Το Κοντραμπάσο*

‘Η μόνη επανάσταση που πέτυχε στην Ελλάδα ήταν το ρεμπέτικο’

(Η φράση αποδίδεται στον Γιάννη Τσαρούχη)

 

‘Μ’αρέσουν οι καρδιές σαν τη δική μου

που’ναι γεμάτες από αίσθημα μικρή μου’

Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972)

 

Αφορμή ξανά ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο προϊόν έμπνευσης του μουσικού και φίλου Παύλου Μελά και της άοκνης εργασίας της συγγραφέως και καλλιτέχνιδος Noonie Minogue. Η μετάφραση της αυτοβιογραφίας του Μάρκου Βαμβακάρη στα Αγγλικά με τον τίτλο ‘Markos Vamvakaris: The man and the bouzouki. Autobiography’, που εκδόθηκε το 2015. Η σκέψη του Παύλου ήταν να βρεθεί ένα βιβλίο το οποίο θα μπορούσε να εισάγει το αγγλόφωνο κοινό σ’ έναν κόσμο άγνωστο αλλά τόσο γοητευτικό, αυτόν του ρεμπέτικου. Και ποιό άλλο βιβλίο θα μπορούσε να εξυπηρετήσει καλύτερα αυτόν τον σκοπό από την αφήγηση της ζωής του από τον ίδιο τον Μάρκο; Τον πατριάρχη του ρεμπέτικου. H αυτοβιογραφία πρωτοεκδόθηκε στα 1973 από την Αγγελική Βέλλου-Keil. Η Noonie Minogue ανέλαβε τον άθλο της μετάφρασης στα Αγγλικά. Άθλος για δύο κυρίως λόγους. Αρχικά διότι το πρωτογενές υλικό αποτελείται από μια προφορική αφήγηση της ζωής του, που έκανε ο Μάρκος στου φοιτητές που τον ‘ανακάλυψαν’ στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και αργότερα στην Βέλλου-Keil, και κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις του. Δεν είναι εύκολο να μετατρέψει κανείς τον προφορικό λόγο σε ένα γραπτό κείμενο, που να έχει ροή και συνοχή. Κι ο δεύτερος λόγος ήταν η γλώσσα του Μάρκου· ο Μάρκος αφηγούμενος χρησιμοποιεί μιαν ιδιότυπη γλώσσα, την αργκό του ‘περιθωρίου’ του Πειραιά του μεσοπολέμου, για την απόδοση της οποίας η Minogue χρειάστηκε, κατά τα γραφόμενά της, να επιστρατεύσει την αργκό του Ανατολικού Λονδίνου (Cockney), του Σικάγο ή του Μississippi, για να μπορέσει να πλησιάσει το ύφος του Μάρκου, στοιχείο θεμελιακό για την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Όμως, το βιβλίο αυτό δεν είναι θησαυρός μόνο για το αγγλόφωνο κοινό, αλλά ακόμη περισσότερο για τους Έλληνες. Μεγαλώνοντας κανείς στην Ελλάδα, μαθαίνει να θεωρεί μερικά πράγματα ως δεδομένα. Έχουμε ποτέ αναρωτηθεί, παραδείγματος χάριν, γιατί είναι σημαντική η Ακρόπολη, σε τί συνίσταται ο ελληνικός τρόπος του βίου ή γιατί το ρεμπέτικο είναι τόσο ακριβό για τον πολιτισμό μας; Κι ακόμη, γιατί ο Μάρκος είναι μεγάλος; Χρειάζεται αυτή η στιγμή στη ζωή μας που θα αποστασιοποιηθούμε για λίγο από την βιωμένη εμπειρία και θα χρειαστεί να σκεφτούμε, να ερευνήσουμε και να αναλύσουμε, για να κατανοήσουμε τα αληθινά μεγάλα. Και το βιβλίο αυτό μπορεί αναμφίβολα να αποτελέσει ξανά αφορμή για τέτοια έρευνα, σκέψεις και αναλύσεις. 

Όταν οι λόγιοι της γενιάς του ’30 ανακαλύπτουν τον λαϊκό μας πολιτισμό και ‘παρακινούν’ τους Έλληνες να σταματήσουν να μιμούνται τη Δύση και να ανακαλύψουν και επιστρατεύσουν ξανά τις δημιουργικές τους δυνάμεις, κάποιοι ρεμπέτες στον Πειραιά παράγουν ήδη γνήσιο λαϊκό πολιτισμό και γράφουν ιστορία.  Ο Μάρκος είναι ένας από αυτούς, που συνέβαλε όσο ίσως κανείς άλλος στο να διαμορφωθεί ένα νέο, πολύ ιδιαίτερο και μοναδικό είδος τραγουδιού, το επικαλούμενο Πειραιώτικο ρεμπέτικο, που πήγε την λαϊκή μουσική παρακάτω, μπολιάζοντας την με το σμυρναίικο άκουσμα και τη δημοτική μουσική, για να την οδηγήσει αργότερα σε πιο έντεχνα μονοπάτια. Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά όμως αυτού του πρωτότυπου τραγουδιού και πώς διαφοροποιείται το Πειραιώτικο ρεμπέτικο από το σμυρναίικο ρεμπέτικο (ο Παναγιώτης Κουνάδης λέει ότι το ρεμπέτικο γεννήθηκε στη Σμύρνη); Το πρώτο νομίζω είναι ο ρυθμός. Το σμυρναίικο τραγούδι χρησιμοποιεί τσιφτετέλια, απτάλικα, καρσιλαμάδες αλλά και (α)μανέδες, ενώ το ρεμπέτικο του Μάρκου, που γεννήθηκε στους τεκέδες του Πειραιά, χασάπικα και ζεϊμπέκικα και σπανιότερα κάποια σέρβικα. Φυσικά χασάπικα και ζεϊμπέκικα υπάρχουν και στην Μικρασιάτικη και Πολίτικη μουσική παράδοση, αλλά εκεί έχει κανείς την αίσθηση ότι η μελωδική γραμμή κυριαρχεί του ρυθμού. Κατά πως λέει κι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: ἐν πάσῃ ἀρχαία καὶ σεμνῇ μουσικῇ, τό μέλος ἀνάσσει, ὁ δὲ ρυθμός ὑπουργεῖ’. Στα Πειραιώτικα ρεμπέτικα ο ρυθμός είναι ‘άτεγκτος’, δεν υπάρχουν περιθώρια για να ‘χαλαρώσει’, δημιουργεί μια διονυσιακή, ‘οργιαστική’ ατμόσφαιρα και σχεδόν ‘καταπίνει’ την μελωδία. Ο σκοπός του είναι να χορέψουν οι μάγκες, να εκφράσουν την ψυχή τους, τους καημούς και τα μεράκια τους, να ξεσπάσουν, να λυτρωθούν. Και δεν μπορούν να λυτρωθούν με ένα ‘αχ’ κι ένα ‘αμάν’, όπως οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, αλλά μόνο μέσα από το κορμί, το στροβιλιζόμενο στα ντουμάνια του τεκέ. Πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Μάρκος τη διαφορά, όταν λέει ότι οι πρόσφυγες παίζαν μιαν άλλη μουσική από τη δική του, την οποία χαρακτηρίζει μεγάλη και όμορφη, αλλά διαφορετική. ‘Εγώ’, λέει, ‘έπαιζα τα χασάπικα και ζεϊμπέκικα που χόρευαν οι μεγάλοι κουτσαβάκηδες στη Σύρα,…όχι αυτά που έπαιζαν ο Καρίπης, ο Νταλγκάς και ο Τομπούλης’. Το δεύτερο στοιχείο είναι φυσικά τα όργανα. Οι πρόσφυγες χρησιμοποιούσαν σαντουροβιόλια και ούτι, ενώ ο Μάρκος εισάγει για πρώτη φορά στη δισκογραφία το μπουζούκι και τον μπαγλαμά. Ένα ή δυο μπουζούκια μαζί με μπαγλαμάδες και μια κιθάρα, που συχνά χρησιμοποιείται και ως κρουστό για να κρατάει σταθερά το χρόνο, είναι αρκετά για να (ξε)σηκώσουν τους μάγκες για χορό. Η τρίτη διαφορά είναι χωρίς αμφιβολία η γλώσσα. Το Πειραιώτικο ρεμπέτικο θα χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά μια γλώσσα άμεση και τολμηρή, που δεν διστάζει να πεί τα πράγματα με τ’όνομά τους. Ο ρεμπέτης δεν μασάει τα λόγια του και δεν τον μέλει να είναι politically correct! Γιατί θες μικρό να αναστενάζω, μάγκικα, βρισιές να σ’αραδιάζω; Μια που λες πως είσαι απ’τον Περαία, να ξηγιέσαι όμορφα κι ωραία’, ‘Ορφάνεψα από μικρός, σύ βρέθηκες μπροστά μου, δεν ήξερα πως έτρεφα, κακούργα, φίδι στην αγκαλιά μου’, ‘Απ’τις μυτιές που τράβαγα άρχισα και βελόνι και το κορμί μου άρχισε σιγά σιγά να λιώνει’.  Δεν νομίζω ότι η αλήθεια έχει ειπωθεί ξανά τόσο ωμά και ‘ανερυθρίαστα’ στην ελληνική στιχουργία. Και στο σμυρναίικο ρεμπέτικο υπάρχουν χασικλίδικα θέματα στα τραγούδια, αλλά η ένταση του λόγου, το ιδιοσυγκρασιακό λεξιλόγιο των Πειραιώτικων καταγωγίων αλλά κι ο έντονα αυτοβιογραφικός χαρακτήρας αυτού του νέου ρεμπέτικου είδους είναι μοναδικά. Ειδικά ο Μάρκος, στον οποίο και ανήκουν οι παραπάνω στίχοι, κάνει τραγούδι κάθετι που συμβαίνει στην πονεμένη και βασανισμένη του ζωή.  Ο Μάρκος έχει επηρεαστεί όμως και από το δημοτικό τραγούδι. Όταν μας λέει ‘Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, κατσαρά μαύρα μαλλιά…’ ή ‘τα μαύρα ρούχα μάτια μου να τα ξαναφορέσεις, γιατί τα μαύρα σαν φορείς πάρα πολύ μ’αρέσεις’, μας θυμίζει κυρές ‘μαυροματούσες’ και ‘γαϊτανοφρύδες’, αλλά και υπέροχα κοτσάκια και μαντινάδες, που έρχονται από μακριά. Αποτελεί έτσι τη γέφυρα μεταξύ της μουσικής της υπαίθρου και αυτής των πόλεων. 

Επιπλέον, το τραγούδισμα στα δυό αυτά είδη του ρεμπέτικου είναι πολύ διαφορετικό. Στα σμυρναίικα επικρατεί αυτό το legato, με τις μακριές φράσεις, τις μελωδικές ‘έλξεις’ και τα γυρίσματα της φωνής-όσο πιο ευλύγιστη η φωνή τόσο πιο τεχνίτης ο τραγουδιστής- ενώ ο Μάρκος και η παρέα του τραγουδούν στακάτα, κοφτά, δωρικά κι ‘αντρίκια’. Ακόμη και το ηχόχρωμα της φωνής του Μάρκου, τραχύ κι ανεπιτήδευτο, χωρίς ίχνος καλλιτεχνικών ψιμυθίων, βάζει τη σφραγίδα σ’αυτό το νέο μουσικό είδος που γεννιέται. Όπως λέει και ο Μάνος Χατζιδάκις στην ιστορική πλέον διάλεξη για το ρεμπέτικο στο υπόγειο του Κούν, στις 31 Ιανουαρίου 1949: ‘…οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες, λες και τα λόγια δεν έχουν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλεί να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξαλαφρώσεις μέσα σου, για να δεχτείς τη δύναμή τους…’. Και λίγο πιο κάτω: ‘εξετάζοντας το ύφος του τραγουδιού…είναι γνήσια ελληνικό…δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμμιά σπασμωδικότητα, καμμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει η ζωή με την πιο πλατιά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα, με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει’.  Χαρακτηριστική νομίζω είναι η σύγκριση των δυο επόμενων τραγουδιών, προκειμένου να φανεί η διαφορά κι η εξέλιξη: το ‘Μανώλης χασικλής’ https://www.youtube.com/watch?v=blAIYnU3F5Y , τραγουδισμένο από τον Σμυρνιό Ζαχαρία Κασιμάτη και το ‘Εφουμάραμ’ένα βράδυ’, που αποτελεί την παρθενική δισκογραφική παρουσία του Μάρκου, https://www.youtube.com/watch?v=cvX2fD2b14o.  Δυό τραγούδια με ίδιο, ‘χασικλίδικο’, περιεχόμενο, και τα δυό ζεϊμπέκικα, και τα δυό μελισμένα σε χιτζάζ, στο ίδιο δηλαδή μακάμι, μουσικό δρόμο, αλλά εν τέλει τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Κι ακόμη, ένα άλλο ιδιαίτερο στοιχείο του Πειραιώτικου ρεμπέτικου αποτελεί το χιούμορ και η παιγνιώδης διάθεση των λαϊκών μουσικών, η οποία αποτυπώνεται τόσο υπέροχα στα τραγούδια τους, τόσο στους στίχους όσο και στους χαιρετισμούς, που ανταλλάσουν μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του τραγουδιού, όπως χαρακτηριστικά στην πρώτη εκτέλεση του ‘Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια’ https://www.youtube.com/watch?v=zaE8iGBPRF4,  όπου ο Κώστας Ρούκουνας φωνάζει ‘Γειά σου Μάρκο μου Καρούζο’ και ο Μάρκος ‘Γειά σου Ρούκουνα Κεπούρα’, αναφερόμενοι φυσικά στον Ιταλό Enrico Carusο και στον Πολωνό Jan Kiepura, διάσημους τενόρους του μεσοπολέμου. Για τον Μάρκο και τους άλλους ρεμπέτες, η ζωή είναι μια φάρσα, μια κωμωδία, που παρά τις δυσκολίες της, θα πρέπει κανείς να τη χαρεί και να τη γλεντήσει μέχρι εκεί που δεν παίρνει…Φυσικά στα τραγούδια αυτά υπάρχει και μελαγχολία και πόνος κι απόγνωση· αυτή είναι όμως όλη η αλήθεια της ζωής που μας αποκαλύπτουν τα ρεμπέτικα με τα ‘νωχελικά και μελαγχολικά τους 9/8’. Και τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι ο Μάρκος διασώζει τα περίφημα ντουζένια, δηλαδή τα κουρδίσματα του μπουζουκιού, που χρησιμοποιούσαν οι παλαιότεροι, για να κάνουν τον ήχο του οργάνου να ακούγεται πιο πλήρης και ‘γεμάτος’, όταν το μπουζούκι έπαιζε μόνο του, χωρίς συνοδεία άλλων οργάνων να ‘κρατάνε’ τα ακόρντα. Αυτή την αρχαϊκή γνώση την μετέδωσε και στα παιδιά του, το Στέλιο και τον Ντομένικο, που ως θεματοφύλακες καλούνται να την μεταλαμπαδεύσουν στους επόμενους.

Διαβάζοντας κανείς την αυτοβιογραφία του Μάρκου μπορεί να ψηλαφήσει και την προσωπικότητά του. Η σκληρότητα της ζωής του, δεν μπορεί παρά να αφήσει αποτυπώματα και στην ψυχή του. Εγκαταλείπει το σχολείο στην Δ’ δημοτικού, για να βοηθήσει την μητέρα του, ως το μεγαλύτερο σε ηλικία παιδί της οικογένειας, να κερδίσει τον επιούσιο. Ο πατέρας είναι στον πόλεμο κι ένα παιδάκι 10 χρονών είναι αναγκασμένο να δουλέψει σε εργοστάσια, μανάβικα και μπακάλικα, αλλά κι ως εφημεριδοπώλης, για να στηρίξει την οικογένειά του. 15 χρονών μπαίνει σε ένα καράβι και ‘δραπετεύει’ από τη Σύρα στον Πειραιά και εκεί θα δουλέψει στα καράβια κουβαλώντας κάρβουνο. Εκεί θα τον βρεί αργότερα η οικογένειά του. Εκεί θα γνωρίσει και τον υπόκοσμο, τους μάγκες, τους ‘ντερβίσηδες’, τους ‘αλανιάρηδες’, τους ‘κουτσαβάκηδες’, τις πόρνες, το χασίς και τους τεκέδες. Αλλά φυσικά και το μπουζούκι, που όταν πρωτάκουσε τον μπαρμπα-Νίκο τον Αϊβαλιώτη να το παίζει, ορκίστηκε ‘ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα, που σπάνε τα κόκκαλα στο μαγαζί’. Ο Μάρκος θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί στις μέρες μας και ίσως σε κάθε εποχή ως ‘απροσάρμοστος’. Μια ανήσυχη φύση που δεν βρίσκει τη γαλήνη πουθενά. Καμμιά δουλειά από τις πολλές που έκανε δεν τον ικανοποιεί και γρήγορα την εγκαταλείπει. Καμμιά γυναίκα δεν μπορεί να τον κρατήσει αποκλειστικά κοντά της. Μόνο καταφύγιο το χασίς κι η μουσική, που μπορούν κάπως να ημερέψουν το ατίθασο θηρίο. Και τα βάσανα δεν έχουν τελειωμό. Τα οικογενειακά προβλήματα με τους δυο μικρότερους αδελφούς του, που ο ένας είναι φονιάς και ο άλλος ψυχιατριακός ασθενής, τα προβλήματα με την πρώτη του γυναίκα, τη Ζιγκουάλα, που τον απατά αλλά αυτός παθιασμένος όπως πάντα δεν μπορεί να την ξεπεράσει, οι περιπέτειες με τον νόμο, η λογοκρισία και το κυνηγητό από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, η Κατοχή με την πείνα και αργότερα η αφάνεια και η λήθη για πάνω από δέκα χρόνια, όταν ο Μάρκος αναγκάζεται να τραγουδά στις ταβέρνες και τα πανηγύρια ανά την Ελλάδα, με τον Στέλιο, το γιό του, να ‘βγάζει δίσκο’ στους θαμώνες των μαγαζιών. Ο Μάρκος είναι σκληρός σαν τη ζωή του. Δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να τον συμπαθήσει ή να τον αντιπαθήσει διαβάζοντας την αφήγησή του. Δεν ξέρει κανείς αν είναι καλός ή κακός. Και τί είναι καλό και κακό άραγε; Είναι αντιφατικός, αμφιλεγόμενος ή απλώς ένας αυθεντικός άνθρωπος; Ο Μάρκος μπορεί να γίνει βίαιος και απρόβλεπτος, όπως, παραδείγματος χάριν, στο περιστατικό που περιγράφει πως άρχισε να χτυπά μια από τις ερωμένες του σε δημόσιο χώρο, επειδή αυτή του μίλησε με ‘ύφος’ και χρειάστηκε να παρέμβουν οι περαστικοί, για να την σώσουν από τα χέρια του. Είναι ο ίδιος αυτός άνθρωπος, όμως, που συγκλονίζεται όταν βλέπει ένα ζώο να δακρύζει την ώρα που ετοιμάζεται να το σφάξει-ο Μάρκος εργάστηκε για αρκετά χρόνια ως εκδορέας στα σφαγεία-και παρατάει τα μαχαίρια του και εγκαταλείπει τη δουλειά αυτή μια για πάντα, μην αντέχοντας να βλέπει τα ζώα να υποφέρουν. Είναι ο ίδιος αυτός άνθρωπος που τη δεκαετία του ’60 ζεί σ’ένα ημιυπόγειο στην Κοκκινιά, περιτριγυρισμένος από δεκάδες κλουβιά με καναρίνια και άλλα ωδικά πτηνά, αλλά και τις γλάστρες με τα αγαπημένα του λουλούδια, που φροντίζει σαν μικρό παιδί και κάθεται με τις ώρες και τα απολαμβάνει. Και επίσης την ίδια στιγμή είναι ο συνθέτης ευαίσθητων και γλυκών τραγουδιών, όπως το ‘Μες στη χασάπικη αγορά’ https://www.youtube.com/watch?v=KviYBEBs1B0, αλλά και το ‘Χαράματα η ώρα τρεις’, https://www.youtube.com/watch?v=E0wxMYv0h4k. Ο Μάρκος μιλάει για όλη του τη ζωή ανοιχτά, ειλικρινά, άμεσα, όπως στα τραγούδια του, νιώθεις ότι δεν έχει την πρόθεση να κρύψει τίποτε. Όπως λέει και ο ίδιος: ‘…οι πρώτοι χριστιανοί ξεμολογιόντουσαν δυνατά, μπρός σε όλο τον κόσμο, κι όλος ο λαός τους συγχωρούσε και ξαλάφρωναν για καλά…δεν εγενήθηκα κακός ούτε σκέφτηκα ποτές μου να φθαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγενήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή μου όπως την έζησα. Και γι’αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο…αυτός ο κόσμος…θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής και εξιστορήσεως της ζωής μου, δηλαδή η συγγνώμη και η συγχώρηση’. Συνήθως όσοι μεγάλοι επιλέγουν να γράψουν την αυτοβιογραφία τους καταλήγουν να γράψουν μιαν ‘αγιογραφία’ φροντίζοντας για την υστεροφημία τους, ο Μάρκος, όμως, εξομολογείται δημοσίως και ζητεί να τον αγαπήσουμε και να τον συγχωρέσουμε. Αυτό άλλωστε είχε ανάγκη σ’όλη του ζωή, την αγάπη και την αναγνώριση: ‘όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ’αγαπούνε, μόλις θα μ’αντικρίσουνε θυσία θα γενούνε’ και ‘είμαι παιδάκι έξυπνο παίζω και μπουζουκάκι, όλος ο κόσμος μ’αγαπά, γιατί είμαι Συριανάκι’. O Μάρκος είναι γνήσιος, αυθεντικός, οξύς, χωρίς αμβλύνσεις και γι’αυτό ακραίος σ’ ό,τι κάνει στη ζωή του. Δίνεται με πάθος, ακόρεστα και ολοκληρωτικά, στις γυναίκες και στο μπουζούκι. Δεν μιλάει όμως για τις αμαρτίες του με έπαρση. Έχει τύψεις, ειδικά για τα βάσανα που προκάλεσε στους γονείς του, που τους αναγνωρίζει σχεδόν ως αγίους, αλλά κι ένα βαθύ αίσθημα ντροπής, όταν δεν θέλει να μάθουν τα παιδιά του το παρελθόν του με το χασίς και τους τεκέδες. Κι ακόμη μας θυμίζει τους ‘καταραμένους ποιητές’, τους poètes maudits, τον Baudelaire και τον Rimbaud. Είναι ο δικός μας ‘καταραμένος ποιητής’. Και το ερώτημα έρχεται αβίαστα. Πώς καταφέρνει ένας άνθρωπος να ξεχωρίσει από τους πολλούς, ποιά είναι η δύναμη που τον ωθεί να δημιουργήσει κάτι τόσο σπουδαίο μέσα σε ένα ζοφερό περιβάλλον παρακμής και να γίνει ο Μάρκος; Είναι τύχη, ταλέντο, συγκυρίες, πάθος, αλήθεια; Ή όλα μαζί; Δύσκολη η απάντηση νομίζω και θα μας τυραννάει κάθε φορά που βλέπουμε ένα διαμάντι να λάμπει και να ξεχωρίζει μέσα στο βούρκο.

Ο Μάρκος είναι Καθολικός, ‘Φράγκος’, και πιστεύει στο Θεό, αλλά την ίδια στιγμή είναι κι ελεύθερος και βαθειά αντισυμβατικός. Λέει ότι θα ήθελε να γίνει μοναχός στο τέλος της ζωής του, προκειμένου να βρεί την ηρεμία που πάντοτε επιζητούσε, αλλά την ίδια στιγμή λέει ότι δεν πηγαίνει πια με γυναίκες, όχι γιατί τού το λένε οι παπάδες, αλλά γιατί έχει πλέον προβλήματα υγείας και δεν μπορεί. Η Καθολική εκκλησία τον είχε αφορίσει εξ’αιτίας του διαζυγίου με την πρώτη του γυναίκα (ο Μάρκος παντρεύτηκε τη δεύτερη γυναίκα του με ορθόδοξο γάμο), αλλά τον δέχτηκε ξανά πίσω στους κόλπους της την δεκαετία του ’60. Όταν πάει να κοινωνήσει τον ρωτάνε οι ιερείς, αφηγείται, εάν έχει πάει με γυναίκα και εκείνος απαντάει: ‘όχι, που είναι αλήθεια. Αλλά και να είχα πάει, πάλι όχι θα τους έλεγα’ λέει και μας κλείνει το μάτι. Στον δικό του αξιακό κώδικα ο έρωτας δεν είναι αμαρτία και γι’αυτό δεν νιώθει τύψεις για τις απιστίες και τις περιπέτειές του, μολονότι αναγνωρίζει σε αρκετά σημεία στην αυτοβιογραφία του πως ταλαιπώρησε αρκετά τη δεύτερη γυναίκα του, την κυρα-Βαγγελιώ. Κι όταν μιλάει για τους γιούς του και ειδικά τον Ντομένικο, που σπούδασε κλασικό πιάνο και μπουζούκι, ονειρεύεται με τα μάτια του ανοιχτά και φαντάζεται πόσο μεγάλο πράγμα θα ήταν αν καλούσανε το γιό του μια μέρα στη Βιέννη, να παίξει με τη φιλαρμονική, μέσα σε 50 όργανα και το μπουζούκι να είναι ο αρχηγός τους και να παίζει σόλο. Αυτό είναι το μεγάλο του όνειρο αλλά κι ο καημός του. Ότι ποτέ δεν του επέτρεψαν να πάει στο εξωτερικό και ειδικά στην Αμερική, λόγω του ποινικού του μητρώου, και να μπορέσει να παίξει κι αυτός εκεί, όπως όλοι οι μεγάλοι του λαϊκού μας τραγουδιού. Ο Μάρκος κατανοεί στο τέλος της ζωής του την αξία και συμβολή του στην ιστορία της νεότερης μουσικής μας. ‘Είμαι ο Μάρκος’ λέει και ξέρει τι βάρος κουβαλάει το όνομά του. Και ζεί μέχρι το τέλος της ζωής του μέσα στη φτώχια, εκεί στο σπίτι του στην Κοκκινιά, πιστός σ’αυτά που πρέσβευε στα τραγούδια του: ‘αφού στον άλλονε ντουνιά λεφτά δεν θα περνάνε, τα’ χουν και τα θυμιάζουνε βρ’αμάν αμάν, δεν ξέρουν να τα φάνε’ https://www.youtube.com/watch?v=8bmJBCs6j6w. Γι’αυτό καταφέρνει μέχρι το τέλος της ζωής του να γράψει γνήσιο λαϊκό τραγούδι, που σύμφωνα με τον δικό του ορισμό ‘είναι το τραγούδι που γεννήθηκε στις καρδιές των φτωχών εργατών’. 

Ο Νέαρχος Γεωργιάδης, ένας εκ των φοιτητών που ανακαλύπτουν ξανά τον ξεχασμένο Μάρκο στα μέσα της δεκαετίας του ’60, περιγράφει το τέλος του. Έμαθε το νέο του θανάτου του από τις εφημερίδες, διηγείται, καθώς κι ότι η κηδεία θα γινόταν την ίδια μέρα και έτρεξε στο σπίτι του Μάρκου. Εκεί βρήκε τον Μάρκο να κείται στο νεκροκρέβατο, αλλά η κηδεία δεν ξεκινούσε. Οι παπάδες και οι ψαλτάδες περιμένανε. Ποιόν; Τον Αργύρη. Τον κατά 20 χρόνια νεότερο αδελφό του, που τον είχε μεγαλώσει ο Μάρκος στην κατοχή, σαν μάνα και πατέρας μαζί, και τον είχε κάνει έναν από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού. Ο Αργύρης ζούσε και έκανε καριέρα στην Αμερική κι η τελευταία επιθυμία του Μάρκου ήταν να μην τον θάψουνε, εάν δεν έρθει να τον δεί για τελευταία φορά, έστω και νεκρό, ο Αργύρης. Έως εδώ δεν θα υπήρχε τίποτε το παράξενο, εάν δεν γνωρίζαμε ότι ο Μάρκος δεν αποκαλούσε τον αδελφό του Αργύρη, αλλά ‘αχάριστο’ και είχε μάλιστα γράψει και τον παρακάτω στίχο γι’αυτόν: ‘δεν θέλω να σε ξέρω πια, δεν σου’χω εμπιστοσύνη, φαίνεται απ’τις φλέβες σου, αχάριστε, έλειψ’ η αδελφοσύνη’. Αυτό το άχτι του Μάρκου για τον αδελφό του οφειλόταν στο ότι ο Αργύρης δεν τον έπαιρνε μαζί του στις ηχογραφήσεις, προκειμένου να μη δυσαρεστήσει τις δισκογραφικές εταιρείες, την εποχή που ο Μάρκος είχε πέσει σε δυσμένεια και τον είχαν ξεχάσει οι πάντες. Αργότερα ο Αργύρης είχε φύγει για την Αμερική και προφανώς είχε διακόψει κάθε επαφή με τον μεγάλο του αδελφό. Όμως, εκείνη την ύστατη ώρα, ο πιο σημαντικός άνθρωπος για τον Μάρκο, πριν αποχαιρετίσει για πάντα αυτόν τον κόσμο, δεν ήταν άλλος από τον ‘αχάριστο’ αδελφό του. Τελικά, ο Αργύρης θα φτάσει, θα δεί το σκήνωμα του αδελφού του, η κηδεία θα αρχίσει κι ο Μάρκος θα θαφτεί με το μπουζούκι του αγκαλιά, την ώρα που ο Στέλιος και ο Ντομένικος τον αποχαιρετούσαν παίζοντας και τραγουδώντας τη ‘Φραγκοσυριανή’ πάνω από τον τάφο του πατέρα τους. Αυτό το περιστατικό δείχνει ανάγλυφα νομίζω ποιός ήταν τελικά ο Μάρκος. Μια καρδιά γεμάτη αισθήματα, μια καρδιά γεμάτη πάθος, που ζούσε και τη χαρά και τη λύπη με την ίδια ένταση, που αγαπούσε και μισούσε με την ίδια πρωτόγονη ζωτική ενέργεια. Μια καρδιά που συγκεφαλαιώνει την συναισθηματική ιστορία του Ανθρώπου. Και δεν είναι τυχαίο που ο Μάρκος αποτελεί ‘κεφαλήν γωνίας’ του λαϊκού μας πολιτισμού. Μια τέτοια καρδιά μόνο θα μπορούσε να γεννήσει αυτά τα τραγούδια.

 

* ένα από τα παρατσούκλια του Μάρκου, λόγω της βαρίτονης φωνής του, πράγμα σπάνιο στο λαϊκό τραγούδι εκείνης της εποχής, όπου οι περισσότεροι άνδρες τραγουδιστές ήταν τενόροι.

 

Το σκίτσο είναι από το graphic novel του David Prudhomme ‘Rébétiko (la mauvaise herbe), Futuropolis, 2010.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s