‘τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα, τον ‘πάθει μάθος’ θέντα κυρίως ἔχειν’
Αισχύλος, ‘Αγαμέμνων’, στιχ. 176-178
‘Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα’
Βιβλίο Ψαλμών, 19,1
Το κείμενο αυτό φιλοδοξεί να πραγματευτεί ένα σύνθετο αλλά πολύ ενδιαφέρον θέμα: τη σχέση ελληνικής και χριστιανικής κοσμοαντίληψης. Σύνθετο γιατί η περιπέτεια του ανθρώπινου πνεύματος σε αυτήν τη γωνιά της γης έχει περάσει μέσα από πολυδαίδαλες διαδρομές δια μέσου των αιώνων και ενδιαφέρον γιατί αφορά στην ταυτότητα μας. Μέσα από το κείμενο αυτό θα επιχειρήσω να παρουσιάσω μερικές από τις βασικές διαφορές των δυο κόσμων, να διερευνήσω πώς έγινε η σύγκλισή τους και τέλος να απαντήσω στο ερώτημα εάν ο όρος ‘ελληνοχριστιανικός πολιτισμός’ έχει νόημα ή είναι απλώς ένα οξύμωρο.
Αποκαλυπτικό σε αυτό το ταξίδι είναι το έργο του μεγάλου Έλληνα διανοητή του 20ου αιώνα Κώστα Παπαϊωάννου με τίτλο ‘Η αποθέωση της Ιστορίας’. Η πρώτη κομβική διαφορά μεταξύ ελληνικής και ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης που θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς είναι η αντίληψη τους για τον χρόνο. Για όλη σχεδόν την ελληνική σκέψη ο χρόνος δεν είναι γραμμικός αλλά μάλλον κυκλικός ή ακόμη καλύτερα μια σπείρα. Οι Πυθαγόρειοι μιλούν για την μετενσάρκωση, ο Πλάτων για την ‘αιώνια επιστροφή’ κι οι Στωικοί εμπνευσμένοι από τον Ηράκλειτο για την ‘εκπύρωση’. Όλες αυτές οι θεωρίες περιγράφουν μια καταστροφή και μια συνεχή αναγέννηση του κόσμου και των στοιχείων του διαιωνιζόμενη επ’ άπειρον. Η κυκλικότητα του χρόνου έχει ως αποτέλεσμα ο χρόνος και κατά λογική συνέπεια κι ο κόσμος να μην έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος. Εάν δεν υπάρχει αρχή του κόσμου τότε δεν υπάρχει και δημιουργός του, κι αν δεν υπάρχει τέλος δεν υπάρχει τίποτε πέραν του κόσμου τούτου, αφού αυτός ο κόσμος θα πρέπει πρώτα να τελειώσει για να μεταβούμε σε μια επόμενη κατάσταση. Έτσι, οι θεοί για τους αρχαίους Έλληνες δεν προϋπάρχουν του σύμπαντος ούτε είναι αυτοί που το δημιουργούν αλλά αποτελούν μέρος του. Ακόμη και ο Πλάτων όταν μιλά για θεό-δημιουργό του κόσμου στον Τίμαιο εννοεί ότι τόν δημιουργεί από προϋπάρχουσα ύλη και ως εκ τούτου η έννοια ‘δημιουργός’ έχει εκεί περισσότερο την έννοια του ‘διακοσμητή’. Είναι σαν να συνθέτεις τα κομμάτια ενός παζλ τα οποία όμως δεν τα έχεις κατασκευάσει ο ίδιος. Αυτό που χαρακτηρίζει και συνέχει τον κόσμο είναι ο Λόγος, δηλαδή μια υπέρτατη αρμονία, ένα μέτρο, μια οικουμενική ισορροπία και οι θεοί είναι αυτοί που εποπτεύουν τον κόσμο κι αποτελούν θεματοφύλακες αυτής της ισορροπίας με την τελειότητα και το κάλλος των μορφών τους. Μέσω μιας τέτοιας αντίληψης μόνο μπορούμε ουσιαστικά να κατανοήσουμε το βαθύτερο νόημα αρχαίων ελληνικών μύθων όπως πχ του Οιδίποδα. Διαβάζοντας την ιστορία του Οιδίποδα το ερώτημα που γεννιέται αβίαστα στον σύγχρονο άνθρωπο είναι: ‘μα, γιατί ο Οιδίπους παθαίνει όσα παθαίνει; Σε τί έφταιξε;’ Όχι μόνο δεν γνώριζε ποιοι ήταν οι πραγματικοί γονείς του αλλά έκανε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να αποφύγει μια συνάντηση μαζί τους… Το πρόβλημα μιας τέτοιας θεώρησης είναι ότι διαθλάται μέσα από το πρίσμα μιας ηθικής που απουσιάζει από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Για τον αρχαίο Έλληνα ο Οιδίπους δεν έχει πράξει κάτι ανήθικο αλλά κάτι που αντιβαίνει την συμπαντική αρμονία και ξεπερνά το μέτρο του κόσμου, ακόμη και εάν δεν είχε ποτέ τέτοια πρόθεση. Σημασία εδώ έχει η πράξη καθ’εαυτή παρά η πρόθεση. Οι θεοί-εν προκειμένω μέσω του Απόλλωνα- οφείλουν να παρέμβουν και να τιμωρήσουν τον ‘παραβάτη’ προκειμένου να αποκαταστήσουν την κοσμική τάξη.
Στην ιουδαιο-χριστιανική αντίληψη αντίθετα ο Θεός είναι δημιουργός του κόσμου ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. Ο χρόνος και ο κόσμος αρχίζουν με την δημιουργία και είναι προορισμένοι να τελειώσουν όταν έρθει ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, κατά τα λόγια του ίδιου του Χριστού στο κατά Ιωάννην, οπότε θα τελειώσει ο ‘αἰών τοῦτος’ και θα ακολουθήσει ένας άλλος κόσμος άχρονος, εντελώς διαφορετικός, η βασιλεία των Ουρανών. Μια τέτοια αντίληψη μετατρέπει τον χρόνο σε μια ευθεία γραμμή με αρχή και τέλος και δημιουργεί την έννοια της Ιστορίας, του ιστορικού χρόνου, που δεν υπάρχει στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Η κοσμοαντίληψη αυτή έχει σοβαρές συνέπειες και σε άλλες πτυχές της ανθρώπινης σκέψης. Επί παραδείγματι, στους Έλληνες απουσιάζει η έννοια της ‘προόδου’, όπως υπάρχει και κυριαρχεί σε κάθε ανθρώπινη ενέργεια από την αρχή του χριστιανικού κόσμου μέχρι τις μέρες μας. Η πρόοδος προϋποθέτει μια γραμμική πορεία, μια πορεία διαρκώς προς τα εμπρός, που στο χριστιανικό μοντέλο αντιπροσωπεύει την ‘πνευματική πρόοδο’, απαραίτητη προκειμένου ο άνθρωπος να ετοιμαστεί για την βασιλεία των Ουρανών στο τέλος του χρόνου. Ένα ωραίο παράδειγμα για να αντιληφθούμε την απουσία της έννοιας της ‘προόδου’ στους Έλληνες αντλεί ο Παπαϊωάννου από τον Αισχύλο. Μάς λέει ότι ο Αισχύλος και άλλοι σύγχρονοι του θαύμαζαν τους Πέρσες και δεν απέδιδαν την νίκη των Ελλήνων στην ανωτερότητα του δικού τους πολιτισμού έναντι του ξένου, αλλά μάλλον στο γεγονός ότι ο Ξέρξης με την αλαζονεία του παραβίασε τους νόμους της συμπαντικής Δικαιοσύνης και γι’αυτό έπρεπε να τιμωρηθεί. Μια άλλη συνέπεια αυτής της διαφοράς αντίληψης είναι ότι στον αρχαίο κόσμο ο άνθρωπος δεν αποτελεί το ανώτερο είδος δημιουργίας- παρότι φυσικά αναγνωρίζεται ως το μόνο έλλογο-αλλά μόνο ένα κομμάτι του κόσμου όπως και τα υπόλοιπα όντα. Με το χριστιανισμό ο άνθρωπος γίνεται η κορωνίδα της δημιουργίας, αφού είναι πλασμένος ‘κατ’εἰκόνα καὶ καθ’ὁμοίωσιν’ του Θεού κι ως εκ τούτου είναι κι αυτός εν δυνάμει θεός. Από μια τέτοια αντίληψη δεν μπόρεσε να αποδράσει ο ανθρώπινος νους ούτε μετά την Αναγέννηση, όταν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα επιχειρήθηκε μεν να αναβιώσει και η φυσιοκρατία να αποκατασταθεί, αλλά ο άνθρωπος αντί να συνεχίσει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Όλου μετετράπη σε δυνάστη της Φύσης με τη χρήση της επιστήμης και την τεχνολογίας.
Αυτή η θεμελιώδης-και ίσως βασικότερη από οποιαδήποτε άλλη-διαφορά στην αντίληψη του χρόνου κι η απουσία εσχατολογίας στον αρχαίο κόσμο οδηγεί αυτόματα και σε μια εντελώς διαφορετική ματιά στην ίδια την επίγεια ζωή. Για τους Έλληνες με τον θάνατο του ανθρώπου τελειώνουν όλα. Οι ψυχές είναι αιώνιες, επιβιώνουν του θανάτου και συνεχίζουν να υπάρχουν στον Άδη, που βρίσκεται στα έγκατα της γης, αλλά ουσιαστικά θρηνώντας για την απώλεια της επί γης ζωής τους. Γι’ αυτό όχι σπάνια θα δει κανείς στις επιτύμβιες στήλες των αρχαίων αναγεγραμμένη την επιγραφή ‘Στήθι καὶ οἴκτιρον’, δηλαδή ‘διαβάτη που περνάς στάσου και θρήνησε για τον νεκρό’. Ο νεκρός είναι αξιολύπητος. Χαρακτηριστικός εδώ στέκεται ο μύθος του Σισύφου που τρεις φορές κατέβηκε στον Άδη και τρεις φορές τον ξεγέλασε και επέστρεψε στη γη πριν από την τελική καταδίκη και το μαρτύριο. Μέσα από μια τέτοια οπτική δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι οι ψυχές καταλήγουν στα βάθη της γης κι όχι στα ύψη του ουρανού…Στην χριστιανική αντίληψη αυτό ανατρέπεται πλήρως. ‘Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν᾿, λέει ο Παύλος. Δεν μάς αρκεί δηλαδή η επίγεια ζωή που έχει ένα σίγουρο-το μόνο σίγουρο-πέρας, αλλά προσδοκάμε μια άλλη αιώνια, όπου εκεί θα αναστηθούν, δηλαδή θα αναγεννηθούν, όχι μόνο οι ψυχές αλλά και τα ίδια τα σώματα και από εκεί και πέρα θα υπάρξουν αιώνια σε αυτήν την κατάσταση. Η ανάσταση των νεκρών σωμάτων χωρίς την οποία καταρρέει όλο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού είναι εντελώς αδιανόητη και παράλογη για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Μαρτυρείται ότι όταν ο Απ. Παύλος έκανε την περίφημη ομιλία του στην Πνύκα, όπου οι Αθηναίοι τον απέπεμψαν με το περίφημο εκείνο ‘ἀκουσόμεθά σοὺ καὶ πάλιν περί τοῦτου’, η ‘πέτρα του σκανδάλου’ για τους Αθηναίους ήταν κατά βάση η δοξασία ότι τα σώματα θα αναστηθούν. Ο έρωτας τον Ελλήνων για την επίγεια ζωή αντικατοπτρίζεται χωρίς αμφιβολία και στον έρωτα που έχουν για το ανθρώπινο κάλλος και τα όμορφα σώματα που με τόση πλαστικότητα απεικόνισαν στα γλυπτά τους. Αντίθετα, στην αυθεντική χριστιανική αντίληψη το σώμα είναι ιερό ως ‘ναός τοῦ ἐν ἡμίν ἀγίου πνεύματος᾽ όσο και η ψυχή, παρά ταύτα ήδη από τον Παύλο διαφαίνεται μια ‘προτίμηση’ στην ψυχή. Αυτή η ‘προτίμηση’ θα οδηγήσει αργότερα σε μια τέλεια παραφθορά του αρχικού χριστιανικού πνεύματος στη Δύση, όπου το σώμα θα συνδεθεί άρρηκτα πλέον με την σαρκική αμαρτία και θα ‘καταδικαστεί’, ενώ την ίδια στιγμή η ψυχή θα αποθεωθεί.
Μια τρίτη διαφορά μεταξύ ελληνικού και χριστιανικού τρόπου σκέψης αποτελεί ο τρόπος που οι δυο αυτοί κόσμοι ψηλαφούν και ανακαλύπτουν την αλήθεια. Στην ιουδαιο-χριστιανική παράδοση η αλήθεια αποκαλύπτεται εξ’ουρανού. Στην Παλαιά Διαθήκη οι Πατριάρχες των Εβραίων, ο Αβραάμ κι ο Μωυσής, έχουν προσωπική σχέση και συνομιλούν με τον Θεό· ο Θεός θα οδηγήσει τον Αβραάμ στην γη της επαγγελίας, την γη Χαναάν, ενώ ο Μωυσής θα πάρει εντολή από την ομιλούσα καιομένη βάτο να οδηγήσει το λαό του στην ελευθερία έξω από την Αίγυπτο. Αλλά ακόμη και στην Καινή Διαθήκη κατά την διάρκεια της βάπτισης του Ιησού υπάρχει θεοφάνεια· φωνή θα ακουστεί εξ’ουρανού που θα αποκαλύψει την αλήθεια επικυρώνοντας ότι ‘οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός’. Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο αντίθετα η αλήθεια αποκαλύπτεται μέσα από τα παθήματα και τις εμπειρίες των ανθρώπων. ‘Πάθει μάθος’ θα πει ο Αισχύλος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ ξανά ο Οιδίπους τόν οποίο τυραννεί βασανιστικά το ερώτημα της ταυτότητας του και ο οποίος δεν θα σταματήσει να ερευνά μέχρις ότου φέρει την αλήθεια στο φως. Ακόμη κι όταν έχει πλέον καταλάβει τα πάντα-ότι είναι πατροκτόνος και αιμομίκτης-πιέζει τον θεράποντα του Λαΐου να εκστομίσει την σκληρή αλήθεια. Όταν ο τελευταίος θα τού πει ότι είναι τρομερό (δεινόν) να αρθρώσει μια τέτοια αλήθεια, ο Οιδίπους θα πει την συγκλονιστική φράση που αυτομάτως τόν καθιστά πρότυπο ανθρώπινης ακεραιότητας για τον άνθρωπο κάθε εποχής: ‘κἄγωγ᾽ἀκούειν· ἀλλ᾽ὄμως ἀκουστέον᾽. Και για μένα να τό ακούσω, αλλά πρέπει να ακουστεί! Δεν θα μπορούσε φυσικά κανείς να παραγνωρίσει τη σημασία των χρησμών, της μαντικής και της οιωνοσκοπίας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο που αποτελούν μηνύματα που οι θεοί επικοινωνούν στους ανθρώπους. Ας μην ξεχνάμε όμως την Ηρακλείτια ρήση ότι ο Φοίβος ‘οὗτε λέγει οὗτε κρύπτει ἀλλά σημαίνει’. Ο Απόλλων δηλαδή δείχνει σημάδια που αποκαλύπτουν την αλήθεια, αλλά εναπόκειται στον άνθρωπο να τα αγνοήσει ή να τα ερευνήσει κατά το δοκούν και τελικώς να οδηγηθεί μέσα από την προσωπική πορεία του στην φανέρωση της. Η αλήθεια όμως είναι τελικώς αναπόδραστη και έτσι η ελευθερία του ανθρώπου σχετική…Στην χριστιανική παράδοση αντίθετα η λέξη κλειδί είναι η λέξη ‘πίστη᾽, που σημαίνει εμπιστοσύνη. Έχει ο Θεός…Η παραπάνω διαφορά οδηγεί με τη σειρά της και σε μια εντελώς διαφορετική οργάνωση της θρησκευτικότητας στους δύο κόσμους. Οι αρχαίοι Έλληνες είναι ένας μεταφυσικός λαός, πιστεύουν στην ύπαρξη των θεών, αλλά δεν έχουν σε καμμιά περίπτωση ‘θρησκεία’ όπως την αντιλαμβανόμαστε στην ιουδαιο-χριστιανική της εκδοχή. Δεν έχουν ιερό βιβλίο, ούτε δόγμα, ούτε επαγγελματικό ιερατείο. Έχουν όμως τελετουργία και μυστήρια…Στην εβραϊκή παράδοση ακρογωνιαία θέση κατέχει ο Νόμος (Torah). Ακόμη κι ο ίδιος ο Χριστός στην επί του όρους ομιλία του θα ομολογήσει ότι δεν ήρθε να καταλύσει αλλά μάλλον να συμπληρώσει τον Νόμο. Για τους Έλληνες οι μόνοι ‘νόμοι’ είναι οι φυσικοί που διέπουν τον κόσμο. Οι διαφορές μεταξύ των δυο αυτών κόσμων είναι σίγουρα πολλές ακόμη όπως πχ η ιδέα της θυσιαστικής αγάπης ή η ριζοσπαστική κοινωνική θεώρηση του Χριστιανισμού όπου δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ φύλων, φυλών, δούλων και ελεύθερων, πλούσιων και φτωχών αλλά όλοι οι άνθρωποι είμαστε ένα μπροστά στον Χριστό. Αντιλήψεις πρωτόφαντες και μάλλον παράλογες για τους αρχαίους Έλληνες, στις οποίες όμως στα πλαίσια αυτού το κειμένου είναι δύσκολο να επεκταθώ.
Στο ερώτημα πώς αυτοί οι τόσο διαφορετικοί κόσμοι έφτασαν να συγκλίνουν και ο ένας να δώσει τη σκυτάλη στον επόμενο, εξαιρετικό βοήθημα αποτελεί το έργο ‘Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η συνάντηση των δυο κόσμων᾽ του Ιωάννη Ζηζιούλα. Πρώτος σημαντικός παράγοντας φαίνεται ότι υπήρξε ο εξελληνισμός της ανώτερης τάξης των Εβραίων που επιχειρήθηκε από τους επιγόνους του Μ. Αλεξάνδρου στα όρια της αυτοκρατορίας του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διείσδυσης της ελληνικής παιδείας αποτελεί η μετάφραση των Εβδομήκοντα, η μετάφραση δηλαδή στα ελληνικά της Παλαιάς Διαθήκης που ξεκινάει ήδη από τον 3ο πΧ αιώνα με πρωτοβουλία του Πτολεμαίου του Β’. Η δημιουργία μια τάξης δίγλωσσων Ιουδαίων, που μιλούσαν Αραμαϊκά και Ελληνικά, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξάπλωση και επικράτηση της νέας θρησκείας καθώς αυτοί είχαν πλέον τη δυνατότητα να γίνουν κοινωνοί και της ελληνικής φιλοσοφίας και ιδεών. Αργότερα, καθοριστικό ρόλο θα παίξουν στα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατο του Ιησού οι λεγόμενοι ‘Ελληνιστές᾽ με κορυφαίο τον πρωτομάρτυρα Στέφανο που κηρύττουν την απομάκρυνση από τον εβραϊκό Νόμο και την περιτομή, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα η νέα θρησκεία να ‘ανοιχτεί᾽ πλέον εκτός της Παλαιστίνης και να γίνει προσιτή ακόμη και σε αυτούς που δεν γνώριζαν τον Νόμο και δεν τους έλεγε τίποτε η περιτομή. Έσπασε δηλαδή ο Χριστιανισμός τα εθνικιστικά του δεσμά με την απομάκρυνσή του από το Torah. Στη συνέχεια θα έρθει ο Παύλος, μέτοχος κι αυτός της ελληνικής παιδείας από εύπορη οικογένεια της Ταρσού της Κιλικίας, ο οποίος με μια άνευ προηγουμένου ιεραποστολική κίνηση από τη Συρία και την Κύπρο μέχρι την Ιταλία και ίσως και την Ισπανία θα διασπείρει το μήνυμα του Χριστού με όχημα πάντα την ελληνική γλώσσα. Γιατί όμως ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε στον ελληνόφωνο κόσμο τόσο γρήγορα μέσα σε περίπου έναν αιώνα; Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι ήρθε να απαντήσει στο περί ελευθερίας ζήτημα που η αρχαία ελληνική σκέψη είχε αφήσει μετέωρο. Ο άνθρωπος που υπόκειται στους νόμους και την τάξη της Φύσης δεν μπορεί τελικά να είναι απολύτως ελεύθερος και αυτή η πάλη για ελευθερία διαφαίνεται τόσο έντονα μέσα από τα παθήματα των ηρώων της αττικής τραγωδίας. Με την ενσάρκωση του Θεού σε άνθρωπο για πρώτη φορά Θεός και άνθρωπος θα ‘προσεγγίσουν’· ο άνθρωπος ‘βλέπει’ πλέον καθαρά την θεία φύση του και την δυνατότητα της θέωσης και επομένως της απόλυτης απελευθέρωσης από κάθε φυσική και κοσμική αναγκαιότητα. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής τον 7ο αιώνα θα μιλήσει για την ένωση όλου του κόσμου, κτιστών και ακτίστων, με μεσίτη τον άνθρωπο και συνεκτική ουσία την αγάπη και έτσι η σύνθεση όλου του σύμπαντος σε μιαν ενότητα, που τόσο πολύ επιθυμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, γίνεται πλέον πραγματικότητα. Προσωπικά όμως πιστεύω ότι στο ερώτημα γιατί ο Χριστιανισμός επικράτησε δεν θα πρέπει κανείς να παραγνωρίσει και την επίδραση της κοινωνικής κοσμοθεωρίας του στις μεγάλες μάζες των καταπιεσμένων και εξαθλιωμένων υπηκόων στα πλαίσια στυγνών αυτοκρατοριών. Για πρώτη φορά κάποιος θα τούς πει ότι έχουν ίση αξία με κάθε άλλον άνθρωπο καθώς και μια ελπίδα και προοπτική πέραν του ορατού κόσμου μας. ‘’Ένθα οὐκ ἔστιν πόνος οὐ λύπη οὐ στεναγμός ἄλλά ζωὴ ἀτελεύτητος’…
Επιπλέον, Ελληνισμός και Χριστιανισμός έφτασαν να συναντηθούν, να επηρεάσει και να εκπορεύσει ο ένας τον άλλο γιατί εξελίχθηκαν μέσα στους αιώνες και σε καμμιά περίπτωση δεν παρέμειναν ίδιοι. Όταν αναφερόμαστε λόγου χάρη στην ελληνική σκέψη δεν μιλούμε κατ’ανάγκη για μια ενιαία σκέψη. Οι σοφιστές πχ που έρχονται να ανατρέψουν κάθε παραδεδομένη αξία στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ανήκουν κι αυτοί στην ελληνική σκέψη κι ας μην τοὺς γνωρίζουμε τόσο καλά μιας και τα έργα τους δεν μάς έχουν διασωθεί. Ο Σωκράτης κι ο Πλάτων που θα υψώσουν την αθάνατη ψυχή πάνω από το φθαρτό σώμα ή ο Αριστοτέλης που θα μιλήσει για το ‘πρώτο κινοῦν’, δηλαδή για μια αιτιώδη πρώτη αρχή του κόσμου, αυτοί κι αν ανήκουν στην ελληνική σκέψη. Κι από την άλλη μεριά όμως υπήρξε προσπάθεια σύγκλισης και συμβιβασμού. Ο Παύλος επί παραδείγματι χρησιμοποιεί τον όρο ‘συνείδηση’ για να γεφυρώσει τον ελληνικό με τον ιουδαϊκό κόσμο. Για τους Έλληνες η συνείδηση τον κόσμου πραγματώνεται μέσα από τον ίδιο τον άνθρωπο, για τους Ιουδαίους μέσα από τον Θεό, ενώ για τους Χριστιανούς μέσα από μια κοινότητα ανθρώπων, την εκκλησία (που με τη σειρά της όμως έχει πιθανόν τις ρίζες της στο πρότυπο της αρχαιοελληνικής ‘πόλεως’). Αν δούμε τις έννοιες ‘ελληνικός’ και ‘χριστιανικός’ μέσα από αυτό το πρίσμα της αλληλεπίδρασης, τότε αποκτάει νόημα ο όρος ‘ελληνοχριστιανικός πολιτισμός’, όπως ακριβώς και ‘ελληνορωμαϊκός’, όχι γιατί τα δυο συστατικά του είναι παρόμοια αλλά γιατί το ένα ανατροφοδοτεί και εξελίσσεται στο άλλο. Κοινή συνισταμένη των δυο αυτών συστατικών αποτελούν τρία νομίζω στοιχεία: ο τόπος, η γλώσσα και η μεταφυσική προοπτική. Τόπος τόσο με την κυριολεκτική έννοια, αφού διαφορετικοί πολιτισμοί συναντήθηκαν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο και επομένως η αλληλεπίδραση ήταν αναπόφευκτη, όσο όμως και μεταφορικά. Αναρωτιέμαι πχ εάν ένας άνθρωπος που αντικρίζει τον ίδιο ήλιο και το ίδιο αρχιπέλαγος παράγει ίδιες σκέψεις με κάποιον που ζει στα Ιμαλάια ή στην έρημο. Το περιβάλλον διαμορφώνει τις ανάγκες και γεννά τα ερωτήματα. Η ελληνική γλώσσα έπαιξε αναμφίβολα καταλυτικό ρόλο ως κύριο μέσο έκφρασης της ανθρώπινης σκέψης. Πρόσφερε αφειδώς στην νέα θρησκεία τα εργαλεία εκείνα που χρειαζόταν για να αναπτύξει έναν συγκροτημένο φιλοσοφικό λόγο, όπως η χρήση αφηρημένων όρων αλλά και μια μεθοδολογία και συστηματοποίηση της σκέψης. Όταν ο Ιωάννης πχ στην αρχή του ευαγγελίου του χρησιμοποιεί τη λέξη ‘Λόγος’ αυτό τον συνδέει ευθέως με τον Ηράκλειτο που πρώτος αυτός χρησιμοποίησε τον όρο 6 αιώνες προγενέστερα και μάλιστα στον ίδιο χώρο (το τέταρτο ευαγγέλιο γράφεται κατά παράδοση στην πατρίδα του Ηράκλειτου, στην Έφεσο!). Κι ακόμη όταν οι Εβδομήκοντα μεταφράζουν την φράση του Θεού που ακούγεται μέσα από την καιομένη βάτο ως ‘ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν’ ή όταν οι Καππαδόκες πατέρες του 4ου αιώνα επιχειρούν να ορίσουν την διαφορά μεταξύ ‘ουσίας’ και ‘υπόστασης’, χρησιμοποιώντας όρους της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, κατανοούμε αμέσως την οντολογική γέφυρα που συνδέει τους δυο κόσμους. Τέλος, οι κοινές μεταφυσικές ανησυχίες Ελλήνων και Χριστιανών με κεντρικό το ερώτημα για την αιτία και τον σκοπό της ύπαρξης, ελπίζω, να έγιναν σαφείς από όσα γράφτηκαν παραπάνω.
Ελληνοχριστιανικός λοιπόν ο πολιτισμός και η παράδοση μας και μπορούμε πιστεύω να νιώθουμε απολύτως άνετοι και ελεύθεροι μέσα σ’αυτό το τόσο γοητευτικό καλειδοσκόπιο ιδεών, εννοιών, σκέψης, αποκάλυψης και πίστης που έρχονται να αναμετρηθούν με τα πραγματικά σημαντικά ερωτήματα και να αναζητήσουν την αλήθεια, έστω και μέσα από διαφορετικά μονοπάτια. Άλλωστε ο Έλληνας πάντοτε στο παρελθόν χαρακτηριζόταν από την ικανότητα του να προσαρμόζεται, να υιοθετεί, να κάνει δικό του το καινούριο και να εξελίσσεται. Στο κάτω κάτω της γραφής εάν μας ενοχλεί ο όρος ‘ελληνοχριστιανικός’ ας ‘ψέξουμε’ τον Μ. Αλέξανδρο! Αυτόν που ‘την κοινή ελληνική λαλιά ως μέσα στην Βακτριανή την πήγε, ως τους Ινδούς…’.
Το κείμενο έχει εμπνευστεί από τις παρακάτω πηγές:
-‘Η αποθέωση της Ιστορίας’, Κώστας Παπαϊωάννου, μτφ Σπύρος Κακουριώτης, Εναλλακτικές εκδόσεις, 1992
-‘Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η συνάντηση των δύο κόσμων’, Ιωάννης Δ. Ζηζιούλας, ΣΤ’ τόμος της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 519-559
-‘Σχεδίασμα Εισαγωγής στη Φιλοσοφία’, Χρήστος Γιανναράς, εκδόσεις Ίκαρος, 2013
-Διαδικτυακές παραδόσεις του καθηγητή της Φιλοσοφικής σχολής Αθηνών κ. Βασιλείου Βερτουδάκη στον ‘Οιδίποδα Τύραννο’ του Σοφοκλή
Η φωτογραφία αναπαριστά τον Κούρο Κροίσο ή Κούρο της Αναβύσσου. Πιστεύεται ότι φιλοτεχνήθηκε το 530 πΧ από παριανό μάρμαρο και αποτελούσε ανδριάντα σε ταφικό μνημείο στην νεκρόπολη της Αναβύσσου. Από την επιγραφή στη βάση του μαθαίνουμε ότι το μνήμα ανήκε στον πολεμιστή Κροίσο που έπεσε στην μάχη. Το άγαλμα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.

Η επιγραφή αναφέρει “ΣΤΕΘΙ ΚΑΙ ΟΙΚΤΙΡΟΝ ΚΡΟΙΣΟ ΠΑΡΑ ΣΕΜΑ ΘΑΝΟΝΤΟΣ ΗΟΝ ΠΟΤ’ΕΝΙ ΠΡΟΜΑΧΟΙΣ ΟΛΕΣΕ ΘΟΡΟΣ ΑΡΕΣ’ δηλαδή ‘στάσου δίπλα στο σήμα του νεκρού και θρήνησε τον Κροίσο που τον αφάνισε ο τρομερός Άρης καθώς αυτός πολεμούσε στην πρώτη γραμμή της μάχης᾽.