάλη ομοιότητα η οποία μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα την ψυχοσύνθεση του Bloom. Ποιά είναι αυτή; Η αμφιβολία που οδηγεί στην αμφισβήτηση (their disbelief in many orthodox religious, national, social, and ethical doctrines). Με άλλα λόγια η κατανόηση της σχετικότητας των ανθρώπινων πεποιθήσεων που με μαθητική ακρίβεια απομακρύνει από τον φανατισμό και την μισαλλοδοξία. Ας μην λησμονούμε ότι ο ‘Οδυσσέας’ άρχισε να γράφεται το 1914, στην αυγή του πιο καταστροφικού πολέμου που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα έως εκείνη την στιγμή. Μετά από αυτόν τον πόλεμο τίποτε δεν θα είναι ξανά το ίδιο και την ανατολή αυτής της νέας εποχής ευαγγελίζεται ο Joyce στον ‘Οδυσσέα’ του.
Η επόμενη σκέψη έρχεται αναπόφευκτη. Τί αξία θα έχει ο ‘Οδυσσέας’ για τον άνθρωπο στα επόμενα 100 χρόνια; Θα συνεχίζει να διαβάζεται και να προκαλεί ή θα καταντήσει ένα απομεινάρι της ανθρώπινης σκέψης και δημιουργίας μιας μακρινής, προ τεχνητής νοημοσύνης, εποχής; Σίγουρα η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αναπαράγει και να ξεπεράσει σε πολυπλοκότητα και καινοτομία ακόμη και μια ιδιοφυΐα όπως ο Joyce. Μπορεί να αναπαράγει τους γλωσσικούς ακροβατισμούς και να επινοήσει ακόμη περισσότερους. Και σίγουρα μπορεί να επεκτείνει και να βαθύνει τις αναφορές στα διάφορα πεδία της γνώσης επιτυχέστερα από οποιονδήποτε ανθρώπινο νου (ας μην ξεχνούμε ότι ο ‘Οδυσσέας’ συν τοις άλλοις αγγίζει σχεδόν κάθε σφαίρα του ανθρώπινου επιστητού). Αυτό που ί σ ω ς όμως ποτέ δεν θα μπορέσει να αναπαράγει είναι τη βαθειά συγκίνηση που ένα μεγάλο έργο τέχνης μπορεί να προκαλέσει σε όσους συντονίζονται μαζί του. Όπως ακριβώς συμβαίνει στο τέλος αυτού του μακρού έργου. Το έργο κλείνει με την Molly, την μοιχαλίδα κυρία Bloom, που ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τον σύζυγο δίπλα της αναπολεί σιωπηρά όλες τις ερωτικές της εμπειρίες και φαντασιώσεις, κατηγορεί τον Bloom για πολλά, ακόμη και για την ίδια την απιστία της, αλλά τελικώς -μετά από έναν ορυμαγδό αχαλίνωτων σκέψεων- θα θυμηθεί την στιγμή όπου ο Bloom της πρότεινε να παντρευτούν· θα θυμηθεί τον ερωτισμό εκείνης της στιγμής, την γλυκιά εγγύτητα δυο σωμάτων και δυο ψυχών, το άρωμα και το άγγιγμα, για να καταλήξει σε μια…πλημμυρίδα κατάφασης. Όσο κι αν την εκνευρίζει ή απογοητεύει ο Bloom, όσο κι αν έχουν αποξενωθεί, όσο κι αν δεν έχει υπάρξει πιστή, ο Bloom δεν παύει να είναι ο…άνθρωπός της! Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο μυστήριο σ’αυτήν την γη από δυο ανθρώπους που ενώνονται μυστικά με αυτό που συνηθίζουμε αόριστα-μα τόσο οριστικά-να ονομάζουμε ‘έρωτα’…
…Ι was a Flower of the mountain yes when I put the rose in my hair like the Andalusian girls used or shall I wear a red yes and how he kissed me under the Moorish wall and I thought well as well him as another and then I asked him with my eyes to ask again yes and then he asked me would I yes to say yes my mountain flower and first I put my arms around him yes and drew him down to me so he could feel my breasts all perfume yes and his heart was going like mad and yes I said yes I will Yes.
To σκίτσο είναι του Bill Bragg και διακοσμεί το κείμενο της Merve Emre για τα εκατόχρονα του ‘Οδυσσέα’ στον New Yorker τον Φεβρουάριο του 2022. https://www.newyorker.com/magazine/2022/02/14/the-seductions-of-ulysses
Στο 11ο κεφάλαιο του βιβλίου, στις ‘Σειρήνες’, το κεφάλαιο το αφιερωμένο στην μουσική, ο πατέρας του Stephen, o Simon Dedalus, βρίσκεται στο μπαρ του Ormond hotel και μέσα στο κέφι της ομήγυρης (μετά από μερικά pints…) κάθεται στο πιάνο και τραγουδάει την άρια ‘M’appari tutt’amor’ από την όπερα Martha του Friedrich von Flotow (1812-1883). Ο Joyce σε μια αποθέωση εκφραστικής γραφής αναπαριστά λεκτικά τις διακυμάνσεις της μελωδικής γραμμής. Ακούστε εδώ την όμορφη αυτή άρια ερμηνευμένη από τον Luciano Pavarotti (1935-2007) τον οποίο συνοδεύει στο πιάνο ο μαέστρος James Levine (1943-2021).