Ινδίες

«’Εμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ ουρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά.»

Από την ‘’Επὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία’, Μάτθ. 6:26α.

Ranthambore. Βορειοδυτικές Ινδίες. Μαϊος, 5 η ώρα το πρωί. Ο ήλιος έτοιμος ν’ ανατείλει. Χρυσές ανταύγειες βάφουν τον ουρανό προιωνίζοντας το ζείδωρο φως του. Η ζέστη είναι ήδη αφόρητη. Μια πνοή αέρα ίσα που την αισθανόμαστε, θερμή κι αυτή αλλά ευεργετική. Ανηφορίζουμε τα 273 βαθμιδωτά σκαλιά του αρχαίου οχυρού. Γυναίκες ανεβαίνουν ανάλαφρα κι αγόγγυστα δίπλα μας μεταφέροντας τα ‘πρόσφορα’ τους μέσα σε πελώριους σάκους στηριγμένους στα κεφάλια τους. Δεν χρειάζεται καν να τους βαστάξουν με τα χέρια. Μια θαυμαστή ισορροπία που προδίδει άσκηση αιώνων. Είναι ντυμένες με τις πολύχρωμες φορεσιές τους και τα ποδήρη καλύμματα της κεφαλής, άλλα πορτοκαλί, άλλα κίτρινα κι άλλα μπλε. Κι από δίπλα ακολουθούν οι άντρες, οι περισσότεροι απισχνασμένοι, περιβεβλημένοι το dhoti τους. Άντρες και γυναίκες μιας απροσδιόριστης ηλικίας, σιωπηλοί, σεμνοί, ελαφροπάτητοι, αδιαχώριστοι από το φυσικό τοπίο που τους περικλείει. Τελικός προορισμός ο ναός του θεού Ganesha στην κορυφή του κάστρου. Για μια στιγμή, σαν όνειρο, περνάει από το μυαλό μου η εικόνα του μεγάλου Σκιαθίτη με τον παπα-Φραγκούλη και τη συνοδία του ν’ανεβαίνουν στο Χριστό στο Κάστρο…Στο οχυρό βλέπουμε ερείπια παλατιών, σπιτιών και ναών. Μια ‘στοιχειωμένη’ πολιτεία μαρτυρία μιας ένδοξης, περασμένης προ πολλού, εποχής. Εδώ έζησαν μαχαραγιάδες και σουλτάνοι. Αλλά και τόσες απλές ψυχές… Άλλα κτίρια είναι αφημένα στη φυσική φθορά κι άλλα αναστηλώνονται μ’ αυτοσχέδιες σκαλωσιές από καλάμια μπαμπού. Ακόμη και από τα ερείπια όμως μπορεί κανείς να διακρίνει την ευγένεια αυτού του πολιτισμού. Από την κορυφή η θέα στο δρυμό, που απλώνεται στα πόδια μας, κόβει την ανάσα. Μια απέραντη ζούγκλα που εκτείνεται έως εκεί που φτάνει το βλέμμα και που αυτήν την εποχή θυμίζει πιο πολύ έρημο· πράσινη μόνο κατά τόπους, αλλά κατά το πλείστον κιτρινόφαιη. Τα περισσότερα δέντρα έχουν χάσει τα φύλλα τους και στέκονται αγέρωχα κάτω από τον καυτό ήλιο, σ’αυτήν την άκρα ξηρασία, λαχταρώντας τους μουσώνες του Ιουλίου προκειμένου να βλαστήσουν ξανά. Μια λίμνη στην μέση του δρυμού αποτελεί πηγή ζωής για τη θαυμαστή πανίδα της περιοχής. Τίγρεις, λεοπαρδάλεις, αρκούδες, ελάφια, αγριογούρουνα, κροκόδειλοι, αποτελούν μερικούς μόνο από τους ενοίκους αυτής της γης. Κάποιοι μας λένε ότι έχουν κατά καιρούς δει ακόμη και τίγρεις να ανεβαίνουν ως πάνω στο οχυρό…εδώ, όλα τα όντα φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους μ’ έναν μυστικό, αδιόρατο τρόπο…Μαϊμούδες παίζουν γύρω μας και παγώνια πετάνε ψηλά από δέντρο σε δέντρο. Δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι αυτά τα πανέμορφα τεράστια πουλιά αψηφούν τόσο γενναία τη βαρύτητα. Φτάνουμε στο ναό. Ένα μικρό, ταπεινό δωμάτιο. Σμήνη προσκυνητών περιφέρονται γύρω, αλλά και μικροπωλητές πουλούν προϊόντα στους πάγκους τους που μου θυμίζουν εκείνους στα δικά μας θρησκευτικά πανηγύρια. Μόνο που σήμερα δεν είναι καμμιά ιδιαίτερη περίσταση. Δεν είναι κανένα πανηγύρι. Είναι μια οποιαδήποτε Τρίτη. Πόσο ευσεβείς πρέπει να είναι αυτοί οι άνθρωποι που ανέβηκαν εδώ πάνω χαράματα για να προσευχηθούν πριν αρχίσουν τη μέρα τους; …Έξω από το ναό καίνε λιβανωτά και χτυπάνε τις καμπάνες, ενώ στα κάγκελα γύρω βρίσκονται πλεγμένα κομποσχοίνια, κλωστές, κομμάτια από ύφασμα. Καθένα απ’ αυτά και μια προσευχή, καθένα απ’αυτά κι ένας πόνος. Μέσα στο ναό μια γυναίκα πεσμένη ολόκληρη κάτω με το πρόσωπο κατά γης προσεύχεται, ενώ άλλοι προσφέρουν λουλούδια στο θεό κι οι ιερείς τούς δίνουν το αντίδωρο. Περνάμε δίπλα σε μια μικρή κρύπτη, όπου ένας νεαρός ιερέας μας κοκκινίζει το μέτωπο με το tika και μας πλέκει επιδέξια ένα mauli από κίτρινη και κόκκινη κλωστή γύρω απ’τον καρπό· τον δεξιό στους άνδρες, τον αριστερό στις γυναίκες. Μας κοιτάει χαμογελαστός όλο καλοσύνη και μας λέει: ‘Good luck!’. Βγαίνοντας ρίχνουμε μια ακόμη φευγαλέα ματιά στη φύση γύρω μας. Ο ήλιος έχει πλέον ανέβει ψηλά, φαεινός και αδυσώπητος. Αναβαπτισμένοι μέσα σε τόση ιερότητα κατηφορίζουμε προς τον δρυμό. Σκέφτομαι ότι σ’αυτόν εδώ τον τόπο όλα, ήλιος, δέντρα, νερό, ζώα, άνθρωποι, θεοί, βρίσκονται σε μια θαυμαστή, μιαν αδιάσπαστη ενότητα…

Πολλά μπορεί να σκεφτεί και να γράψει κανείς για την Ινδία. Η Ινδία δεν είναι μια χώρα· είναι μια ήπειρος. Γι’αυτό κι ο πληθυντικός αριθμός στ’όνομα της τής ταιριάζει καλύτερα…Τρία νομίζω είναι τα συστατικά κάθε χώρας: το τοπίο, οι θεοί κι οι άνθρωποι. Το τοπίο στις Ινδίες δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ποικιλόμορφο, αλλά κι οι θεοί της πολλοί και πληθωρικοί. Πιο σημαντικοί όμως, πάντα και παντού, είναι οι άνθρωποι. Ενάμισι δισεκατομμύριο ζουν σ’αυτή τη γη, περισσότεροι από οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη. Στις μεγαλουπόλεις τους βλέπει κανείς να έχουν στήσει το σπιτικό τους στη νησίδα μιας λεωφόρου, σ’ένα πεζοδρόμιο ή κάτω από μια αυτοσχέδια τέντα πλεγμένη γύρω από κλαδιά δέντρων στην άκρη του δρόμου. Ζουν πάνω στο χώμα, μαγειρεύουν δίπλα στα αυτοκίνητα που περνάνε κορνάροντας δίπλα τους, και τρώνε καθισμένοι οκλαδόν κατά γης με το δεξί τους χέρι. Δίπλα τους συχνά υπάρχει μια θάλασσα σκουπιδιών αλλά κι η ιερή τους αγελάδα, ισχνή, όχι σπάνια αποστεωμένη, αλλά πάντοτε ιερή. Η πρώτη μερίδα φαγητού το πρωί δίνεται προσφορά στο θεό, η δεύτερη στο ιερό ζώο, οι επόμενες για την οικογένεια και η τελευταία για τους γείτονες που έχουν ανάγκη. Υπάρχει πολλή φτώχεια σ’αυτή τη χώρα, αλλά ποτέ κανείς δε θα πεινάσει εδώ. Γιατί οι άνθρωποι ζουν μαζί κι έχουν αίσθηση της ενότητας τους. Εδώ θεωρείται ντροπή για τα παιδιά να αφήσουν τους γονείς να ζουν μόνοι. Εδώ τρεις γενιές ζουν όλοι μαζί, κάτω από την ίδια στέγη ή τον ίδιο ουρανό. Κι ακόμη βλέπει κανείς γύρω του ανθρώπους, πολλούς ανθρώπους, να κάθονται με τις ώρες στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, κάτω από μια δυσεύρετη σκιά, στα αυτοσχέδια μαγαζάκια τους, στις αγορές. Κάθονται και περιμένουν. Τί περιμένουν; Μια ευκαιρία για δουλειά προκειμένου να βγει ο επιούσιος ή μήπως είναι κι αυτός ένας τρόπος να ζει κανείς τη ζωή; Πολλοί πάλι κοιμούνται αμέριμνοι σε δημόσιους χώρους, στο δρόμο ή πάνω σε σωρούς από τσουβάλια ή καφάσια στην αγορά. Δεν χρειάζονται ούτε κρεβάτι, ούτε στρώμα, ούτε μαξιλάρι, ούτε σκότος, ούτε απόλυτη ησυχία για να κοιμηθούν. Πόσο θα τους ζήλευαν αλήθεια πολλοί άνθρωποι στη Δύση που ‘παλεύουν’ καθημερινά με το μαξιλάρι και τους… δαίμονες τους. Κι ακόμη συνειδητοποιεί κανείς εδώ πόσοι άνθρωποι δεν έχουν ψυγεία, δεν αποθηκεύουν αγαθά, δεν έχουν απολύτως καμμία ιδιοκτησία, εκτός ίσως από μια αγελάδα για το γάλα της ημέρας. Δεν αποθηκεύουν γιατί δεν έχουν τίποτε να αποθηκεύσουν, αλλά και γιατί ίσως δεν χρειάζεται…Κάθε μέρα είναι μια καινούρια αρχή, μια μάχη για την επιβίωση, χωρίς βεβαιότητες, χωρίς ασφάλεια, χωρίς μεγάλες προσδοκίες ή φιλοδοξίες, και γι’αυτό ίσως και χωρίς μεγάλες απογοητεύσεις. Έτσι κάνουν άλλωστε και τ’ άλλα ζωντανά γύρω τους, έτσι κάνουν τα πετεινά του ουρανού κι οι τίγρεις στη ζούγκλα. Στην ύπαιθρο πάλι, οι άνθρωποι παλεύουν με τη γη τους. Αγωνίζονται να την καλλιεργήσουν κάτω από συχνά αντίξοες συνθήκες, κάτω από την απηνή ζέστη ή μια εξίσου απηνή αλλά ευλογημένη βροχή. Τα παιδιά είναι από τις πέντε το πρωί στο πόδι. Το σχολείο εδώ δεν είναι υποχρεωτικό. Όλη μέρα βρίσκονται έξω, στην αλάνα, στο χώμα, ξυπόλυτα να παίζουν cricket με αυτοσχέδια μπαστούνια. Το cricket και το τσάι, τα ‘πολύτιμα’ που άφησαν οι Βρετανοί σ’αυτόν εδώ τον τόπο στους σχεδόν δυο αιώνες που κράτησε το raj τους…

Σκέφτομαι…είναι αλήθεια ευτυχισμένοι αυτοί οι άνθρωποι; Είναι αδύνατον να απαντηθεί αυτό το ερώτημα αλλά και ιεροσυλία να θέλει ο αδιάκριτος επισκέπτης να διεισδύσει στην ψυχή αυτών των ευγενών…Θα μπορούσαμε άραγε εμείς οι δυτικοί να ζήσουμε έτσι; Η απάντηση σ’αυτό το ερώτημα είναι πιο εύκολη και κατηγορηματικά αρνητική. Αντικρίζοντας όμως αυτούς τους ανθρώπους, συνειδητοποιεί κανείς πως μάλλον έχουμε πάρει ‘τη ζωή μας λάθος’…Τί χαρακτηρίζει τη ζωή μας; Μια φρενήρης ένταση από το πρωί έως το βράδυ, ένα αδιάκοπο τρέξιμο να προλάβουμε, η ανάγκη να έχουμε το δικό μας ιδιόκτητο σπίτι κι αυτοκίνητο, αλλά και αποταμιεύσεις στην τράπεζα, ο τρόμος ενός αβέβαιου μέλλοντος-μα το μέλλον πάντα δεν ήταν αβέβαιο;- κι η ανάγκη να ελέγξουμε αυτά που είναι αδύνατον να ελεγχθούν, η ιδιωτική ασφάλεια υγείας και ζωής, οι φιλοδοξίες μας να αποκτήσουμε ακόμη περισσότερα, ένα διαρκώς ανικανοποίητο αίσθημα, ένας αγώνας δρόμου που οδηγεί πού και για ποιόν λόγο…Κι έτσι στερούμαστε του χρόνου που τόση ανάγκη έχει ο άνθρωπος να μείνει έστω και για λίγο άπραγος, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτε, χωρίς οθόνες, να ηρεμήσει, να σκεφτεί, να παρατηρήσει, ν’ ακούσει, να ησυχάσει. Αυτό είναι που έχουμε χάσει. Την ησυχία. Να λοιπόν το μεγάλο κέρδος από την επίσκεψη και την παρατήρηση των ανθρώπων σ’αυτή τη χώρα. Μας κάνουν πάλι να αναλογιστούμε ποιοι είμαστε και ποιος ο πολιτισμός μας. Κι ακόμη μας διδάσκουν πως η ευγένεια κι η αρχοντιά, δεν έχουν σχέση με το πόσα υλικά αγαθά διαθέτει κανείς, αλλά με τον πλούτο της ψυχής και τη σοφία που προκύπτει από τη μέθεξη με τη φύση…

Η φωτογραφία είναι της Έλενας από εκείνο το πρωινό στο οχυρό του Ranthambore.

H ευγένεια της ψυχής και του πολιστισμού ‘απεικονίζεται’ ανάγλυφα και στη βαθύρριζη μουσική αυτού του λαού. Εδώ ο πιο γνωστός πρεσβευτής της ινδικής μουσικής στη Δύση, ο μέγας Ravi Shankar (1920-2012) παίζει ένα raga με τους φίλους του σε ηλικία 91 ετών, ένα χρόνο πριν μας αφήσει για πάντα, και μας παρασύρει μαζί του, εκόντες άκοντες, στην έκσταση…

Σχολιάστε