Επιστολή προς Δημοκήδη (περί φιλίας)

‘κοινωνία γὰρ ἡ φιλία καὶ ὠς πρὸς ἑαυτὸν ἔχει, οὕτω καὶ πρὸς τὸν φίλον᾽

Αγαπημένε φίλε,

Σού γράφω αυτήν την επιστολή λίγο αφότου διάβασα τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, που τόσο σοφά με προέτρεψες να μελετήσω, για να μοιραστώ μαζί σου μερικές από τις σκέψεις του μεγάλου Σταγειρίτη, αλλά και για να σέ ευχαριστήσω για τη φιλία με την οποία με τιμάς επί τόσα χρόνια. Είναι πολλά αυτά που δεν λέγονται, αλλά απλώς εννοούνται στις ανθρώπινες σχέσεις. Και δεν είναι πάντα απαραίτητο να λες· συχνά αρκεί μόνο να δείχνεις. Όμως, έρχονται κάποιες στιγμές που κανείς συνειδητοποιεί την αξία ιδανικών και ανθρώπων και τότε δεν του μένει άλλη επιλογή από το να εκφράσει με τον πιο εύγλωττο δυνατό τρόπο την ευγνωμοσύνη του που έχει αξιωθεί τέτοιων ιδανικών και τέτοιων ανθρώπων. Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά έρχεται χωρίς αμφιβολία να μάς δώσει έναυσμα για σκέψη· μας ‘αναγκάζει’ να σταθούμε λίγο και να αναλογιστούμε τα ‘αυτονόητα’. 

Στα Ηθικά Νικομάχεια λοιπόν, στα βιβλία VIII & IX (η φιλία είναι η μόνη αρετή στην οποία ο Αριστοτέλης θα αφιερώσει δυο βιβλία) αναπτύσσονται οι ιδέες του για την ουσία, τη φύση και την αξία της φιλίας. Η φιλία, μάς λέει ο φιλόσοφος, είναι αρετή σε κάθε ηλικία ή ανθρώπινη κατάσταση· στη νεότητα, επί παραδείγματι, φυλάει τους νέους ‘πρὸς τὸ ἀναμάρτητον᾽, για τους πρεσβύτερους αποτελεί ‘θεραπεία᾽ και για τους ασθενείς βοήθεια. Κι επιπλέον μάς λέει ότι η ορθή λειτουργία ολόκληρων ομάδων αλλά ακόμη και πόλεων στηρίζεται στη φιλία-‘τὰς πόλεις συνέχειν ἡ φιλία᾽. Φτάνει μάλιστα να πεί ότι όταν οι άνθρωποι ζούν με φιλικές σχέσεις μεταξύ τους, τότε δεν έχουν ανάγκη το δίκαιο και τον νόμο, αφού το αίσθημα δικαιοσύνης είναι αυτονόητο και επικρατεί πάντοτε μεταξύ φίλων. Κι ακόμη επισημαίνει ότι ‘δοκεῖ δ᾽ἐν τῷ φιλεῖν μάλλον ἤ ἐν τῷ φιλεῖσθαι᾽, θέλωντας να πεί ότι η φιλία έγκειται περισσότερο στο να αγαπάς παρά στο να αγαπιέσαι· έγκειται περισσότερο στο δόσιμο παρά στο πάρσιμο. Κι αυτός είναι ο λόγος που οι φίλοι δεν διαπληκτίζονται και δεν έχουν έριδες μεταξύ τους· γιατί οι έριδες κατά κανόνα πηγάζουν από τον εγωισμό, ενώ η φιλία είναι ξεπέρασμα του εαυτού μας μέσα από τη σχέση με τον άλλο. Μ’ όλα τα παραπάνω θέτει ο φιλόσοφος ευθύς εξ’αρχής το αναγκαίο πλαίσιο, προκειμένου να καταδείξει την μεγάλη αξία της φιλίας.

Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης με μεθοδολογικό τρόπο προσεγγίζει το θέμα του ξεκινώντας από τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν κατά τη γνώμη του την αληθινή φιλία. Η λέξη κλειδί εδώ είναι η λέξη ‘εὔνοια᾽, που στα νέα Ελληνικά ίσως μεταφράζαμε ως ‘αγαθή προαίρεση’. Αυτή αποτελεί βασικό στοιχείο της φιλίας· να γνωρίζει και να εύχεται ο ένας φίλος το καλό του άλλου. Να εύχεται κανείς το καλό του άλλου από αγάπη κι όχι από υστεροβουλία ή συμφέρον. Αν αναλογιστούμε πόσο δύσκολο είναι να επιθυμήσει κανείς ειλικρινά το καλό, την πρόοδο, την επιτυχία και την ευτυχία του άλλου, θα κατανοήσουμε αμέσως πόσο σπάνιο αγαθό αποτελεί η φιλία. Ποιές είναι όμως οι προϋποθέσεις της φιλίας; Η ομοιότητα των χαρακτήρων ίσως βοηθά· οι άνθρωποι επιδιώκουν να κάνουν παρέα με ανθρώπους που τούς μοιάζουν στον χαρακτήρα και την προσωπικότητα. Ο Αριστοτέλης επικαλείται την παροιμία ‘κολοιὸν ποτὶ κολοιὸν᾽, δηλαδή οι νεοσσοί κόρακες συγχρωτίζονται μ’άλλους κόρακες, αλλά διατηρεί και μια επιφύλαξη σχετικά με το πόσο ισχυρή είναι αυτή η προϋπόθεση, παραθέτωντας ταυτόχρονα και τη φράση του Ηράκλειτου η οποία υποστηρίζει το ακριβώς αντίθετο:  ‘ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἀρμονίαν᾽. Για τον συγγραφέα των Ηθικών οι ‘αδιαπραγμάτευτες’ συνθήκες για μια φιλία είναι: α) να είναι κανείς ευχάριστος στη συντροφιά του. Γιατί; Μα, γιατί τέτοια είναι η φύση των ανθρώπων· ‘τὸ μὲν λυπηρὸν φεύγειν, ἐφίεσθαι δὲ τοῦ ἡδέος᾽, β) να έχουν οι φίλοι κοινά ενδιαφέροντα· να τούς αρέσουν κοινές ασχολίες, δραστηριότητες, διασκεδάσεις ή απολαύσεις, γ) να είναι άνθρωποι ενάρετοι· αλλιώς πώς θα μπορούσε κανείς ειλικρινά να εύχεται και να επιζητεί το καλό του φίλου του; δ) να υπάρχει ισότητα μεταξύ των φίλων· ‘φιλότης ἰσότης’ και ε) να γνωρίζει ο ένας καλά τον άλλο, που είναι πολύ δύσκολο (παγχάλεπον) και απαιτεί συναναστροφή και σχέση χρόνων. Ο χρόνος δίνει τη δυνατότητα να ‘ανακαλύψει’ ο ένας τον άλλο, βοηθάει στο να εμπεδωθεί η συνήθεια, αλλά και να αναπτυχθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των φίλων, που είναι sine qua non.

Ο Αριστοτέλης, αγαπημένε φίλε,  διακρίνει τρία είδη φιλίας, με την έννοια που μεταχειρίζονται οι άνθρωποι τον όρο στην καθημερινότητά τους. Το πρώτο είδος είναι η φιλία που βασίζεται στο ‘χ ρ ή σ ι μ ο ν’, στη χρησιμότητα, στην ωφέλεια· αυτό το είδος φιλίας ‘ευδοκιμεί’ ιδιαιτέρως στις μεγαλύτερες ηλικίες. Το δεύτερο είδος φιλίας είναι αυτό που βασίζεται στην ‘ε υ χ α ρ ί σ τ η σ η’, δηλαδή κάνουμε παρέα με κάποιον απλώς και μόνο γιατί περνάμε καλά μαζί του. Το είδος αυτό ενδημεί στους νέους και αυτή η φιλία είναι κατά κανόνα εφήμερη, όπως κι η ευχαρίστηση άλλωστε τις περισσότερες φορές. Το τρίτο είδος είναι αυτό που εδράζεται στην ‘α ρ ε τ ή’ και επειδή η αρετή είναι μια μόνιμη ιδιότητα, αυτού του είδους η φιλία έχει μεγαλύτερη διάρκεια κι είναι πιο σταθερή. Και πότε λύεται μια φιλία; Όταν ο ένας εκ των φίλων παύσει να είναι χρήσιμος ή ευχάριστος ή ενάρετος. Τότε η φιλία γίνεται αλυσιτελής και καταρρέει. Και πώς άραγε θα πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς στους πρώην φίλους του; Οφείλει να συνεχίσει να συμπεριφέρεται με καλοσύνη προς αυτούς, χάριν της ανάμνησης και μόνο των ωραίων στιγμών που έχει ζήσει μαζί τους στο παρελθόν. Δεν αρκεί όμως μόνο η αρετή για να διαρκέσει μια φιλία, μάς λέει ο Σταγειρίτης. Οι φίλοι οφείλουν να εξελίσσονται και να προχωρούν μαζί στη ζωή, αλλιώς οι δρόμοι τους αρχίζουν να αποκλίνουν και απομακρύνονται. Εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία η έννοια της ισότητας στη φιλία. Στη φιλία που είναι ‘άνιση’ αναπόφευκτα εμφιλοχωρεί το συμφέρον. Ο ‘ανώτερος’ απολαμβάνει την τιμή της προσφοράς και ο ‘κατώτερος᾽ το μεγαλύτερο μερίδιο του κέρδους. Μ᾽αυτόν τον τρόπο αργά ή γρήγορα, η φιλία εκπίπτει σε μια ποταπή συναλλαγή, ένα ‘δοῦναι καὶ λαβεῖν᾽, που πολύ λίγο θυμίζει μιαν ενάρετη αληθινή σχέση. Κι αν είναι έτσι, τότε θα μπορούσε κανείς να σχετιστεί φιλικά με έναν δούλο, αναρωτιέται ο Αριστοτέλης. Στην εποχή του φιλοσόφου, και δυστυχώς για πολλούς αιώνες μετέπειτα, ο δούλος εθεωρείτο ‘ἔμψυχον ὄργανον᾽ και επομένως θα φαινόταν αδιανόητη μια τέτοιου είδους σχέση μαζί του. Ο Αριστοτέλης, όμως, διαθέτει την ευρύτητα εκείνη του πνεύματος ώστε να δηλώσει, έστω και δειλά, ότι η φιλία είναι θεωρητικώς δυνατή με οποιονδήποτε, εφόσον είναι άνθρωπος (και επομένως δύναται να διαθέτει αισθήματα και αρετή)! 

Επιπλέον, τίθενται στο κείμενο του Αριστοτέλη και άλλα σημαντικά ερωτήματα περί φιλίας. Επί παραδείγματι, πότε χρειάζεται στον άνθρωπο η φιλία; Στις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής ή περισσότερο σε αυτές της δυσχέρειας; Ο φιλόσοφος μάς λέει απερίφραστα και στις δύο. Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο και επιθυμεί να μοιράζεται τη χαρά του με άλλους ανθρώπους (πολιτικὸν γὰρ ὅ ἄνθρωπος καὶ συζῆν πεφυκὸς). Δεν έχει γούστο να απολαμβάνει κανείς τα αγαθά μόνος του· είναι πολύ πιο ευχάριστο όταν τα μοιράζεται. Και φυσικά είναι πολύ πιο λογικό να μοιράζεται κανείς με φίλους παρά με ξένους. Εδώ, όπως και σε άλλα σημεία των Ηθικών, αναδύεται το ερώτημα περί ευδαιμονίας. Τί φέρνει την ευτυχία στη ζωή; Ο Αριστοτέλης φορά ξανά την φιλοσοφική του τήβεννο και μάς λέει ότι η ευτυχία είναι μια μορφή ενέργειας, κάτι που κάνεις και όχι κάτι που διαθέτεις. Η ευτυχία εμπεριέχεται στο ‘ζῆν’ και στις δραστηριότητές μας, στις ενέργειές μας και οι ενέργειες ενός ενάρετου ανθρώπου θα είναι ενάρετες κι αυτές· είναι πολύ δύσκολο όμως  κάποιος να κάνει ενάρετες πράξεις που να απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό του. Σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι κάτι τέτοιο δεν έχει νόημα και παύει από ένα σημείο και μετά να τού δίνει ευχαρίστηση. Οι ενάρετες πράξεις είναι πιο ‘βιώσιμες’, εάν απευθύνονται σε άλλους ανθρώπους και αυτονόητα αυτοί οι άλλοι άνθρωποι θα είναι οι φίλοι μας. Έτσι ανασκευάζει τον ισχυρισμό ότι ο αληθινά μακάριος άνθρωπος είναι εντελώς αυτάρκης και δεν έχει την ανάγκη φίλων. Δεν αγνοεί όμως ο Αριστοτέλης και την αξία της φιλίας στις δυστυχίες μας. ‘Παραμυθητικὸν γὰρ ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ, ἐὰν ᾖ ἐπιδέξιος’, δηλαδή ο φίλος μπορεί να παρηγορήσει και να παρασταθεί στο φίλο του και με τη μορφή και τη στάση του αλλά και με τα λόγια του, εάν έχει το χάρισμα να το πράξει. Η φιλία είναι πιο απαραίτητη στη δυστυχία, αλλά πιο ‘ευγενής’ και αρχοντική, όταν προσφέρεται στην ευτυχία. Κι ακολούθως τίθεται το ερώτημα: πόσους φίλους οφείλουμε ή μπορούμε να έχουμε; Πολλούς ή λίγους; Εδώ ο φιλόσοφος κάνει αναφορά στη φράση του Ησιόδου ‘μήτε πολύξεινος μήτ᾽ ἄξεινος᾽, που σημαίνει ούτε να διαθέτει κανείς πολλούς φίλους αλλά ούτε να είναι και άφιλος. Οι λίγοι φίλοι είναι όπως τα γλυκίσματα στη ζωή μας· τα πολλά θα φέρουν τον κορεσμό, τα λίγα στη σωστή δόση και ώρα κάνουν τη ζωή μας πιο νόστιμη. Ιδανικός για τον Αριστοτέλη αριθμός δεν υπάρχει· θα πρέπει κανείς να έχει τόσους φίλους με όσους μπορεί πρακτικά να σχετιστεί. Ας μην ξεχνούμε τις βασικές προϋποθέσεις της φιλίας· το χρόνο, τη συνήθεια, το πλησίασμα, την οικειότητα, προϋποθέσεις που δεν είναι εύκολες, όταν το ενδιαφέρον ενός ανθρώπου σκεδάζεται στις συναναστροφές του με πολλούς. Ο Αριστοτέλης όμως ως δεινός ψυχολόγος εκτείνει το επιχείρημα αυτό ακόμη παραπέρα, όταν λέει ότι οι μοχθηροί άνθρωποι επιδιώκουν να βρίσκονται συνεχώς σε συναναστροφές με άλλους, για να ξεχνούν τα κακά που έχουν πράξει και να μην επιτρέπουν στις τύψεις να απασχολούν το μυαλό τους. Εδώ μάς έρχεται στο νού κι ο μέγας Αλεξανδρινός με το στίχο του ‘κι ἄν δὲν μπορῇς να κάμῃς τὴν ζωή σου ὅπως τὴν θέλεις, τοῦτο προσπάθησε τοὑλάχιστον ὅσο μπορεῖς: μήν τὴν ἐξευτελίζῃς μὲς στὴν πολλὴ συνάφεια τοῦ κόσμου, μὲς στὲς πολλὲς κινήσεις κι ὁμιλίες’*. Τέλος, δεν είναι τυχαίο ότι το ιδανικό της φιλίας συγκεφαλαιώνεται συνήθως σε ζεύγη φίλων (και όχι σε ομάδες φίλων), εκεί όπου η εγγύτητα και η αληθινή σχέση και αγάπη έχει το χώρο και το χρόνο να αναπτυχθεί: Αχιλλέας και Πάτροκλος, Ορέστης και Πυλάδης, Θησέας και Πειρίθους. 

Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης κάνει, αγαπητέ φίλε, μια παρέκβαση που φαντάζει ασύνδετη με το αντικείμενο που πραγματεύεται αλλά φυσικά δεν είναι. Μάς λέει ότι υπάρχουν τρία είδη πολιτείας (πολιτευμάτων): η βασιλεία, η αριστοκρατία και η τιμοκρατία (εκεί όπου όλοι οι πολίτες είναι ίσοι επί τη βάσει της ιδιοκτησίας που διαθέτουν). Η βασιλεία μπορεί να εκφυλιστεί στην τυραννία, όταν ο μονάρχης φροντίζει περισσότερο τον εαυτό του παρά τους υπηκόους του, η αριστοκρατία μπορεί να εκτραπεί στην ολιγαρχία, όταν απωλεσθεί η αξιοκρατία και η τιμοκρατία μπορεί να εκπέσει στη δημοκρατία, όπου εκεί οι μάζες αποφασίζουν για τις τύχες τους, χωρίς να διαθέτουν μια κεφαλή. Καλύτερο πολίτευμα θεωρεί ο Αριστοτέλης την μοναρχία και χειρότερο την τιμοκρατία (!). Κάνει αυτήν την αναφορά, φίλε, προκειμένου να αναφερθεί στις σχέσεις άνδρα και γυναίκας, γονιών και παιδιών αλλά και αδερφών μεταξύ τους, δηλαδή στις εξ’αίματος σχέσεις, που κι αυτές ανήκουν στην ευρύτερη κατ’αυτόν κατηγορία των φιλικών σχέσεων. Έτσι, παρομοιάζει τη σχέση πατέρα-παιδιών με το πολίτευμα της βασιλείας. Ο πατέρας είναι η πηγή ύπαρξης των παιδιών του, ἐν ὑπεροχῇ εὐεργεσίας. Οι γονείς αγαπάνε τα παιδιά τους, γιατί αυτά αποτελούν μέρος του εαυτού τους και τα παιδιά τους γονείς, γιατί είναι πηγή και αιτία της ύπαρξής τους. Η σχέση τους δεν είναι ίση. Οι γονείς γνωρίζουν καλύτερα τα παιδιά τους, γιατί έχουν συνείδηση της σχέσης τους για μεγαλύτερο χρόνο, κι επιπλέον αγαπάνε πιο βαθειά, γιατί έχουν πονέσει για να τ᾽αναστήσουν· πάντοτε αγαπάμε ιδιαίτερα ό,τι έχουμε μοχθήσει να δημιουργήσουμε στη ζωή. Η σχέση του ανδρόγυνου προσομοιάζει στην αριστοκρατία, αφού άνδρας και γυναίκα έχουν διαφορετικές ιδιότητες και χαρίσματα και σε μια υγιή σχέση ο καθένας τους αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας αυτά στα οποία είναι ικανότερος. Ο Αριστοτέλης μάς λέει επίσης ότι ‘ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μάλλον ἤ πολιτικὸν᾽, εννοώντας ότι η ανθρώπινη φύση οδηγεί τον άνδρα και τη γυναίκα να σχετιστούν, όχι μόνο με σκοπό την τεκνοποιία, αλλά και προκειμένου να μοιραστούν τις ανάγκες του βίου· έτσι η φιλία τους έχει ως βάση τόσο την ευχαρίστηση όσο και τη χρησιμότητα. Τα παιδιά που είναι καρπός της σχέσης θα ενισχύσουν τον σύνδεσμο μεταξύ του ζευγαριού. Όταν ο ένας από τους δύο μέσα στη σχέση επιχειρεί να επιβληθεί στον άλλο είτε δια της δύναμης είτε δια του πλούτου, τότε είναι σαν να εκπίπτει η αριστοκρατία σε ολιγαρχία και η φιλία αυτομάτως λύεται. Η σχέση των αδελφών από την άλλη μεριά ομοιάζει προς την τιμοκρατία· είναι καθ’όλα ίσοι, παρεκτός εάν υπάρχει μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ τους.  

Είκοσι αιώνες αργότερα από τον Αριστοτέλη, αγαπητέ φίλε, ένας Γάλλος φιλόσοφος της Αναγέννησης ο Michel de Montaigne έρχεται να γράψει κι αυτός για τη φιλία και να υποστηρίξει ότι στην αληθινή φιλία ο ένας δίνεται τόσο ολοκληρωτικά στον άλλο που δεν του απομένει τίποτε πια για να μοιραστεί μ᾽άλλους ανθρώπους. Γι’αυτό το λόγο ο Montaigne δεν πιστεύει στους πολλούς φίλους. Κι επιπλεόν μάς λέει ότι οι φίλοι γίνονται με τον καιρό τόσο πολύ ένα μεταξύ τους (μερικές φορές ακόμη και στη μορφή) που σχεδόν δεν ξεχωρίζουν, κι εάν κανείς τούς ρωτήσει γιατί είναι φίλοι, τούς είναι πάρα πολύ δύσκολο να το αιτιολογήσουν. Φιλία για τον Montaigne είναι ψυχές σε μια ενότητα, που μοιράζονται τα πάντα κι έχουν τα πάντα κοινά: επιθυμίες, αγαθά, συζύγους (!), παιδιά, τιμές και ζωές. Για να στηρίξει τη θέση του αυτή χρησιμοποιεί δυο παραδείγματα από την αρχαιότητα. Ο φιλόσοφος Διογένης ο Κυνικός, όταν ξέμενε από χρήματα δεν έλεγε ότι θα ζητήσει από τους φίλους του να τού δανείσουν, αλλά αντίθετα ότι θα ζητήσει να τού επιστρέψουν κάποια από τα χρήματα του πίσω. Στο δεύτερο παράδειγμα, ο Montaigne αναφέρεται σ’έναν Κορίνθιο ονόματι Ευδαμίδα που είχε, μάς λέει η ιστορία, δυο φίλους, τον Χαριξένη και τον Αρεταίο. Ήταν φτωχός στα χρήματα αλλά πλούσιος στη φιλία. Λίγο πριν πεθάνει λοιπόν στην διαθήκη του έγραψε: ‘Στον Αρεταίο κληροδοτώ να φροντίσει την μητέρα μου και στον Χαριξένη να παντρέψει την κόρη μου και να τής δώσει όσο μεγαλύτερη προίκα μπορεί. Εάν ο ένας από τους δυο αποβιώσει, τότε ο άλλος θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη εξ’ολοκλήρου’. Όταν ο κόσμος έμαθε για τη διαθήκη του γέλασε ειρωνικά· όχι όμως και οι φίλοι του, οι οποίοι με μεγάλη χαρά δέχτηκαν την ευθύνη που τούς ανέθεσε ο Ευδαμίδας. Πέντε μέρες αργότερα έφυγε από τη ζωή κι ο Χαριξένης και έτσι ο Αρεταίος ανέλαβε εξ’ολοκλήρου να φροντίσει τη μητέρα του φίλου του, ενώ μοίρασε το βιος του στα δύο κι έδωσε τα μισά προίκα στην κόρη του Ευδαμίδα και τα άλλα μισά στην δική του κόρη, οι οποίες μάλιστα παντρεύτηκαν την ίδια ημέρα. 

Έτσι λοιπόν βλέπουν οι φιλόσοφοι τη φιλία. Δυο ψυχές ενωμένες, εναρμονισμένες και συντονισμένες απόλυτα, δυο ψυχές που μοιράζονται απλόχερα τα πάντα, που αντλούν ευχαρίστηση από το να προσφέρουν ο ένας στον άλλο, να θυσιάζονται εάν χρειαστεί, αλλά και που απολαμβάνουν τη συναναστροφή μεταξύ τους, που ξεκουράζονται από την παρέα ο ένας του άλλου, δυο ψυχές που εξελίσσονται παράλληλα, που ο ένας βοηθά τον άλλο να γίνεται ολοένα και καλύτερος, ολοένα και πιο ενάρετος. Ο άνθρωπος όσο ικανός κι αν είναι δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνος του. Μόνο μέσα από τους άλλους ανθρώπους μπορούμε να κατακτήσουμε τη γνώση και την αρετή, μόνο μέσα από τους άλλους μπορούμε ειλικρινά να πραγματώσουμε τον λόγο ύπαρξής μας σ’αυτήν τη ζωή. Κι αυτό φίλε εμείς το ξέρουμε καλά· γιατί για εμάς αυτό δεν αποτελεί ένα θεωρητικό νεφέλωμα ή μια ασαφή ιδέα, αλλά την ίδια την καθημερινότητα της φιλίας μας, έστω κι εάν παρασυρμένοι από το χείμαρρο της άγιας συνήθειας δεν το συνειδητοποιούμε πάντοτε.

Σε ευχαριστώ!

Ο φίλος σου

Κ.

Αναφορές:

Aristotle, Nicomachean Ethics, translated by H. Rackham, Loeb Classical Library, Harvard University Press, 1934.

Michel de Montaigne, On Friendship (1580), translated by M.A.Screech, Penguin Books-Great Ideas, 1991.

*K. Π. Καβάφης, Άπαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα: σχόλια και επεξεργασία Ρένου, Ήρκου και Στάντη Αποστολίδη, Τα Νέα Ελληνικά, Αθήνα, 2012.

Η εικόνα αποτελεί μια ελαιογραφία-πορτραίτο, που φιλοτέχνησε ο Lucian Freud για τον φίλο και ομότεχνό του Francis Bacon στα 1956-57. Η φιλία των δυο δημιουργών ήταν χωρίς αμφιβολία μια από τις πιο σημαντικές καλλιτεχνικές φιλίες του 20ου αιώνα. Η σύζυγος του Freud, Caroline Blackwood, έλεγε χαρακτηριστικά ότι ‘για όσο διάστημα ήμασταν παντρεμένοι με τον Lucian σχεδόν κάθε βράδυ δειπνούσαμε με τον Bacon; συχνά και το μεσημέρι…’. Ο Bacon ανταπέδωσε το πορτραίτο στο φίλο του μ’ένα απ’τα κλασικά του τρίπτυχα το 1964, το οποίο μπορείς φίλε να δείς ακολουθώντας τον παρακάτω σύνδεσμο https://www.telegraph.co.uk/culture/art/artsales/8234354/Francis-Bacons-painting-of-Lucian-Freud-revealed.html. Τη δεκαετία του ’70 οι φίλοι διαπληκτίστηκαν δι’ασήμαντον αφορμή και έκτοτε δεν ξαναμίλησε ο ένας στον άλλο. Η φιλία τους τελείωσε άδοξα κι αυτοί μείναν στην ιστορία της τέχνης ως διάσημοι frenemies**. Και τα δυο έργα βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές. Το έργο του Freud είναι ημιτελές.

** The art of rivalry: four friendships, betrayals, and breakthroughs in modern art, Sebastian Smee, Profile books, 2017.

Αφιερωμένο, φίλε, παρακάτω ένα πολύ ευχάριστο κομμάτι μουσικής, το περίφημο Csárdás, μια σύνθεση του Ιταλού συνθέτη των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα Vittorio Monti. Το έργο είναι βασισμένο σ’έναν Ουγγρικό παραδοσιακό χορό και αποτελεί μια δημοφιλή τσιγγάνικη μελωδία. Αρχικά γράφτηκε για βιολί με τη συνοδεία μαντολίνου ή πιάνου, αλλά εδώ ακούγεται η ορχηστρική του εκδοχή. Μαγευτική η ερμηνεία του Maxim Vengerov, που στην αρχή μιμείται με το δοξάρι του τις φωνές των πουλιών και μετά με την υπερβατική δεξιοτεχνία του ‘απογειώνει’ το κομμάτι σε μιαν έκρηξη μακαριότητας. 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s