Αντιλαβές: Η ‘χαμένη’ Αλήθεια

‘Κάθε κομμάτι μάρμαρο κρύβει ένα άγαλμα μέσα του κι είναι δουλειά του γλύπτη να το ανακαλύψει’

Michelangelo

Αφορμή για σκέψη πάντοτε ένα βιβλίο. Αυτή τη φορά η ‘Ιστορία της αρχαίας τέχνης’ του Johann Joachim Winckelmann*. O Winckelmann, ένας Γερμανός του 18ου αιώνα, υπήρξε ο αρχετυπικός ερασιτέχνης· δηλαδή ένας εραστής, κι εδώ η λέξη διατηρεί ακέραιο το νόημα της, της τέχνης. Ταξίδεψε από το σκοτεινό βορρά στην φωτοφόρο Ρώμη κι εκεί ήρθε σε επαφή με αντίγραφα αρχαίων ελληνικών αγαλμάτων. Ερωτεύτηκε δε τόσο πολύ την ομορφιά των αγαλμάτων αυτών, αλλά και την ίδια την ιδέα του κάλλους, που αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του στην παρατήρηση και περιγραφή τους. Καρπός αυτής της πολύχρονης παρατήρησης είναι το παραπάνω έργο που για πρώτη φορά προέβαλε την αρχαία ελληνική τέχνη στη Δύση με τόσο κατηγορηματικό τρόπο και την καθιέρωσε ως ένα ανυπέρβλητο πρότυπο αισθητικής. Τόσο που σήμερα εάν κανείς ταξιδέψει σε οποιαδήποτε μεγάλη (ή μικρή) πόλη δυτικής χώρας, σε Ευρώπη κι Αμερική, είναι αδύνατον να μην συναντήσει δημόσια κτίρια με δωρικούς, ιωνικούς ή κορινθιακούς κίονες, μετόπες και αετώματα, διακοσμημένα με αγάλματα καθ’ομοίωσιν των αρχαιοελληνικών. Αυτό οφείλεται στον Winckelmann

Διαβάζοντας την Ιστορία του εντυπωσιάζεται κανείς με την παρατηρητικότητα, τη διεισδυτικότητα, αλλά και το οξύ καλλιτεχνικό του αισθητήριο. Εντυπωσιάζεται με την εξονυχιστική περιγραφή των έργων, τις λεπτομέρειες που ανακαλύπτει σε αυτά, τη βαθειά γνώση της τεχνικής. Αμέσως γεννιέται το ερώτημα: πώς προσεγγίζουμε εμείς ένα έργο τέχνης; Πόσο πολύ το παρατηρούμε και πόση προσπάθεια καταβάλουμε για να το ‘κατανοήσουμε’; Ο Winckelmann μας λέει ότι δακρύζει από πόνο όταν βλέπει ένα ακρωτηριασμένο αρχαίο άγαλμα και συγκινείται μέχρι έκστασης όταν βρίσκεται μπροστά σε ένα άρτιο έργο τέχνης. Γεννιούνται και σε εμάς κάποια (εάν όχι τέτοια) συναισθήματα όταν βρισκόμαστε μπροστά σε τόση ομορφιά; Κι ακόμη πόσο καλά γνωρίζουμε έργα τέχνης που χωρίς αμφιβολία τα έχουμε αντικρίσει αμέτρητες φορές; Προσπάθησα να δοκιμάσω τον εαυτό μου. Πώς είναι άραγε πλεγμένα τα μαλλιά της Αφροδίτης της Μήλου; Κι ακόμη η Μόνα Λίζα έχει την κόμη της λυτή ή δεμένη; Ομολογώ ότι απέτυχα. Δε θυμόμουν. Χρειάστηκε να αναζητήσω φωτογραφίες τους στο διαδίκτυο για να μπορέσω να δώσω μιαν απάντηση. Η Αφροδίτη έχει δυο υπέροχους κυματιστούς βοστρύχους πλεγμένους γύρω από το κεφάλι της κάτω από ένα λιτό διάδημα, ενώ ένας άλλος νηματοειδής αναδύεται από τον πλούσιο κότσο και πέφτει απαλά στην πλάτη της. Η δε Μόνα Λίζα έχει το κεφάλι της καλυμμένο με ένα αραχνούφαντο πέπλο που συνυφαίνεται με τα λεπτά, μακριά, καστανά μαλλιά της. Κάποτε εξέφρασα σ’ένα φίλο τον εντυπωσιασμό μου για την απίστευτη τέχνη (και τεχνική) του Michelangelo στη δημιουργία του χεριού του Δαυίδ του και εκείνος μου απάντησε ότι δεν είναι παρά μια αντιγραφή του Ερμή του Πραξιτέλη. Όταν αναζήτησα να (ξανα)δω τον Ερμή για να εξετάσω του λόγου το αληθές διαπίστωσα ότι διαθέτει μόνο… ένα χέρι με το οποίο κρατάει τον Διόνυσο ως βρέφος κι αυτό… ατελές. Πόση ομορφιά αφήνουμε αλήθεια να περνά απαρατήρητη μπροστά από τα μάτια μας…

Η κεφαλή της Αφροδίτης της Μήλου, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι.

Γιατί όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο; Η επαφή με τα έργα τέχνης μέσω φωτογραφιών δεν μπορεί να αντικαταστήσει την δια ζώσης. Τα μουσεία όμως και οι πινακοθήκες του κόσμου που παρουσιάζουν τα έργα αυτά έχουν, νομίζω, σε μεγάλο βαθμό αποτύχει, εάν σκοπός τους είναι οι άνθρωποι που τα επισκέπτονται να αγαπήσουν την τέχνη. Η ιδέα ότι σε έναν αχανή χώρο εκτίθενται μερικές χιλιάδες έργα από διαφορετικούς πολιτισμούς και διαφορετικές χρονικές περιόδους είναι σίγουρο ότι δεν λειτουργεί. Η ιδέα ότι θα πρέπει κανείς να διανύσει χιλιόμετρα και να σταθεί μπροστά σ’ένα έργο από λίγα δευτερόλεπτα έως ελάχιστα λεπτά προκειμένου να προλάβει να σαρώσει με την ματιά του τα περισσότερα από τα εκθέματα, μόνο να εξαντλήσει μπορεί τον επισκέπτη παρά να τον εμπνεύσει. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως κάθε φορά που προτείνω στα παιδιά μου μια επίσκεψη σ’ένα μουσείο αυτά αντιδρούν λες και τους έχω προτείνει το πιο φριχτό πράγμα στον κόσμο…Και κάτι μου λέει ότι αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τα δικά μου παιδιά…Τα παιδιά έχουν την ειλικρίνεια να μην προσποιούνται αλλά να εκφράζουν την γνώμη τους χωρίς ψιμύθια, όπως ακριβώς είναι. Σίγουρα τα μουσεία έχουν κάνει πολλά βήματα προόδου τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν γίνει πιο διαδραστικά, προσπαθούν να υιοθετήσουν μια πιο μοντέρνα παρουσίαση του υλικού τους, έχουν δημιουργήσει καταπληκτικές ιστοσελίδες, έχουν ρίξει το βάρος στην εκπαίδευση οργανώνοντας πολλά προγράμματα για τα παιδιά. Παρ’όλα αυτά σκέφτομαι ότι ίσως η ίδια η ιδέα του μουσείου, όπως τουλάχιστον την ξέρουμε μέχρι σήμερα, είναι καταδικασμένη εκ φύσεως να αποτύχει… Και τα σχολεία; Τί γίνεται στα σχολεία; Η (πικρή) αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι έφηβοι δεν έχουν έρθει ούτε καν σε μια πρώτη επαφή με τα σημαντικότερα έργα τέχνης του ανθρώπινου πολιτισμού. ‘Τέχνη’ ή ‘Καλλιτεχνικά’, όπως λέγεται το αντίστοιχο μάθημα, υπάρχει στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα όλων των σχολείων των δυτικών κοινωνιών, αλλά είναι εξαιρετικά παραμελημένο, ένας πραγματικός ‘φτωχός συγγενής’. Είναι συνήθως μια μόνο εκπαιδευτική ώρα την εβδομάδα και τις περισσότερες φορές τα παιδιά αναλώνονται σε θεωρίες ή πράξη που φαντάζει πρωθύστερη. Μαθαίνουν να σχεδιάζουν τις γραμμές ενός προσώπου, ασκούνται στην ξυλοτεχνία ή επιχειρούν μια στοιχειώδη απόπειρα γλυπτικής. Καλά είναι όλα αυτά αλλά το πρώτο βήμα είναι να δουν! Να παρατηρήσουν με προσοχή, να αντιληφθούν, να μαγευτούν, να αγαπήσουν το ωραίο και μετά να εμπνευστούν και τα ίδια προκειμένου να δημιουργήσουν ανάλογα με το τάλαντο του το καθένα. Δεν είμαι ειδικός αλλά σκέφτομαι ότι τα παιδιά θα μπορούσαν να αφιερώσουν μια ολόκληρη ακαδημαϊκή χρονιά στα πλαίσια του μαθήματος των ‘Καλλιτεχνικών’ απλώς παρατηρώντας τα 20 (ο αριθμός είναι τυχαίος…) σημαντικότερα έργα τέχνης, όπως κατά γενική ομολογία έχουν καθιερωθεί έως τις μέρες μας. Να αφιερώσουν χρόνο να παρατηρήσουν τα γλυπτά του Φειδία, τις οροφογραφίες του Michalangelo στην Capella Sistina, τον Μυστικό Δείπνο του da Vinci ή τις δεσποινίδες της Avignon του Picasso. Κι ο δάσκαλος να τα διδάξει (όλα διδάσκονται…) πώς παρατηρεί κανείς ένα έργο καλλιτεχνικής δημιουργίας, να τα βοηθήσει να ανακαλύψουν λεπτομέρειες που διαλάθουν της πρώτης ματιάς, να ‘εξορύξουν’ τα κρυμμένα μυστικά των μεγάλων δημιουργών. Κι εάν γίνει κάτι τέτοιο τότε είμαι σίγουρος πως τα παιδιά θα αγαπήσουν την τέχνη γιατί η αγάπη για το ωραίο αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της φύσης των ανθρώπων.

Η Μόνα Λίζα, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι (λεπτομέρεια).

Κάποιος ίσως αναρωτηθεί γιατί θα πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο. Τί έχουν να κερδίσουν οι νέοι άνθρωποι από αυτό; Την απάντηση νομίζω θα την βρούμε στον τρόπο που οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν την τέχνη. Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια του δίνει τον τόνο. Θα πρέπει ο άνθρωπος κάποια στιγμή να αποσύρει την ματιά του από τα ανθρώπινα, όσα δηλαδή συμβαίνουν γύρω μας καθημερινά (ἀνθρώπινα φρονεῖν), και να τη στρέψει στα αιώνια και αθάνατα (ἀθανατίζειν), σ’αυτά που θεάται η θεϊκή διάνοια. Κι όπως θα εξηγήσει κι ο Κώστας Παπαϊωάννου-το enfant terrible του Ματαρόα- στο πολύ σημαντικό ‘Τέχνη και πολιτισμός στην αρχαία Ελλάδα’** αυτή τη στροφή από τα φθαρτά στα αιώνια οι Έλληνες την πέτυχαν κυρίως μέσω της τέχνης. Γράφει και αναπαράγω ταπεινά εδώ: ‘Στα ελληνικά η αλήθεια ετυμολογικά σημαίνει ‘έλλειψη λήθης’. Ως τέτοια η αλήθεια παραπέμπει απευθείας στον πρωταρχικό στόχο του ποιητή που είναι να παρουσιάζει και να διαφυλάττει τη μνήμη…να σώσει από την λήθη, να διατηρήσει αυτό που υπάρχει, ‘να δοξάσει τους αθάνατους, να δοξάσει τα κατορθώματα των ανδρείων ανθρώπων’, όπως λέει ο Ησίοδος στην Θεογονία του, ιδού ο πρώτος στόχος της τέχνης…Η λήθη δεν είναι η λησμονιά ενός παρελθόντος, που αναφέρεται απλά στον χρόνο ή στο πρόσωπο. Είναι έννοια συνώνυμη με το μηδέν και υποδηλώνει την παραγνώριση του θείου και, μάλιστα, για τον Παρμενίδη την άγνοια του Είναι’. Με άλλα λόγια οι αρχαίοι Έλληνες ένιωσαν κάποια στιγμή έντονη την ανάγκη να απαγκιστρωθεί η ματιά κι ο νους τους από τα γήινα και να κοιτάξουν προς τον άπειρο Κόσμο. Ένιωσαν την ανάγκη να αναρωτηθούν για την θέση του ανθρώπου στα σύμπαντα, να εκφράσουν τις μεταφυσικές του ανησυχίες, τελικώς να φιλοσοφήσουν. Κι η ανάγκη αυτή γέννησε μια ακόμη: να απεικονίσουν και να λατρεύσουν αυτό το άπειρο και αιώνιο, αυτό που αντιστέκεται στη φθορά και στη σήψη. Και τότε ήταν που επιστράτευσαν την τέχνη κι εφηύραν ένα αξεπέραστο πρότυπο κάλλους· την απόλυτη ομορφιά, τις απόλυτες συμμετρίες, την κοσμική αρμονία. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να απεικονίσουν κάτι που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αυτό λοιπόν κάνει η τέχνη: μας αποσπά από τα χθόνια και μας μετεωρίζει στα ουράνια. Η τέχνη φιλοσοφεί! Ας πάψουμε λοιπόν να δίνουμε τόση σημασία στη γνώση και την πληροφορία· κι ας χαρίσουμε στους εαυτούς μας και στα παιδιά μας την ανάταση κι ‘ιερή’ συγκίνηση που μόνο η τέχνη μπορεί να προσφέρει. Άλλωστε ο άνθρωπος δεν είναι μόνο λογικό ον αλλά και οὐράνιον φυτόν. Και εάν ενδιαφερθεί μόνο για το ένα και αδιαφορήσει για το άλλο μένει μισός. Και ανολοκλήρωτος.

Ο Ερμής του Πραξιτέλη, Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας (λεπτομέρεια).

* Johann Joachim Winkelmann, ‘Ιστορία της Αρχαίας Τέχνης’, εκδόσεις Gutenberg, 2010

** Κώστας Παπαϊωάννου, ‘Τέχνη και πολιτισμός στην αρχαία Ελλάδα’, Εναλλακτικές εκδόσεις, 2009

Ο Δημήτρης Χατζής, ο ευγενέστερος διηγηματογράφος της ελληνικής μας γλώσσας, γράφει για την γλυπτική τέχνη στο ‘Φονικό της Ιζαμπέλλας Μολνάρ’: ‘Η αχρηστία της γλυπτικής είναι απόλυτη. Και μια τέτοια, λοιπόν, ανιδιοτέλεια πρέπει να’ρχεται απ’άλλες ανάγκες του ανθρώπου-και πολύ βαθειές-από την ανάγκη του, λέω, να ξαναφκιάσει με τη δική του θέληση και με τη δική του τη διάνοια αυτόν τον άμορφο κι άλογο κόσμο. Και τ’άγαλμα τότε, έτσι που ορθώνεται τελειωμένο σε ανθρώπινα μέτρα, στ’ανθρώπινα μέτρα, είναι μια νίκη της εναντίωσης του ανθρώπου στην τυχαία του φύση’. Σκέφτομαι ότι το ‘άμορφο’ από το ‘όμορφο’ διαφέρουν μόνο κατά ένα γράμμα, αλλά η απόσταση που τα χωρίζει, η απόσταση από το χάος στην αρμονία είναι τεράστια…Στην φωτογραφία της προμετωπίδας βλέπετε μια λεπτομέρεια από τον Δαυίδ του Michelangelo που βρίσκεται στη Galleria dell’Accademia στη Φλωρεντία.

Σχολιάστε