‘And the good south wind still blew behind,
But no sweet bird did follow,
Nor any day for food or play
Came to the mariner’s hollo!
And I had done a hellish thing,
And it would work ’em woe:
For all averred, I had killed the bird
That made the breeze to blow…’
‘The Rime of the Ancient Mariner’, S.T.Coleridge (1772-1834)
Μια βόλτα δίπλα στην θάλασσα. Η παραλία εκτείνεται αχανής μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα· είναι κυματιστή κι αυτή με θίνες από ψιλό βότσαλο. Ένα άτακτα όμορφο μωσαϊκό. Η αρμονία μέσα στο χάος. Δεν μπορώ να αντισταθώ στο να πιάσω μερικά στην χούφτα μου και να τά επιστρέψω εκεί όπου ανήκουν…Μερικές παλιές, ταλαιπωρημένες βάρκες βρίσκονται αφημένες λίγο πιο κάτω στην ακρογιαλιά. Ακόμη πιο πέρα μερικοί βάτοι αναδύονται μέσα από τα νoτισμένα βότσαλα με τα βυσσινί άνθη τους· μια στοιχειώδης μορφή ζωής που αντιστέκεται στην αδυσώπητη αρμύρα. Η θάλασσα γαλαζοπράσινη και ήρεμη παρά το ελαφρό βορινό αεράκι απλώνεται αδιάλειπτη και σμίγει με τον ουρανό στην ασαφή συνάφεια του ορίζοντα. Το γαλανό του ουρανού συχνά διακόπτεται από πυκνούς εκτεταμένους σχηματισμούς από λευκόφαια σύννεφα…cumulus, altostratus, cumulonimbus…Κάποια δείχνουν απειλητικά. Τα σύννεφα είναι άλλωστε πάντοτε αμφίθυμα σ’αυτήν εδώ τη γωνιά της γης… Από την άλλη μεριά της παραλίας μερικές παραγκούλες, αυτοσχέδια εστιατόρια, που μαγειρεύουν θαλασσινά κι ακόμη πιο μέσα ο δρόμος με την πρώτη συστάδα σπιτιών. Σπίτια ευθυγραμμισμένα στη σειρά χωρίς διακοπή. Μόνο το χρώμα της πρόσοψης τά κάνει να ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο. Λουλακί, ιώδες, γλαυκό, ώχρα· το χρώμα φωτίζει τον γνόφο του βορρά…Τόπους τόπους διακρίνω μια ιδιότυπη τοιχοποιία. Οι τοίχοι κάποιων λίγων σπιτιών είναι επενδυμένοι με βότσαλα· απόλυτη εναρμόνιση με την φύση και τα υλικά της…Ακόμη σπανιότερα βλέπει κανείς σπίτια με αχυρένιες στέγες να κατεβαίνουν χαμηλά ως επάνω από την πόρτα της εισόδου· πανάρχαια τοπική αρχιτεκτονική. Και στην άκρη της παραλίας το βλέμμα μου συναντά το ‘ραγισμένο’ γιγάντιο μεταλλικό όστρακο, ανάθημα στον μεγάλο συνθέτη, να αντικρίζει το πέλαγος. Διαβάζω: ‘I hear thοse voices that will not be drowned’. Οι μόνες ‘φωνές’ που μπορεί ν’ακούσει κανείς αυτήν την εωθινή ώρα είναι ο ρόχθος της θάλασσας κι ο κραγός των γλάρων. Κάποιοι όμως εκλεκτοί μπορούν να αφουγκραστούν τις πιο αποκαλυπτικές συμφωνίες και διαφωνίες, ακόμη και μέσα στην απόλυτη σιγή…Αυτό είναι το Aldeburgh· ένα μικρό ψαροχώρι στην βόρεια θάλασσα…
Σ’ αυτόν εδώ τον μικρό τόπο έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο βρετανός συνθέτης Benjamin Britten (1913-1976)· στο ‘Κόκκινο σπίτι’, μαζί με τον σύντροφο της ζωής του, τον τενόρο Sir Peter Pears (1910-1986). Εδώ βρήκε καταφύγιο από τα αδιάκριτα βλέμματα μιας συντηρητικής κοινωνίας, εδώ συνέθεσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, εδώ φιλοξένησε τους εκλεκτούς φίλους του-μερικές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της εποχής του- κι εδώ εγκαινίασε ένα από τα πιο σημαντικά φεστιβάλ μουσικής στην χώρα, που φέτος γίνεται 73 χρονών. Το φεστιβάλ που κάθε χρόνο, στην αρχή του καλοκαιριού και για έναν περίπου μήνα, μετατρέπει αυτό το ασήμαντο ψαροχώρι σε καρδιά της τέχνης. Εδώ βρίσκεται και η στερνή κατοικία. Στο προαύλιο νεκροταφείο του ενοριακού ναού των Αγίων Πέτρου και Παύλου βρίσκονται θαμμένοι οι δυο Διόσκουροι. Δυο γρανιτένιες λιτές πλάκες, η μια δίπλα στην άλλη, αναγράφουν μόνο τα ονόματα τους. Και μέσα στον ναό, αφιέρωμα στον Britten, το θαυμάσιο βιτρώ του φίλου και συνεργάτη του John Piper σφύζει από χρώμα και φως.
Σ’ ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Aldeburgh έπεσε στα χέρια μου η ομιλία που εκφώνησε ο Britten το 1964 όταν παρέλαβε το πρώτο βραβείο Aspen*. Εκεί καταθέτει μερικές σημαντικές σκέψεις για την μουσική. Η πρώτη απ’ αυτές που μού έκανε εντύπωση είναι αυτή περί της ευθύνης του ακροατή σε κάθε μουσική εμπειρία. Λέει ο Britten ότι το αληθινά σημαντικό στην μουσική δεν είναι το επιστημονικό της στοιχείο, δεν είναι αυτό που μπορεί να αναλυθεί λογικά αλλά αντίθετα αυτό το ‘κάτι’ που αναδύεται μέσα απ’αυτήν και τήν υπερβαίνει. Αυτό το στοιχείο που δεν είναι ‘μέσα σ’αυτήν’ αλλά ‘αυτή η ίδια’. Ο συνθέτης αυτό το ονομάζει μ α γ ε ί α. Η μαγεία αυτή αναδεικνύεται μέσα από την μουσική εμπειρία που δεν είναι άλλη από την εκτέλεση και ακρόαση της μουσικής, όταν τα άψυχα σημαδόφωνα της παρτιτούρας αποκτούν ζωή. Κάθε μουσική εμπειρία απαιτεί τουλάχιστον τρεις· τον συνθέτη, τον ερμηνευτή και τον ακροατή. Ο Britten φαίνεται να είναι ενοχλημένος που στην εποχή του η μουσική ήταν τόσο εύκολα προσβάσιμη σε όλους (φανταστείτε τί θα σκεφτόταν εάν ζούσε στην σημερινή εποχή του streaming…). Αυτό όμως δεν αποτελεί μια ελιτίστικη θέση ενός βρετανού αριστροκράτη. Εξηγεί: η μουσική απαιτεί από τον ακροατή πολύ περισσότερα από ένα ραδιόφωνο ή ένα κασετόφωνο. Απαιτεί κάποια προετοιμασία, κάποια προσπάθεια, κάποια μελέτη στο σπίτι πάνω στην μουσική που πρόκειται να ακούσει, απαιτεί τον χρόνο και τον κόπο να αποταμιεύσει κάποια χρήματα προκειμένου να αγοράσει το εισιτήριο της συναυλίας (ο Britten πίστευε ότι η ζωντανή ακρόαση της μουσικής είναι αναντικατάστατη), απαιτεί μια όξυνση της μουσικής ακοής και των ενστίκτων που έρχεται με την γνώση και την επαφή με πολλή και καλή μουσική. Απαιτείται, λέει ο Britten, τόση προσπάθεια από τον ακροατή όση και από τις άλλες δύο γωνίες του ‘ιερού τριγώνου’, τον συνθέτη και τον ερμηνευτή. Πόση αλήθεια κρύβουν άραγε αυτά τα λόγια, ειδικά σήμερα που μπορούμε να ‘καταναλώσουμε’ κυριολεκτικά όλη την μουσική του κόσμου δωρεάν (ή σχεδόν δωρεάν) με το πάτημα ενός κουμπιού. Μπορούμε όμως να μυηθούμε στην μαγεία της; Μήπως η ευκολία δυσχεραίνει τελικά την επικοινωνία μας με το ‘πνεύμα της μουσικής’;
Η δεύτερη σκέψη του Britten, την οποία βρήκα ενδιαφέρουσα, αφορά στις ρίζες. Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, από το 1939 έως το 1942 , ο συνθέτης έζησε και δημιούργησε στην βόρεια Αμερική. Εκεί διαβάζοντας ένα δοκίμιο του Ε. Μ. Forster για ένα ποίημα με τίτλο ‘Peter Grimes’ (που αργότερα έμελλε να γίνει το θέμα της πιο γνωστής του ίσως όπερας) συνειδητοποίησε ξαφνικά πού ανήκει και τί χάνει με το να βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του. Συνειδητοποίησε ότι έχει ρίζες και ότι αυτές βρίσκονται σε μια μικρή γωνιά της East Anglia. Επέστρεψε στο Aldeburgh και πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του εκεί. Εκεί, στην μέση του πουθενά, που όμως για τον ίδιο ήταν τα πάντα. ‘Πιστεύω στις ρίζες, στις καταβολές, στις προσωπικές σχέσεις. Θέλω η μουσική μου να ακούγεται από τους ανθρώπους, να τούς ευχαριστεί, να πλουτίζει τις ζωές τους. Δεν συνθέτω για την αιωνιότητα, που ούτως ή άλλως είναι αβέβαιη. Συνθέτω μουσική για το τώρα, στο Aldeburgh, για τους ανθρώπους που ζούν εδώ και τώρα…κι αυτό τό συνειδητοποίησα στην California το 1941…’. Πόσο εμπνευστικά αλήθεια είναι αυτά τα λόγια! Λόγια ενός σπουδαίου δημιουργού που μολονότι ταξίδεψε και έγινε γνωστός όπου γης δεν έπαψε να θεωρεί σπίτι του την μικρή πολίχνη στις όχθες του ποταμού Alde. Λόγια που κάνουν κι εμάς να αναλογιστούμε πού βρίσκονται οι ρίζες μας, να τίς αναζητήσουμε και να συνδεθούμε ξανά με αυτές. Να αποκατασταθεί ο κομμένος ομφάλιος λώρος. Ή γιατί όχι να δημιουργήσουμε νέες. Να ριζώσουμε κάπου, να συνδεθούμε μυστικά με έναν τόπο και τους ανθρώπους του, να ανήκουμε. Και όχι να είμαστε πλάνητες χωρίς σημείο αναφοράς…
Κάπου εδώ τελειώνει το ‘προσκύνημα’ μου στο Aldeburgh. Αργά το απόγευμα παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, ενώ πίσω μου η φωτοσυρμή του ήλιου που δύει βάφει τα σύννεφα κόκκινα…
*Benjamin Britten, ‘On Receiving the First Aspen Award’, Faber & Faber, 1964. Η ελεύθερη μετάφραση χωρίων του κειμένου έγινε από τον συγγραφέα του άρθρου.
Ακούστε εδώ τέσσερα από τα 6 υπέροχα ιντερλούδια της θαλασσινής όπερας του Britten ‘Peter Grimes’, η πλοκή της οποίας εκτυλίσσεται στο Aldeburgh (‘The Borough’): Αυγή, Κυριακάτικο πρωινό, Σεληνόφως, Θύελλα. Ερμηνεύει η Συμφωνική του Cincinnati υπό την διεύθυνση του Paavo Järvi.