‘The basic principle of life is hazard’
John Fowles, ‘The Magus’
Ο Αναστάσιος ‘έπεσε’. Και τώρα τί; Τώρα είναι η ώρα να κοιτάξουμε τον βίο του και να αναλογιστούμε. Όχι γιατί χρειαζόμαστε πρότυπα. Προσωπικά δεν πιστεύω ούτε σε πρότυπα ούτε σε ήρωες. Τα πρότυπα μας δεσμεύουν· προσπαθούμε να χωρέσουμε, εμείς διαφορετικοί όπως είμαστε, στο πετσί κάποιου άλλου. Τους ήρωες πάλι έχουμε την τάση να τους εξιδανικεύουμε, να τους βλέπουμε πάντα καλύτερους απ’ό,τι πραγματικά ήταν. Κι όσο περισσότερο ηρωοποιούμε κάποιον τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από την αλήθεια. Τότε γιατί να το κάνουμε; Ίσως γιατί αναλογιζόμενοι τη ζωή κάποιων ανθρώπων, είτε όπως εμείς την παρατηρήσαμε είτε όπως αυτή μας περιγράφεται, έχουμε την ευκαιρία να δούμε έναν άλλο τρόπο να πορευτεί κανείς στη ζωή. Και η περίπτωση Αναστασίου δείχνει έναν τρόπο με τον οποίο αξίζει κανείς κατά τη γνώμη μου να ασχοληθεί.
Το πρώτο στοιχείο της ζωής του Αναστασίου που κάνει εντύπωση το βρίσκουμε περίφημα διατυπωμένο στην υμνολογία της εορτής του Μ. Βασιλείου: ‘σοφῶς ἐπέβης πράξεως καὶ πράξιν ἐπίβασιν θεωρίας ἐπιδέδειξε᾽. Όπως οι Καππαδόκες πατέρες, έτσι κι ο Αναστάσιος κατόρθωσε να συνδυάσει αυτά τα δυο φαινομενικά αντίθετα. Τη θεωρία, τη λογιοσύνη, την ακαδημαϊκή έρευνα και μελέτη, την επιστημονική πληρότητα με την πράξη, τον αγώνα να στηρίξει με έργα όσους είχαν ανάγκη ακόμη και των πλέον βασικών αγαθών, όπως το φαγητό, το νερό ή τα φάρμακα, αλλά και τη δίψα για μια απάντηση στο μεγάλο, στο υπαρξιακό ερώτημα. Είναι πάντα σπάνιο και θαυμαστό όταν ο ‘πνευματικός’ άνθρωπος βγαίνει από το κλειστό του δωμάτιο, εγκαταλείπει τα βιβλία και τα διαβάσματα του και απευθύνεται στους ανθρώπους ενώπιος ενωπίω, ίσος προς ίσον, έτοιμος να προσφερθεί αφειδώλευτα και απροϋπόθετα. Αυτό για να γίνει απαιτεί ξεπέρασμα του Εγώ· του Εγώ που γιγαντώνεται από τους τίτλους, τις πανεπιστημιακές έδρες, την εκκλησιαστική και άλλη εξουσία, την αυθεντία του δασκάλου αλλά συχνά ακόμη και …χωρίς να υπάρχει τίποτε από όλα αυτά. Μια είναι η μεγάλη μάχη που όλοι μας, ανεξαιρέτως πνευματικού ή βιοτικού επιπέδου, έχουμε πραγματικά να δώσουμε σ’αυτή τη ζωή. Μάχη ματωμένη, σε μαρμαρένια αλώνια, μέχρι τελικής πτώσης, κι αυτή δεν είναι άλλη από τη μάχη με το Εγώ μας. Κι ο Αναστάσιος δείχνει με τον βίο του έναν δρόμο ελπίδας ότι μπορεί ίσως κάποτε να μη βγούμε χαμένοι απ’αυτή τη μάχη.
Το δεύτερο που εντυπωσιάζει είναι ότι ο Αναστάσιος ήταν πάντοτε για τις δύσκολες, τις επικίνδυνες, τις σχεδόν χαμένες από χέρι αποστολές. Δεν επεδίωξε, και γι’αυτό δεν έλαβε, τις θέσεις μέσα στην εκκλησία με την μεγάλη προβολή. Δεν πήγε σε περιβάλλοντα με δομές έτοιμες και στέρεες προκειμένου να απολαύσει το σεβασμό, την υπακοή των άλλων στο πρόσωπο του, το μεγαλείο της αρχιεροσύνης του. Πήγε στην Ουγκάντα ως ιεραπόστολος. Πόσο αρνητικά φορτισμένη είναι άραγε αυτή η λέξη; Ιεραπόστολος, μισσιονάριος. Απ᾽όσο φαίνεται όμως ο Αναστάσιος δεν ήταν ένας τυπικός ιεραπόστολος, που πήγε να διδάξει με έπαρση, να φωτίσει ‘εσκοτισμένους’ ή να αλλοιώσει τα τοπικά ήθη με την ανωτερότητα του λευκού, πολιτισμένου και χριστιανού. Γι’αυτό και δεν μίλαγε για ιεραποστολή, μα για ‘μαρτυρία’. Έχουν και οι λέξεις την αξία και το ειδικό τους βάρος. Και μετά την Αφρική, το επόμενο μετερίζι του ήταν η Αλβανία που μόλις έβγαινε από το έρεβος ενός αδυσώπητου κομμουνιστικού καθεστώτος. Δεν το διάλεξε ο ίδιος, τόν διάλεξε αυτό, όπως συχνά συμβαίνει στη ζωή μας όταν έρχεται κάτι αναπάντεχο να την αλλάξει καθοριστικά, μια για πάντα. Τότε που κλήθηκε να αναλάβει ένα έργο αδύνατο σ’έναν τόπο όπου δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πιο αντίξοες συνθήκες. Τόπο ρημαγμένο, μέσα στην ένδεια, χωρίς καμμιά υποδομή, χωρίς εκκλησίες ή θρησκευτική συνείδηση για δεκατίες, περίκλειστο και εχθρικό σε καθετί το ξένο και διαφορετικό, αλλά κι επικίνδυνο για την ίδια την ύπαρξη όποιου θα τολμούσε να χτίσει κάτι. Κι ο Αναστάσιος έχτισε! Πήγε στην Αλβανία στα 62 του χρόνια. Αλήθεια, πόσα πολλά κατόρθωσε μετά τα 60 του χρόνια, τότε που οι περισσότεροι αποσύρονται και εφησυχάζουν! Το έργο του, κοινωνικό και ποιμαντικό, η αναγέννηση μιας ολόκληρης χώρας, ενός ολόκληρου λαού, οι υποδομές που άφησε για όλους, πιστεύοντες και μη πιστεύοντες, η παιδεία, η πνευματική ανάταση, η ελπίδα για το μέλλον μιλούν από μόνες τους για το ποιόν του ανδρός.
Και το τέλος του όμως ήταν μια μαρτυρία. Θέλησε η κηδεία του να γίνει στη χώρα που έγινε πατρίδα του. Πατρίδα δεν είναι εκεί όπου γεννιέται κανείς, αλλ’εκεί όπου πεθαίνει. Εκεί, κοντά στους ανθρώπους που αγάπησε και τον αγάπησαν, στον περικαλλή ναό της Αναστάσεως-δεν έφευγε ποτέ από τα χείλη του το ‘Χριστός Ανέστη’-που οικοδόμησε εκ θεμελίων. Θέλησε να ψαλλεί η εξόδιος ακολουθία στα αλβανικά, να ακουστεί η υψηλή ποίηση του Ιωάννου του Δαμασκηνού στην αλβανική γλώσσα, να μείνει για πάντα το κιβούρι του στην αλβανική γη. Και όχι στην Μητρόπολη Αθηνών και στο Πρώτο Νεκροταφείο. Κανένας τόπος, καμμία θέση, καμμιά αποστολή δεν είναι μικρή κι ασήμαντη. Οι άνθρωποι κάνουμε μεγάλο ή μικρό το πέρασμα μας απ’ αυτή τη γη ανάλογα με το ανάστημα μας. Κι όπου κι αν βρεθεί κανείς, στα υψηλά ή στα ταπεινά, ας δώσει όλο του το είναι χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Αναστάσιος, έμπλεος μεγάλων χαρισμάτων, παρέμεινε στον ίδιο τόπο για πάνω από 30 χρόνια, συνδέθηκε με τη γη και τους ανθρώπους της, έκανε οικογένεια του τις τοπικές κοινωνίες και παρεδόθη, γῆ καὶ σποδός, στην αγκαλιά τους στο ξόδι του. Είναι κι αυτός ένας δρόμος. Ένας δρόμος οικουμενικός, πιο επίκαιρος από ποτέ, ειδικά σήμερα όπου μηνύματα μισαλλοδοξίας κυοφορούνται κι εκπέμπονται ξανά από παντού. Όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του ίδιου Θεού. Όσο κι αν ακούγεται κοινότοπο, στο έργο του Αναστασίου αυτό έγινε πράξη. Την ίδια στιγμή που στην Ελλάδα αναφερόμαστε σε ‘κωλοαλβανούς’, στην Αλβανία, ένας ξένος τους είδε ως αδέλφια του και τους πρόσφερε τον εαυτό του. Να λοιπόν ποια ήταν τα χαρίσματα του: προσφορά, επιμονή, υπομονή, πίστη, δόσιμο, ελπίδα, ανιδιοτέλεια, ταπεινοφροσύνη, θυσία. Εν τέλει, όλα αυτά που θα μπορούσε κανείς να τα πει με μια μόνη, χιλιοειπωμένη, χιλιοταλαιπωρημένη, χιλιοστραπατσαρισμένη λέξη, που όμως εδώ αποκτάει πλήρες το νόημα της. Αγάπη. Είναι η αγάπη μπανάλ; Είναι η αγάπη κοινότοπη; Όχι, δεν είναι· παραμένει επίκαιρη για όσους από εμάς δεν την κατακτήσαμε ακόμη. Αυτός λοιπόν είναι ένας τρόπος και ένας δρόμος· ένας δρόμος όχι για τους λίγους αλλά για όλους, όπου κι αν μας έλαχε στη ζωή να βρεθούμε, και είναι δική μας η απόφαση, εάν μας εμπνεύσει, να τον ακολουθήσουμε.
Καλό Παράδεισο.
Στη φωτογραφία βλέπουμε το γεφύρι του Κοντοδήμου, ένα από τα πιο όμορφα ηπειρώτικα γεφύρια, κοντά στο χωριό Κήποι, στο κεντρικό Ζαγόρι, χτισμένο το 1753.
Ένα ηπειρώτικο μοιρολόι φαντάζει ως ο καλύτερος μουσικός αποχαιρετισμός για τον Αναστάσιο. Μια μουσική που μοιράζονται οι δυο λαοί, μια μουσική που μιλάει στις καρδιές και των δυο. Εδώ ακούγεται ο θρυλικός Αλέξης Ζούμπας σε μια ηχογράφηση που έγινε στην Αμερική το 1926 . Ο ζεστός τόνος του βιολιού του, οι απόκοσμες έλξεις και η δεξιοτεχνία του μεταδίδουν με έναν άμεσο κι αληθινό τρόπο τη νοσταλγία του ξενιτεμένου για την πατρίδα και συγκινούν.