Το τελευταίο αίμα

‘Δίκαν δ’ ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ

κλῦτε δὲ Γᾶ χθόνιων τε τιμαί᾽

Ηλέκτρα, ‘Χοηφόροι’, στιχ. 398-399

‘Τὸ μὴ κακῶς φρονεῖν 

Θεοῦ μέγιστον δῶρον’

 Αγαμέμνων, ‘Αγαμέμνων’, στιχ. 927-928

Απόγειο λόγου και σκέψης η Αττική τραγωδία. Πόσα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού περικλείει! Η δραματική τέχνη, η ποίηση, η φιλοσοφία ποτέ άλλοτε και σε καμμιάν άλλη γωνιά της γης δεν δουλεύτηκαν και παρουσιάστηκαν μ’αυτόν τον τρόπο. Κι αυτό είναι επινόηση και κατόρθωμα των μακρινών εκείνων ‘συγγενών’ μας. Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης. Ονόματα οικεία εξ απαλών ονύχων. Τούς αισθανόμαστε δικούς μας ανθρώπους, γιατί ακούμε γι’αυτούς από τις μικρές τάξεις του σχολείου, ακόμη κι αν δεν γνωρίζουμε καλά τη ζωή και το έργο τους. Ας μην υποτιμούμε όμως την οικειότητα. Αυτή είναι πάντοτε εκεί σαν γέφυρα έτοιμη να καλύψει το χάσμα και να μάς φέρει ανά πάσα στιγμή κοντά τους. Να τούς ανακαλύψουμε ξανά, όπως κάποιος ξανασυναντά έναν χαμένο ή ξεχασμένο συγγενή του μετά από χρόνια. Στο πνεύμα μιας τέτοιας αναζήτησης το παρόν κείμενο επιχειρεί να μιλήσει για τους χαμένους ‘συγγενείς’ μας, αυτούς που με το έργο τους φτάσανε να επηρεάζουν την ανθρώπινη σκέψη όπου γης. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να παρουσιάσει μερικές σκέψεις όπως αυτές γεννήθηκαν μέσα από την ανάγνωση μερικών από τα ευγενέστερα δείγματα του είδους. Την τριλογία ‘Ορέστεια’ * του Αισχύλου και την ‘Αντιγόνη’ ** του Σοφοκλή.

Η πρώτη σκέψη που κυοφόρησε η ανάγνωση αυτών των κειμένων αφορά στη βαθειά θρησκευτικότητα των Αρχαίων Ελλήνων. Στα έργα αυτά τίποτε, μήτε καλό μήτε κακό, δεν μπορεί να γίνει δίχως την παρέμβαση των θεών. Οι θεοί έρχονται ως dei ex machina να δώσουν λύση στον ‘γόρδιο δεσμό’, όταν όλα φαίνονται να είναι αδιέξοδα, ενώ την ίδια στιγμή όποιος θνητός προσβάλει το θέλημά τους γίνεται υβριστής και η τιμωρία είναι βεβαία. Αυτή η θρησκευτικότητα δεν αποτελεί μεμψιμοιρία και οπισθοδρόμηση· δεν είναι προϊόν ενός μοιρολατρικού λαού. Όταν η Ορέστεια παρουσιάζεται στην Αθήνα το 458 πΧ, η πόλη είναι στην ακμή της. Έχει βγει από 20 και πλέον χρόνια νικηφόρων πολέμων με τους Πέρσες, έχει μόλις εκστρατεύσει με 200 πλοία στην Αίγυπτο (η μεγαλύτερη εκστρατεία Ελληνικής πόλης-κράτους σε άλλη ήπειρο μέχρι εκείνη τη στιγμή και μετά από αυτήν της Τροίας), ενώ οι Αθηναίοι έχουν ήδη πολεμήσει σε τρείς ηπείρους μέσα σε διάστημα ενός χρόνου. Η ενατένιση στον ουρανό δεν αποτελεί κραυγή απόγνωσης, αλλά μάλλον σοφία κι έναν ‘μηχανισμό’ αποτροπής της αλαζονείας. Κι ίσως και μιαν απάντηση στους σοφιστές, που εκείνην την εποχή με την ορμή του νέου που έρχεται να συντρίψει το παλαιό, σπέρνουν την αμφισβήτηση προς καθετί παραδεδομένο και σταθερό. Στις Χοηφόρους, τη δεύτερη τραγωδία της τριλογίας, ο Ορέστης, αφού έχει σκοτώσει τον Αίγισθο, εραστή της μητέρας του και σφετεριστή του πατρικού θρόνου, είναι έτοιμος να γίνει μητραλοίας, προκειμένου να εκδικηθεί για τη δολοφονία του Αγαμέμνονα. Τότε η Κλυταιμήστρα, στην ύστατη προσπάθεια της να σωθεί, αρπάζει το μαστό της και τόν προβάλει στο γιο της ρωτόντας τον πώς θα μπορέσει να σκοτώσει την μητέρα του, τη γυναίκα που τον βύζαξε και τον ανάθρεψε. Αυτή είναι η μοναδική στιγμή που ο αποφασισμένος Ορέστης θα διστάσει, θα κλονιστεί, θα αμφιταλαντευτεί. Και θα ζητήσει την συνδρομή του πιστού φίλου και συνεργού του, του Πυλάδη. Ο Πυλάδης, έως εκείνη τη στιγμή βουβό πρόσωπο, αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη και τελευταία φορά σε όλη την τραγωδία. Υπενθυμίζει στον Ορέστη ότι την εντολή για τη δολοφονία τήν έχει δώσει με χρησμό ο Λοξίας (Απόλλων) και ότι αυτή αποτελεί θέλημα των θεών. ‘Ἅπαντας ἐχθροὺς τῶν θεῶν ἡγοῦ πλέον᾽ (902). Έχε όλους τους ανθρώπους εχθρούς σου, αλλά όχι τους θεούς, μαρτυρεί ο Πυλάδης. Ο Ορέστης θα επιβραβεύσει τον φίλο του για τη σοφή κρίση και θα προχωρήσει στο έγκλημα. Αλλά και στο τρίτο μέρος του έργου, στις Ευμενίδες, τη λύση στο ανελέητο κυνηγητό του Ορέστη από τις φριχτές Ερινύες, που με τον φρενοδαλὴ, αφόρμιγκτο ύμνο τους κάνουν το μυαλό του ανθρώπου να σαλεύει, έρχεται να δώσει μια θεά, η Αθηνά. Στην Ακρόπολη των Αθηνών, μέσα στο ναό της, η ίδια θα στήσει το δικαστήριο, τον Άρειο πάγο. Εκεί θα ακουστούν μπροστά στους ενόρκους-πολίτες της Αθήνας τα επιχειρήματα των αντιδίκων· του Ορέστη, με τον Απόλλωνα στο πλευρό του, από την μια μεριά και των Ερινυών από την άλλη. Οι Αθηναίοι πολίτες θα αποφασίσουν δια ψήφου για την τύχη του Ορέστη. Η Αθηνά θα ψηφίσει κι αυτή, αλλά διευκρινίζει εξαρχής ότι εάν υπάρξει ισοψηφία, η δική της ψήφος θα μετρήσει διπλή και σ’αυτήν την περίπτωση αυτή είναι που θα κρίνει την έκβαση της δίκης. Ο Αισχύλος βάζει την ψηφοφορία να είναι ανευόδωτη· ισοψηφία. Η Αθηνά έχει όμως ήδη ψηφίσει και ταχθεί υπέρ του Ορέστη και μ’αυτόν το τρόπο γίνεται η σωτήρας του. ‘Ὦ Παλλὰς, ὦ σώσασα τοὺς εμοὺς δόμους᾽ (754) θα αναφωνήσει ανακουφισμένος ο Ορέστης. Γιατί άραγε ο Αισχύλος επιλέγει εδώ την ισοψηφία; Πολλές θα μπορούσαν να είναι οι πιθανές ερμηνείες· ενδεχομένως γιατί το ηθικό δίλημμα είναι δυσεπίλυτο και ακανθώδες και είναι λογικό οι γνώμες των ενόρκων (και ενδεχομένως και των Αθηναίων που παρακολουθούν στις κερκίδες του Διονυσιακού θεάτρου το δράμα) να διχάζονται· ενδεχομένως πάλι να το κάνει γιατί θέλει να κορυφώσει τη δραματική ένταση και αγωνία (ο Αισχύλος είναι ασύλληπτος τεχνίτης στη δραματουργία). Κατά τη γνώμη μου, όμως, ο βασικός λόγος είναι για να μάς πει ότι τον Ορέστη δεν τον αθώωσαν οι άνθρωποι, αλλά οι θεοί. Κι αυτή η ετυμηγορία βαραίνει περισσότερο από οποιαδήποτε ανθρώπινη κρίση. 

Στην Αντιγόνη από την άλλη μεριά δεν εμφανίζονται ούτε παρεμβαίνουν άμεσα οι θεοί, αλλά η ίδια η Αντιγόνη επικαλείται το θέλημα τους. Ευθαρσώς θα ομολογήσει ενώπιον του Κρέοντα-δυνάστη ότι είχε μάθει για την εντολή του να αφήσει άταφο το κουφάρι του αδελφού της, του Πολυνείκη, εχθρού και προδότη της πόλης των Θηβών, αλλά η θεϊκή βούληση είναι άλλη και είναι υπεράνω οιασδήποτε ανθρώπινης. ‘Δεν ήτανε ο Δίας που μού έδωσε την εντολή, ούτε των χθόνιων Θεών η Δίκη η συγκάτοικος όρισε τέτοιο νόμο στους ανθρώπους· ούτε φαντάστηκα, ένα σου κύρηγμα πως έχει τόσο κύρος, εφήμερο αυτό να ξεπερνά τ’άγραφα των Θεών, τ’απαρασάλευτα. Γιατί δεν είναι από σήμερα και χθες, αλλά του κόσμου το αεί, ανέκαθεν, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου᾽ φάνη᾽ (450-457). Η ύβρις του Κρέοντα, που έπαψε να κοιτάει στον ουρανό, θα τιμωρηθεί με δυο θανάτους αγαπημένων του προσώπων, του γιου του Αίμονα, αρραβωνιαστικού της Αντιγόνης, και της συζύγου του Ευριδίκης. Και οι δυο θα αυτοκτονήσουν, θύματα της σαρκοβόρου οίησής του. Χρειάζεται να χυθεί ανθρώπινο αίμα, προκειμένου ο Κρέων από ἀλαὸς να γίνει δεδορκώς. Τυφλότητα είναι για τον άνθρωπο να κοιτάει μόνο στη γη και να ξεχνάει τον ουρανό. Το επιστέγασμα, οι καταληκτικοί στίχοι που παίρνει μαζί του ως αντίδωρο ο Αθηναίος του 442 πΧ φεύγοντας από το θέατρο, διατυπώνεται από τα στόματα του Χορού, των σοφών δημογερόντων της πόλης του Κάδμου: ‘Της ευτυχίας πρώτη αρχή η λογική· τα ιερά κι ανέγγιχτα να μην αγγίζεις των Θεών· οι αλαζόνες πλήρωσαν τα λόγια τα μεγάλα, με πλήγματα μεγάλα, να βάλουν στα γεράματα μυαλό’ (1347-1353). Για τον Δανό φιλόσοφο Søren Kierkegaard υπάρχουν τρία στάδια εξέλιξης του ανθρώπου. Το πρώτο είναι το αισθητικό, όπου ο άνθρωπος επιθυμεί το εὖ ζῆν, το δεύτερο το ηθικό, όπου όλη του η ζωή κινείται γύρω από ένα αξιακό σύστημα και το τρίτο είναι το θρησκευτικό, όπου η πίστη γίνεται απόλυτη πεποίθηση. Η Αντιγόνη εγγίζει αυτό το τρίτο στάδιο· θυσιάζεται ως άλλη μάρτυρας για να τιμήσει το τελευταίο αίμα της οικογένειας της, για να υπακούσει στο θέλημα των χθόνιων θεών που δεν μπορούν να ανεχθούν την ατίμωση του νεκρού, όποιος κι αν είναι αυτός, πολλώ δε μάλλον ο αδελφός. Η στάση της σε κάποιους φαίνεται ηρωική· για κάποιους άλλους χαρακτηρίζεται από μιαν ηθική ‘ακαμψία’. Ο μεγάλος μας ποιητής, ο Γιάννης Ρίτσος, θα ‘καταδικάσει’ δια στόματος Ισμήνης στο σπουδαίο ποίημά του την ‘ακαμψία’ αυτή: ‘Το λύγισμα είναι θαρρώ το μέτρο του ύψους. Οι πάντα φοβισμένοι δεν έχουν τη δύναμη …να σκύψουν και το ύψος τους είναι μονάχα μια παγωμένη ακαμψία…ω η αδελφή μου ρύθμιζε τα πάντα μ’ένα πρέπει ή δεν πρέπει, λες κ’ήταν πρόδρομος εκείνης της μελλοντικής θρησκείας που χώρισε τον κόσμο στα δύο (στον εδώ και στον πέρα), που χώρισε το ανθρώπινο σώμα στα δύο, πετώντας το απ’τη μέση και κάτω. Πολύ τή λυπόμουν…’ ***. Το δίλημμα μεγάλο. Πράττει η Αντιγόνη το σωστό; Ή μήπως εδώ συγκρούονται δυο δίκαια; Με την Αντιγόνη θα ταυτιστούμε τελικώς ή με τον Κρέοντα; Και να σκεφτεί κανείς ότι τέτοια προαιώνια ηθικά διλήμματα, που απασχολούν τον άνθρωπο και σήμερα και σε κάθε εποχή, ήταν έτοιμοι να ‘αντιμετωπίσουν’ οι Αθηναίοι πολίτες του 5ου πΧ αιώνα. Μπορεί να φανταστεί κανείς το επίπεδο της ωριμότητας και της πνευματικής καλλιέργειας αυτού του λαού…

Η δεύτερη σκέψη αφορά στη σημασία της πόλης για τους αρχαίους προγόνους μας: η βαθειά πεποίθηση ότι οι πολλοί έχουν πάντοτε δίκιο, μπορούν να σκεφτούν εναργέστερα, να μορφώσουν ορθή κρίση, να προσεγγίσουν την αλήθεια και καμμιά ανθρώπινη αυθεντία δεν μπορεί τελικώς να υποκαταστήσει τους πολλούς. Ο Αισχύλος θα μετατρέψει το κύκνειο άσμα της τριλογίας του, τις Ευμενίδες, σ’έναν διθύραμβο για την πόλη του, την Αθήνα. Η προστάτις θεά θα ιδρύσει το πρώτο δικαστήριο στην ιστορία της ανθρωπότητας επάνω στον βράχο του Άρη, τον μέγα αυτό θεσμό, όπως η ίδια θα αποκαλέσει, που θα δικάσει για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου μιαν ανθρωποκτονία. Ο Ἀττικὸς λεώς θα αποφασίσει για το εάν ο Ορέστης είναι ένοχος ή αθώος. Και θα συνεχίζει να αποφασίζει στους αιώνες που θα ακολουθήσουν. ‘τὸ πράγμα μεῖζον, εἴ τις οἴεται τόδε βροτὸς διαιρεῖν’ (470-471). Η απόφαση είναι δύσκολη και κανείς θνητός από μόνος του δεν μπορεί να έχει δίκαιη κρίση. Μονάχα οι πολλοί δύνανται. Η Αθηνά θα συμβουλεύσει τους πολίτες, που αποτελούν το δικαστήριο, να αποφύγουν τόσο την αναρχία όσο και τον δεσποτισμό, αλλά ταυτόχρονα να μην εκβάλλουν τον φόβο έξω της πόλης. Γιατί ποιος θνητός θα σεβαστεί τη δικαιοσύνη, εάν δεν τήν φοβάται; Ο Αισχύλος τοποθετεί τη θεά να επαινεί το δικαϊκό σύστημα της Αθήνας υποστηρίζοντας ότι τέτοια ευνομία δεν θα απαντήσει κανείς ούτε μεταξύ των Σκυθών ούτε μεταξύ των Σπαρτιατών (695-704)· αυτό όχι τόσο για να θωπεύσει τα αυτιά των θεατών του, αλλά γιατί πιστεύει βαθειά στην ηθική και πνευματική ανωτερότητα της πόλης του. Ας μην ξεχνούμε ότι ο ποιητής έχει χύσει το αίμα του για την πόλη του ως απλός οπλίτης στον Μαραθώνα και ότι το επιτύμβιο επίγραμμα-το οποίο κατά την εκδοχή που υιοθετεί κι ο Καβάφης στο ποίημα Νέοι της Σιδώνος (400 μΧ) το είχε συνθέσει ο ίδιος-δεν αναφέρεται διόλου στους ποιητικούς του άθλους, παρά μόνο σε αυτούς στο πεδίο της μάχης ****. Αλλά και στο άλλο δράμα, στη Σοφόκλεια Αντιγόνη, η έννοια της πόλης είναι κυρίαρχη. Ο χορός των γερόντων θα ψέξει καταρχάς την ηρωίδα, η οποία παρέβη τον ανθρώπινο νόμο, κατηγορώντας την ως ὑψίπολι. Όποιος το νόμο αψηφά και υψώνεται επάνω από την πόλη καταλήγει ἂπολις. ‘ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι τόλμας χάριν᾽ (370-371). ‘Χάνει το ίχνος του στη Γη όποιος το δίκαιο με θράσος αψηφά’, θα μεταφράσει έξοχα ο Συμεών Σταμπουλού. Τον δήμο, όμως, λίγο αργότερα θα επικαλεστεί κι ο Αίμων, όταν θα διαπληκτιστεί με τον πατέρα του υπερασπιζόμενος την Αντιγόνη. Το βασικό του επιχείρημα είναι ότι ο λαός της Θήβας δεν συμφωνεί με την απόφαση του βασιλιά Κρέοντα. Είναι ασέβεια να μείνει ο νεκρός βορά στα όρνεα. ‘Θα μου υπαγορεύσει ο λαός τι πρέπει να διατάζω;’ είναι η απάντηση του τυράννου, για να ακολουθήσει η μεγάλη φράση του γιου του:‘πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἐνός᾽ (737). Η πόλη δεν είναι κτήμα κανενός. Κι είναι ακριβώς τότε που ο βασιλιάς μετατρέπεται σε τύραννο, όταν χάνει την επαφή του με τον λαό, αγνοεί την κρίση και τις ανάγκες του και προτάσσει τις δικές του. Κι όταν ο Κρέων θα βρεθεί αργότερα σε απόγνωση μετά την προφητεία του Τειρεσία και θα λυγίσει η υπεροψία του υπό το βάρος της ανάγκης, τότε θα απευθυνθεί στους σοφούς γέροντες, που εκπροσωπούν εκεί τον λαό, θα ζητήσει τη συμβουλή τους και θα τούς υποσχεθεί ότι θα πράξει ό,τι εκείνοι τού πουν. Ο λαός θα τον συμβουλεύσει να απελευθερώσει την Αντιγόνη και να θάψει τον νεκρό Πολυνείκη. Είναι, όμως, πλέον αργά. Η τίσις είναι αναπόδραστη. ‘Η πλειοψηφία δεν μπορεί να έχει ποτέ το δίκιο με το μέρος της. Ποτέ, τ’ακούτε; Είν’ ένα απ’τα κοινωνικά ψεύδη που κάθε ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος πρέπει να τινάξει από πάνω του…’ θα αντιτείνει ο Henrik Ιbsen δια στόματος του γιατρού Stockmann στο ‘Ένας εχθρός του λαού’ ***** πολλούς αιώνες αργότερα. Πού είναι λοιπόν η αλήθεια; Τὶ ἐστὶν ἀλήθεια; Αλήθεια είναι ο άνθρωπος που τραβάει μπροστά πιστός στις ιδέες του, μοναχικός, αδιαφορώντας για τη γνώμη των πολλών ή όποιος έχει το εὐήκοον οὖς να ακούσει και να κρίνει με σοφία; Μήπως ο δήμος οφείλει να είναι πεπαιδευμένος και σώφρων για να κρίνει σωστά; Και είναι κάτι τέτοιο τελικώς εφικτό;

Η τρίτη και τελευταία σκέψη αφορά στην ηθική και την εξέλιξή της μέσα σ’αυτά τα μεγάλα έργα. Οι μέγιστοι τραγικοί ποιητές μεταχειρίζονται μύθους οικείους στο κοινό τους, που έρχονται από μακριά, από τα βάθη του χρόνου, και τούς παρουσιάζουν ‘παραμορφωμένους’ μέσα από το πρίσμα της πολιτικής, της ηθικής και της σκέψης των καιρών τους. Η Ορέστεια είναι ένα έργο καθημαγμένο. Το αίμα του κάθε νεκρού οφείλει να ξεπλυθεί από νέο αίμα. Ο Αγαμέμνων είναι υπεύθυνος για τη θυσία της κόρης του της Ιφιγένειας και θα πρέπει γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο να πληρώσει με το δικό του αίμα χτυπημένος από τα χέρια της Κλυταιμήστρας. Ο Αίγισθος είναι συνεργός στον φόνο, γιατί ο θείος του και πατέρας του Αγαμέμνoνα, ο Ατρέας, είχε σκοτώσει τα αδέλφια του και τά είχε προσφέρει σε γεύμα στον ίδιο τους τον πατέρα, τον Θυέστη. Ο Ορέστης φονεύει Αίγισθο και Κλυταιμήστρα, προκειμένου να βρει δικαίωση το αίμα του νεκρού πατέρα του. Ο κάθε φονιάς προβάλει ένα ‘πειστικό’ επιχείρημα, για να δικαιολογήσει το έγκλημά του κι η αιματοχυσία δεν έχει τελειωμό. Η αυτοδικία, το ‘οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος’ του Μωσαϊκού νόμου, αποτέλεσε για αιώνες την ηθική των ανθρώπινων κοινωνιών. Η κοινωνία της Αθήνας του 5ου αιώνα, όμως, είναι μια κοινωνία που αλλάζει. Ένας αρχαίος κόσμος υποχωρεί και ένας νέος με καινούριες αξίες και ηθική ανατέλλει. Σ’αυτόν τον νέο κόσμο υπάρχει ο νόμος της πόλης, υπάρχει ένα σώμα πολιτών που κρίνει και αποφασίζει για το δίκιο και το άδικο, που επιβάλλει ποινές ή αθωώνει ανάλογα με τα τεκμήρια και την τρέχουσα ηθική. Αυτήν την εξέλιξη του ανθρώπου μάς παρουσιάζει ανάγλυφα ο Αισχύλος μέσα από την Ορέστειά του. Την πορεία του από το κτήνος στον πολιτισμό, από τον κόσμο των ορμέμφυτων στον κόσμο της λογικής και της φρόνησης, από τα αιμοδιψή ένστικτα στα υψιπετή επιτεύγματα. Στην Αντιγόνη ο κόσμος αυτός θα πάει ένα βήμα παραπέρα. Πέρα από τον γραπτό νόμο της πόλης υπάρχει ο άγραφος των θεών· πέρα από τη λογική που έχει τα όρια της έρχεται η μεταφυσική. Ένας κόσμος ώριμος, βαθειά σκεπτόμενος, έτοιμος, τόσο διανοητικά όσο και πνευματικά, να δεχθεί μιαν ακόμη πιο ριζοσπαστική ηθική, η οποία τέσσερις αιώνες αργότερα θα εμφανιστεί στην Παλαιστίνη αλλά ο σπόρος της θα βλαστήσει και θα ευδοκιμήσει στον ελληνικό κόσμο. Όταν καμμιά φορά, ακόμη και στις μέρες μας, ακούει κανείς για εγκλήματα πάθους και βεντέτες σκέφτεται ότι στην μάχη του ‘θεού’ με το θηρίο εντός μας, δεν βγαίνει πάντα νικητής ο ‘θεός’. Κι ακόμη σκέπτεται κανείς πόσο εύστοχη υπήρξε η επιλογή της λέξης ‘δεινός’ από τον Σοφοκλή για να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο. Μια λέξη αμφίσημη όπως κι ο ίδιος ο άνθρωπος· θαυμαστός αλλά και τρομερός την ίδια στιγμή. Ικανός για την μεγαλύτερη συμφορά αλλά και το εκπληκτικότερο θαύμα. Παρά τα σποραδικά όμως ‘πισωγυρίσματα’, ο κόσμος της κλασικής Αθήνας είναι αναμφίβολα αποτύπωση της νεωτερικότητας της εποχής της. Η αλλαγή θα είναι καθοριστική, ο δρόμος που ανοίχτηκε θα είναι χωρίς επιστροφή και θα διαμορφώσει τον ρου της ανθρώπινης περιπέτειας για όλους τους μεταγενέστερους αιώνες. Το αίμα της Κλυταιμήστρας θα είναι το τελευταίο αίμα. Μια για πάντα. 

* Aeschylus, Oresteia/Agamemnon, Libation-Bearers, Eumenides, edited & translated by Alan H. Sommerstein, Loeb Classical Library, Harvard University Press, 2008.

** Σοφοκλέους Αντιγόνη & σελίδες για την Αντιγόνη, μετάφραση/σημειώσεις/σχόλια Συμεών Γρ. Σταμπουλού, εκδόσεις Gutenberg/Αρχαίο δράμα, 2017.

*** ‘Ισμήνη’ από τη συλλογή ποιημάτων ‘Τέταρτη διάσταση’, Γιάννης Ρίτσος, εκδόσεις Κέδρος, 20η έκδοση.

**** Το επίγραμμα είναι: ‘Αἰσχύλον Εὐφορίωνος ’Αθηναῖον τόδε κεύθει, μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας· ἀλκὴν δ᾽ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος᾽. ‘Τον γιο του Ευφορίωνα, τον Αθηναίο Αισχύλο κρύβει νεκρό το μνήμα αυτό της Γέλας με τα στάρια· την άξια ανδρεία του θα ειπεί του Μαραθώνα το άλσος, όπου ο Μήδος με τα πυκνά μαλλιά καλά γνωρίζει’.

***** ‘Ένας εχθρός του λαού’, Henrik Ibsen, μετάφραση Θεοδόση Α. Παπαδημητρόπουλου, επιμέλεια/σχόλια Ήρκου Αποστολίδη, εκδόσεις Gutenberg/Θέατρο, 2016.

Η εικόνα αναπαριστά την ελαιογραφία του Τήνιου ζωγράφου της σχολής του Μονάχου Νικηφόρου Λύτρα (1832-1904) με τίτλο ‘Η Αντιγόνη μπροστά στον νεκρό Πολυνείκη’ από τα 1865. Ο πίνακας βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα. 

Παρακάτω ακούστε την Εισαγωγή στη σουίτα ‘Αντιγόνη’, op. 55 που συνέθεσε ο Felix Mendelssohn Bartholdy (1809-1847) το 1841 για το ανέβασμα της παράστασης της Αντιγόνης από τον Ludwig Tieck στα βασιλικά ανάκτορα του Potsdam την ίδια χρονιά.

https://www.youtube.com/watch?v=F3NLa9rIwlc

2 σκέψεις σχετικά με το “Το τελευταίο αίμα”

  1. Θαυμάσιο άρθρο! Λίγες σκέψεις μόνο και πολλά ερωτήματα…
    Η σύγκρουση δυο πλευρών που διεκδικούν το δίκαιο για λογαριασμό τους είναι προϋπόθεση, αλλά και αποτέλεσμα της κοινωνικής συνύπαρξης των ανθρώπων. Υπάρχει όμως ένα και μόνο δίκαιο; Μήπως το δίκαιο προκύπτει από την προσπάθεια να διχοτομήσεις την αλήθεια; Μήπως το δίκαιο είναι σχετικό και ρευστό ανάλογα με τον τόπο, την εποχή και τους ανθρώπους; Μήπως είναι μια φενάκη η αναζήτηση της αντικειμενικότητας στις ανθρώπινες σχέσεις; Ο αιώνας που πέρασε μας φανέρωσε ότι ακόμη και σε αυτά τα φυσικά φαινόμενα χωράει η θεώρηση υπό το πρίσμα της σχετικότητας.
    Μήπως η σύγκρουση Κρέοντα – Αντιγόνης ή με άλλα λόγια θ ε ϊ κ ο ύ (άγραφου, ηθικού, όπως θέλετε πείτε το) – α ν θ ρ ώ π ι ν ο υ (γραπτού, συμφωνημένου, φανερού) νόμου δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα «όνειρο σκιάς»; Πώς να δικάσεις (και να διχοτομήσεις) το νερό που τρέχει μέσα από τα χέρια σου? Είναι αναγκαίο, θα υποστηρίξει κάποιος, να υπάρχει ένα πλαίσιο αναφοράς και αυτό κουβεντιάζουμε εδώ: θα είναι ευρύτερο ή στενότερο;
    Κι αν η απάντηση στο δίλημμα είναι ότι δεν παραδέχομαι αυτό ως αληθές, ως υπαρκτό; Υποστηρίζω δηλαδή ότι θα κρίνω κατά περίπτωση και συνθήκη με βάση τη δική μου αξιακή κλίμακα και θα αναλάβω εγώ όλες τις πιθανές συνέπειες. Υπερβαίνω το δίλημμα, χωρίς να χρειαστεί να το απαντήσω. Αυτό στην ουσία δεν κάνει και ο κάθε δικαστής στην έδρα του, όταν οι υποθέσεις που κρίνει δεν αφορούν εξοφθάλμως προφανή ζητήματα; Διχοτομεί την αλήθεια (του) με βάση την προσωπική και επαγγελματική του κατάρτιση και εμπειρία.
    Ερωτήματα θέτω προς σκέψη και προβληματισμό…

    Μου αρέσει!

  2. Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια που γεννούν σκέψεις και νέα ερωτήματα.

    Το ‘δίκαιο’ ως έκφραση του ανθρώπινου νόμου είναι σχεδόν σίγουρα σχετικό. ‘Απόδειξη’ αποτελεί το πώς αυτό μεταβάλλεται από εποχή σε εποχή και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Το μείζον για εμένα ερώτημα είναι εάν υπάρχει μια ή περισσότερες αλήθειες. Με άλλα λόγια υπάρχει μια απόλυτη αλήθεια, κάτι σταθερό, αμετάβλητο, άχρονο, που ‘κινεί΄τις ανθρώπινες ζωές; Μια καθολικά αποδεκτή απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα θα ήταν αδύνατη.

    Το επόμενο ερώτημα είναι: αποδεικνύεται η αλήθεια ή όχι; Ο Ibsen βάζει τον γιατρό Stockmann να υπερασπίζεται με πάθος τη θέση του ότι τα νερά των λουτρών είναι μολυσμένα, αφότου έχει πάρει στα χέρια του την έκθεση του χημείου που το αποδεικνύει. Αυτή είναι μια ξεκάθαρη περίπτωση. Η επιστήμη προσφέρει τα όπλα της για να αποδέιξει την αλήθεια. Φυσικά, και σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στις κρίσεις μας αναγνωρίζοντας τους περιορισμούς της επιστήμης, καθώς και το ότι οι επιστημονικές μέθοδοι δεν είναι πάντοτε αλάνθαστοι. Στην Αντιγόνη, από την άλλη μεριά, θα μπορούσε κανείς άνετα να υποστηρίξει ότι η Αντιγόνη αυτοκτονεί από απόγνωση ούσα ζωντανή-νεκρή σε μια φυλακή-τάφο, ο Αίμων πεθαίνει σε μια κατάσταση αμοκ βλέποντας κρεμασμένη την γυναίκα που αγαπά κι η Ευριδίκη γίνεται αυτόχειρας, αφού γι’αυτήν δεν έχει κανένα νόημα πλέον η ζωή μετά την απώλεια του πολυαγαπημένου γιου της. Πουθενά δεν ‘αποδεικνύεται’, με κανέναν λογικό τρόπο, ότι η ύβρις του Κρέοντα έχει ‘ενοχλήσει’ τους χθόνιους θεούς και ότι αυτοί προκαλούν τα δεινά του. Αυτό αποτελεί μιαν ερμηνεία του Σοφοκλή και ίσως είναι ενδεικτικό της ‘θρησκευτικότητας’, όπως αναφέρεται και στο άρθρο, αυτού του λαού.

    Η τρίτη και τελευταία σκέψη είναι: εάν δεν μπορεί να αποδειχθεί λογικά πάντοτε η αλήθεια, τι είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να πιστέψει σε αυτήν; Η προπαγάνδα και ο φανατισμός που αυτή ενσταλάζει στα μυαλά των ανθρώπων είναι σίγουρα μια μέθοδος. Δυστυχώς έχουμε δει και βλέπουμε άπειρα τέτοια παραδείγματα. Ο συναισθηματισμός/ιδεαλισμός είναι μια άλλη οδός για να πιστέψει κάποιος σε κάτι. Η Αντιγόνη, νομίζω, είναι μια ιδεαλίστρια· πιστεύει σταθερά στη θέση της από καθαρό συναισθηματισμό απέναντι στις αξίες με τις οποίες έχει γαλουχηθεί αλλά και στον άρρηκτο αδελφικό δεσμό. Τέλος, ο άνθρωπος μπορεί να πιστέψει στην ‘αλήθεια’ εξ’ αποκαλύψεως/εμπειρίας. Με αυτό δεν εννοώ μόνο την ‘θεοψία’, όπως αυτή αναφέρεται στα βιβλικά κείμενα, αλλά την καθημερινή εμπειρία μας αλλά και τις εμπειρίες των συνανθρώπων γύρω μας, που κατά κόρον, διαμορφώνουν τις αντιλήψεις και τα πιστεύω μας σε αυτήν τη ζωή.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s